Ο Chris Kerr ήταν 12 ετών, όταν έγινε για πρώτη φορά μάρτυρας ενός οράματος νεκρικής κλίνης. Η ανάμνησή του από εκείνο το καλοκαίρι του 1974 είναι θολή, όχι όμως και η αίσθηση του μυστηρίου που ένιωσε στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του Kerr στο Τορόντο, ο πατέρας του, ένας χειρουργός, ήταν πολύ απασχολημένος για να περνάει χρόνο με τον τον γιο του, εκτός από ένα ταξίδι για ψάρεμα που έκαναν οι δυο τους, μία φορά τον χρόνο στην καναδική ερημιά.

Λιπόσαρκος και εξασθενημένος από τον καρκίνο στα 42 του, ο πατέρας του άπλωσε το χέρι προς τα κουμπιά του πουκαμίσου του Kerr. Έμοιαζε να παίζει με αυτά και άρχισε να μιλάει ακατάληπτα, λέγοντας πως ετοιμαζόταν να μπει στο αεροπλάνο για να πάει στην καλύβα τους μέσα στο δάσος.

«Ήξερα διαισθητικά, ήξερα ότι όπου κι αν βρισκόταν… πρέπει να είναι καλό μέρος, γιατί θα πηγαίναμε για ψάρεμα», είπε ο Kerr.

Όπως πήγε να αγγίξει τον πατέρα του, ο Kerr ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ένας ιερέας τον είχε ακολουθήσει στο δωμάτιο του νοσοκομείου και τώρα τον απομάκρυνε, λέγοντάς του ότι ο πατέρας του είχε παραισθήσεις. Ο πατέρας του Kerr πέθανε νωρίς το επόμενο πρωί.

Ο Kerr πιστεύει πως ο πατέρας του δεν είχε παραισθήσεις, αλλά έβλεπε ένα όραμα καθώς όδευε προς το τέλος της ζωής του. Το μυαλό του τον πήγαινε σε μια εποχή και ένα μέρος όπου αυτός και ο γιος του θα μπορούσαν να είναι μαζί, στην άγρια φύση του βόρειου Καναδά.

Πιστεύει ακόμη πως ο ιερέας έκανε ένα λάθος, που κάνουν και πολλοί άλλοι φροντιστές, απορρίπτοντας τη στιγμή ως μια ρήξη με την πραγματικότητα, ως κάτι από το οποίο το νεαρό αγόρι χρειαζόταν προστασία.

Η πρώτη δημόσια παραδοχή

Πέρασαν πάνω από 40 χρόνια μέχρι να αισθανθεί ο Kerr την ανάγκη να μιλήσει για εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο του νοσοκομείου.

Μοιράστηκε την ιστορία του θανάτου του πατέρα του μόλις το 2015, σε μία ομιλία του στο TEDx το 2015.

Ο ίδιος είχε ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση -που πήγαινε τρεις γενιές πίσω- και ασχολήθηκε με την ιατρική. Εργαζόταν στο Hospice & Palliative Care Buffalo και ήταν ο επικεφαλής μίας έρευνας σχετικά με τα οράματα για το τέλος της ζωής.

Πιστεύει μάλιστα πως δεν διάλεξε ο ίδιος το θέμα της έρευνάς του, αλλά ήταν σαν το ίδιο το θέμα να διάλεξε εκείνον για να ασχοληθεί με αυτό.

«Όταν βρέθηκα δίπλα σε ένα νεκροκρέβατο, ήρθα αντιμέτωπος με αυτό που είχα δει και προσπαθούσα τόσο σκληρά να ξεχάσω από την παιδική μου ηλικία. Είδα ετοιμοθάνατους ασθενείς να απλώνουν το χέρι τους και να φωνάζουν τις μητέρες, τους πατεράδες, τα παιδιά τους. Πρόσωπα που δεν είχαν δει για χρόνια πολλές φορές. Αλλά αυτό που ήταν αξιοσημείωτο ήταν ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τόσο γαλήνιοι», εκμυστηρεύεται.

Η ομιλία του έκανε εκατομμύρια προβολές και έλαβε χιλιάδες σχόλια, πολλά από νοσηλευτές που ήταν ευγνώμονες που κάποιος από τον ιατρικό τομέα επικύρωσε αυτό που έχουν καταλάβει εδώ και καιρό. Άλλοι, επίσης, δημοσίευσαν προσωπικές ιστορίες με τα οράματα των αγαπημένων τους προσώπων τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους.

Γι’ αυτούς, η ομιλία του Kerr ήταν ένα είδος επιβεβαίωσης για κάτι που ενστικτωδώς γνώριζαν: Ότι τα οράματα νεκρικής κλίνης είναι αληθινά, μπορούν να προσφέρουν παρηγοριά, ακόμα και να θεραπεύσουν τραύματα του παρελθόντος. Ότι μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μοιάζουν υπερβατικά. Ότι το μυαλό μας είναι ικανό να δημιουργεί εικόνες που μας βοηθούν, στο τέλος, να κατανοήσουμε τη ζωή μας.

Η μέρα που ήρθε στην επιφάνεια αυτό που προσπαθούσε να ξεχάσει

Τίποτα στην ιατρική εκπαίδευση του Kerr δεν τον προετοίμασε για την πρώτη του βάρδια στο Hospice Buffalo, ένα Σάββατο πρωί την άνοιξη του 1999. Είχε αποκτήσει πτυχίο από το Medical College του Οχάιο, ενώ παράλληλα εργαζόταν για ένα διδακτορικό στη νευροβιολογία.

Αφού τελείωσε την ειδικότητά του, ο Kerr εξασφάλισε μια υποτροφία στην καρδιολογία στο Μπάφαλο. Για να κερδίσει επιπλέον χρήματα ώστε να συντηρήσει τη σύζυγό του και τις δύο μικρές κόρες τους, ανέλαβε μια θέση εργασίας μερικής απασχόλησης στο Hospice Buffalo.

Μέχρι τότε, ο Kerr, τα καθήκοντα του οποίου τον υποχρέωναν να είναι επικεντρωμένος σε ασθενείς που συχνά ήταν σε μηχανική υποστήριξη ή λάμβαναν βαριά φαρμακευτική αγωγή, δεν είχε χρόνο να ακούσει ή να ασχοληθεί με τα οράματά τους.

Αλλά καθώς η νέα του δουλειά ήταν λίγο πιο ήσυχη, παρατήρησε κάτι που είχε να δει από τον θάνατο του πατέρα του: Ασθενείς που μιλούσαν για ανθρώπους και μέρη που ήταν ορατά μόνο σ’ αυτούς. «Έτσι, όπως ακριβώς και με τον τον πατέρα μου, υπάρχει αυτή η αίσθηση σεβασμού, κάτι που δεν ήταν κατανοητό, αλλά σίγουρα ήταν αισθητό», λέει.

Σε μια από τις βάρδιες του, ο Kerr παρακολουθούσε μια 70χρονη γυναίκα, τη Mary, της οποίας τα μεγάλα παιδιά είχαν συγκεντρωθεί στο δωμάτιό της, πίνοντας κρασί για να ελαφρύνουν το κλίμα. Χωρίς προειδοποίηση, θυμάται ο Kerr, η Mary κάθισε στο κρεβάτι της και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Danny», ψιθύρισε, φιλώντας και αγκαλιάζοντας ένα μωρό που μόνο εκείνη μπορούσε να δει.

Στην αρχή, τα παιδιά της ήταν μπερδεμένα. Δεν υπήρχε κανένας Danny στην οικογένεια, κανένα μωρό στην αγκαλιά της μητέρας τους. Αλλά μπορούσαν να αισθανθούν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που η μητέρα τους βίωνε, τής έφερνε μια αίσθηση ηρεμίας.

Ο Kerr αργότερα έμαθε ότι πολύ πριν γεννηθούν τα τέσσερα παιδιά της, η Mary έχασε ένα μωρό στη γέννα. Δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό στα παιδιά της, αλλά τώρα μέσα από ένα όραμα, φαινόταν να αντιμετωπίζει αυτή την απώλεια.

Παρατηρώντας στενά τα οράματα στο νεκροκρέβατο

Παρατηρώντας τις τελευταίες ημέρες της Mary στο νοσοκομείο, ο Kerr βρήκε το πραγματικό ενδιαφέρον του.

«Αυτό έμοιαζε με ένα πιο ανθρώπινο και αξιοπρεπές μοντέλο της ιατρικής φροντίδας», λέει.

Παραιτήθηκε από την καρδιολογία για να εργαστεί με πλήρη απασχόληση δίπλα στα κρεβάτια των ετοιμοθάνατων ασθενών. Πολλοί από αυτούς περιέγραψαν οράματα που αντλούσαν από τις ζωές τους και έμοιαζαν να έχουν νόημα, σε αντίθεση με τις παραισθήσεις που προκύπτουν από τη φαρμακευτική αγωγή, ή την παραληρηματική, ασυνάρτητη σκέψη, που μπορεί επίσης να συμβαίνουν στο τέλος της ζωής.

Αλλά ο Kerr δεν μπορούσε να πείσει άλλους γιατρούς, ακόμα και νεαρούς ειδικευόμενους που έκαναν μαζί του τις επισκέψεις τους στο Hospice, για την αξία τους. Ήθελαν επιστημονικές αποδείξεις.

Εκείνη την εποχή, μόνο μια χούφτα δημοσιευμένων ιατρικών μελετών είχαν τεκμηριώσει οράματα στο νεκροκρέβατο και βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε αναφορές από γιατρούς και άλλους φροντιστές και όχι από μαρτυρίες ασθενών.

Η πρωτοποριακή μελέτη

Σε μια πτήση επιστροφής από ένα συνέδριο, ο Kerr περιέγραψε μια μελέτη δική του, και το 2010, μια ερευνήτρια, η Anne Banas, υπέγραψε για τη διεξαγωγή της μαζί του. Όπως και ο Kerr, η Banas είχε ένα μέλος της οικογένειάς της που, πριν τον θάνατό του, βίωσε οράματα – ένας παππούς που έβλεπε τον εαυτό του σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό με τα αδέλφια του.

Η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να απαντήσει στο πώς αυτά τα οράματα διαφέρουν νευρολογικά από τις ψευδαισθήσεις ή τις παραληρητικές ιδέες. Αντίθετα, ο Kerr είδε στον εαυτό του τον ρόλο του χρονογράφου των εμπειριών των ασθενών του.

Δανειζόμενοι μεθόδους έρευνας από τις κοινωνικές επιστήμες, Kerr, Banas και οι συνάδελφοί τους βάσισαν τη μελέτη τους σε καθημερινές συνεντεύξεις με τους ασθενείς που βρίσκονταν στις 22 κλίνες νοσηλείας στην πανεπιστημιούπολη του Hospice, με την ελπίδα να καταγράψουν τη συχνότητα και το ποικίλο αντικείμενο των οραμάτων τους.

Οι ασθενείς ελέγχθηκαν για να διασφαλιστεί ότι ήταν διαυγείς και δεν βρίσκονταν σε σύγχυση ή παραληρηματική κατάσταση. Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε το 2014 στην επιθεώρηση The Journal of Palliative Medicine, διαπίστωσε ότι τα οράματα είναι πολύ πιο συχνά από ό,τι είχαν διαπιστώσει άλλοι ερευνητές, με ένα εκπληκτικό ποσοστό 88% των ασθενών να αναφέρουν τουλάχιστον ένα όραμα.

(Μεταγενέστερες μελέτες στην Ιαπωνία, την Ινδία, τη Σουηδία και την Αυστραλία επιβεβαιώνουν ότι τα οράματα είναι κοινά. Τα ποσοστά κυμαίνονται από περίπου 20 έως 80%ό, αν και η πλειοψηφία από αυτές τις μελέτες βασίζονται σε συνεντεύξεις με τους φροντιστές και όχι με τους ασθενείς).

Τελικά τι βλέπουν οι άνθρωποι λίγο πριν πεθάνουν;

Τα τελευταία 10 χρόνια, ο Kerr προσέλαβε μια μόνιμη ερευνητική ομάδα, επεκτείνοντας τη μελέτη για να συμπεριλάβει συνεντεύξεις με ασθενείς που λαμβάνουν νοσηλευτική φροντίδα στο σπίτι δίπλα στις οικογένειές τους, ενώ εμβάθυνε την κατανόηση των ερευνητών για την ποικιλία και το βάθος αυτών των οραμάτων. Μπορούν να εμφανιστούν ενώ οι ασθενείς κοιμούνται ή έχουν πλήρη συνείδηση.

Τα νεκρά μέλη της οικογένειας εμφανίζονται πιο έντονα, και αντίθετα, τα οράματα που περιλαμβάνουν θρησκευτικά θέματα είναι εξαιρετικά σπάνια. Οι ετοιμοθάνατοι ασθενείς συχνά αναβιώνουν σημαντικές στιγμές από τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων χαρούμενων εμπειριών, όπως ο έρωτας, ή πράγματα που τους έχουν πληγώσει, όπως μια απόρριψη.

Άλλοι βλέπουν τα άλυτα προβλήματα της καθημερινότητάς τους, όπως η πληρωμή λογαριασμών ή η ανατροφή παιδιών. Τα οράματα περιλαμβάνουν επίσης παρελθοντικά ή φανταστικά ταξίδια – είτε μακρινά ταξίδια με το αυτοκίνητο ή σύντομες βόλτες στο σχολείο.

Ανεξάρτητα από το θέμα, τα οράματα, λένε οι ασθενείς, μοιάζουν αληθινά και εντελώς μοναδικά σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο έχουν βιώσει ποτέ. Μπορούν να ξεκινούν ημέρες, ακόμη και εβδομάδες, πριν από το θάνατο. Το πιο σημαντικό, καθώς οι άνθρωποι πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους, είναι πως η συχνότητα των οραμάτων αυξάνεται, με επίκεντρο τους αποθανόντες ανθρώπους ή τα κατοικίδια ζώα.

Είναι αυτά τα τελευταία οράματα που παρέχουν στους ασθενείς και στους οικείους τους, βαθύ νόημα και παρηγοριά.

Η τελευταία έρευνα επικεντρώνεται στη συναισθηματική αλλαγή που συχνά παρατηρείται σε ασθενείς που βιώνουν τέτοια οράματα. Η πρώτη σε αυτή τη σειρά μελετών, που δημοσιεύτηκε το 2019, μέτρησε την ψυχολογική και πνευματική ανάπτυξη μεταξύ δύο ομάδων ασθενών που νοσηλεύονταν. Εκείνων που είχαν οράματα και εκείνων που δεν είχαν. Οι ασθενείς έπρεπε να αξιολογήσουν φράσεις όπως: «Άλλαξα τις προτεραιότητές μου σχετικά με το τι είναι σημαντικό στη ζωή», ή «Έχω μια καλύτερη κατανόηση των πνευματικών θεμάτων».

Εκείνοι που βίωσαν οράματα στο τέλος της ζωής τους συμφώνησαν περισσότερο με αυτές τις φράσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα οράματα προκάλεσαν εσωτερική αλλαγή ακόμα και στο τέλος της ζωής. «Είναι η πιο αξιοσημείωτη από τις μελέτες μας», λέει ο Kerr κι εξηγεί το γιατί.

«Αναδεικνύει το παράδοξο του θανάτου, ότι ενώ υπάρχει φυσική επιδείνωση, μεγαλώνουν και βρίσκουν νόημα. Αναδεικνύει αυτό που μας λένε οι ασθενείς, ότι ξανασυνδέονται».

Η αντίφαση μεταξύ της απαίτησης της ιατρικής για αποδείξεις και της απερίγραπτης ποιότητας των εμπειριών των ασθενών, είναι κάτι στο οποίο ο Kerr αναφέρεται συχνά.

Θυμάται πόσο εντυπωσιάστηκε όταν -περίπου έναν χρόνο πριν από τη δημοσίευση της πρώτης του μελέτης- επισκέφθηκε έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον John, ο οποίος βασανιζόταν σε όλη του τη ζωή από εφιάλτες που τον πήγαιναν πίσω στις παραλίες της Νορμανδίας κατά την ημέρα της Απόβασης. Είχε συμμετάσχει σε μια αποστολή διάσωσης για να μεταφέρει τραυματισμένους στρατιώτες στην Αγγλία με πλοίο και να αφήσει πίσω όσους ήταν πολύ δύσκολο να σωθούν.

Οι εφιάλτες συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του της ζωής του, μέχρι που ονειρευόταν την απόλυσή του από τον στρατό. Σε ένα δεύτερο όραμα, ένας στρατιώτης εμφανίστηκε στον John για να του πει ότι οι σύντροφοί του σύντομα θα ερχόντουσαν να τον «πάρουν». Οι εφιάλτες τελείωσαν μετά από αυτό.

Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα όνειρο

Ο Kerr δεν κρύβει την ενόχλησή του για την ανεπάρκεια της επιστήμης, και της ίδιας της γλώσσας να συλλάβουν πλήρως τα μυστήρια του νου.

«Προσπαθούσαμε τόσο πολύ να μετρήσουμε και να δώσουμε δομή σε κάτι τόσο βαθιά πνευματικό, και στην πραγματικότητα, ήμασταν απλά θεατές, μάρτυρες», λέει. «Μοιάζει ανούσιο το να συμπληρώνεις έγγραφα όταν έχεις μπροστά σου έναν βετεράνο 90 και κάτι ετών που γυρίζει 70 χρόνια πίσω στο χρόνο, σε μια εμπειρία που δεν μπορείς καν να καταλάβεις».

Όταν ο Kerr μιλάει για την έρευνά του σε συνέδρια, οι νοσηλευτές τείνουν να γνέφουν τα κεφάλια τους με επιδοκιμασία, ενώ οι γιατροί γουρλώνουν τα μάτια τους με δυσπιστία.

Αυτός διαπιστώνει ότι οι σκεπτικιστές συχνά κατανοούν καλύτερα την έρευνα όταν παρακολουθούν μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις με ασθενείς.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό στο οπτικό υλικό που έχει συγκεντρώσει ο Kerr ήδη από τις πρώτες μέρες της έρευνάς του το 2008, δεν είναι τόσο το περιεχόμενο των οραμάτων, αλλά μάλλον η συμπεριφορά των ασθενών. «Υπάρχει απουσία φόβου», λέει ο Kerr.

Το πρόσωπο μιας έφηβης φωτίζεται καθώς περιγράφει ένα όνειρο στο οποίο αυτή και η νεκρή θεία της βρίσκονταν σε ένα κάστρο και έπαιζαν με κούκλες Barbie.

Ένας άνδρας που πεθαίνει από καρκίνο μιλάει για τη γυναίκα του, η οποία είχε πεθάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα και η οποία τον επισκέπτεται στα όνειρά του, πάντα ντυμένη στα μπλε. Τον χαιρετάει και του χαμογελάει. Αυτό είναι όλο. Αλλά εκείνη τη στιγμή, εκείνος μοιάζει να μεταφέρεται σε έναν άλλο χρόνο ή τόπο.

Ο Kerr έχει συχνά παρατηρήσει πως στο τέλος, οι ετοιμοθάνατοι χάνουν το ενδιαφέρον τους για τις δραστηριότητες που τους απασχολούσαν στη ζωή και στρέφονται προς εκείνες που αγαπούν.

Όσον αφορά το γιατί, ο Kerr μπορεί μόνο να υποθέσει.

Στο βιβλίο του του 2020, με τίτλο «Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα όνειρο», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγάπη που λαμβάνουν οι ασθενείς λίγο πριν από τον θάνατό τους, συχνά τους οδηγεί σε ένα μέρος που κάποιοι αποκαλούν διαφώτιση και άλλοι αποκαλούν Θεό.

«Ο χρόνος μοιάζει να εξαφανίζεται. Οι άνθρωποι που σε αγαπούσαν πολύ, σου πρόσφεραν ασφάλεια και συνέβαλαν στο να γίνεις αυτό που είσαι, είναι ακόμα προσβάσιμοι σε ένα πνευματικό και ψυχολογικό επίπεδο», λέει.

Αυτό ισχύει στην περίπτωση του Connor O’Neil, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 10 ετών το 2022. Όπως αποκαλύπτουν οι γονείς του, μόλις δύο ημέρες πριν από το θάνατό του, ο γιος τους φώναξε το όνομα ενός οικογενειακού φίλου που, χωρίς να το γνωρίζει το αγόρι, είχε μόλις πεθάνει.

Όταν μάλιστα η μητέρα του τον ρώτησε αν ξέρει πού βρίσκεται αυτός ο φίλος, το αγόρι της απάντησε «στον παράδεισο». Τότε ο Connor, που δεν είχε μιλήσει σχεδόν καθόλου για μέρες, ούτε μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς βοήθεια, κατάφερε να σηκωθεί και να τυλίξει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της μητέρας του. «Μαμά, σ’ αγαπώ», τής είπε.

Η έρευνα του Kerr διαπιστώνει ότι τέτοιες στιγμές, οι οποίες υπερβαίνουν τις συχνά οδυνηρές τελευταίες μέρες της ζωής κάποιου, βοηθούν γονείς και άλλους συγγενείς να θρηνήσουν ακόμα και ασύλληπτες απώλειες.

«Δεν ξέρω πού θα ήμουν χωρίς αυτό το κλείσιμο, ή αυτό το δώρο που μας δόθηκε», λέει ο πατέρας του Connor. Όπως εξηγεί ο Kerr, στην ουσία είναι η διαφορά μεταξύ του να είσαι πληγωμένος και του να νιώθεις το τραύμα σου να καταπραΰνεται.

Με πληροφορίες από New York Times