Μια γρήγορη αναζήτηση στο Διαδίκτυο για τη Fatima Whitbread θα φέρει στην οθόνη σου τα επιτεύγματα μιας πολύ επιτυχημένης αθλήτριας του ακοντισμού. Όμως πίσω από τη λάμψη των μεταλλίων και τον θρίαμβο του παγκόσμιου ρεκόρ, βρίσκεται η συγκλονιστική ιστορία της ζωής της, από τότε που ήταν ακόμη βρέφος.

Η 63χρονη σήμερα Whitbread έχει ζήσει μία συγκλονιστική ζωή, με τη δεκαετία που διανύει τώρα να έχει καθοριστεί μέχρι στιγμής από σωματικές και ψυχολογικές προκλήσεις.

Πέρυσι συμμετείχε στο reality show SAS, ενώ ανέβηκε και στο Μοντ Μπλαν. Πριν από περίπου έναν χρόνο για πρώτη φορά άρχισε να κάνει ψυχοθεραπεία (ακόμα και όταν είχε πάθει νευρικό κλονισμό στα 20 της χρόνια, άντεξε χωρίς επαγγελματική βοήθεια).

«Συνειδητοποίησα ότι τα πήγαινα θαυμάσια χωρίς αυτήν, αλλά μερικές φορές τα πράγματα πυροδοτούν και τα παιδικά χρόνια μπορεί να επιστρέψουν για να σε στοιχειώσουν», λέει.

Εγκατάλειψη, απόρριψη, κακοποίηση

Ήταν μόλις τριών μηνών όταν εγκαταλείφθηκε σε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο και ουσιαστικά αφέθηκε να πεθάνει. Αφού άκουσαν τις κραυγές της οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία, που έσπασε την πόρτα για να την σώσει. Η Whitbread έμεινε τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο, προκειμένου να αναρρώσει από τον υποσιτισμό, την αφυδάτωση και την τραγική φυσική της κατάσταση και στη συνέχεια πέρασε την παιδική της ηλικία σε ιδρύματα για παιδιά.

«Ένιωσα αυτή τη βαθιά αίσθηση απώλειας μέσα μου», λέει η ίδια μιλώντας στον Guardian. Όταν ήταν πέντε ετών, γνωρίστηκε με τη βιολογική της μητέρα, σε μια αμήχανη συνάντηση στην οποία το παιδί δεν ένιωσε καμία σύνδεση.

«Το βρήκα αρκετά ενοχλητικό, γιατί δεν ήξερα ότι είχα μαμά. Κανείς δεν αφιέρωσε ποτέ χρόνο για να μου το εξηγήσει. Και αφού δεν είχα λάβει ποτέ κάρτες γενεθλίων ή επισκέψεις, ο μόνος λογικός τρόπος που μπορούσα να το καταλάβω ήταν ότι δεν είχα πραγματική οικογένεια ή σπίτι».

Μετά τη γνωριμία με τη βιολογική της μητέρα, μεταφέρθηκε σε ένα ίδρυμα για παιδιά στο Έσσεξ, όπου ζούσαν τα δύο ετεροθαλή αδέλφια της. «Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να αναρωτιέμαι τι συνέβαινε στη ζωή μου και τι επρόκειτο να απογίνω».

Ήταν μια ζωή γεμάτη στερήσεις, σωματικές και συναισθηματικές. Δεν υπήρχε αρκετό φαγητό και είχαν ελάχιστα ρούχα. Τα παιδιά έπαιζαν σε ένα κρύο γκαράζ με τσιμεντένιο πάτωμα. Η αγάπη και η στοργή ήταν πενιχρές. Την εγκατέλειπαν ξανά και ξανά. Περιστασιακά, η βιολογική της μητέρα ερχόταν για να πάρει τα ετεροθαλή αδέλφια της στο σπίτι για μια επίσκεψη, αλλά όχι την ίδια. Μια φορά, η γυναίκα (η Whitbread την αποκαλεί «η βιολογική μητέρα» και ποτέ «η βιολογική μου μητέρα») -μια Τουρκοκύπρια που δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου αγγλικά- την πήρε μεν στο σπίτι, αλλά άλλαξε γνώμη και την έστειλε πίσω στο ίδρυμα.

Ο βιολογικός πατέρας της, ένας Ελληνοκύπριος, εμφανίστηκε επίσης κάποια στιγμή. Πέρασε μια εβδομάδα μαζί του, τής υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε να την παραλάβει ξανά το επόμενο Σαββατοκύριακο, αλλά δεν εμφανίστηκε. «Καθόμουν στον μπροστινό τοίχο για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο», λέει. «Το δεύτερο Σαββατοκύριακο, έκανα το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι αυτό με ράγισε, συναισθηματικά. Ύψωσα τείχη γύρω μου για να νιώσω ασφάλεια».

Το μόνο άτομο που έδειξε αγάπη στη Whitbread ήταν μια γυναίκα που εργαζόταν στο ίδρυμα, γνωστή ως θεία Rae. Ήταν εκείνη που εμπόδισε τη βιολογική μητέρα της Whitbread, η οποία έφτασε μια μέρα με τρεις άνδρες, να την πάρει από το ίδρυμα.

Οι υποψίες της Rae αποδείχθηκαν τρομακτικά αληθινές. Αργότερα, όταν η βιολογική της μητέρα μπόρεσε να την πάρει για λίγο στο Λονδίνο, η 11χρονη Whitbread βιάστηκε από έναν άνδρα που έμενε στο διαμέρισμα. Επέστρεψε στο ίδρυμα τραυματισμένη. Αρνούνταν να πάει στο σχολείο.

«Απλώς αποσύρθηκα. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, ένιωθα ντροπή, βρομιά». Τελικά, είπε στην Rae τι είχε συμβεί. Αλλά δεν έγινε τίποτα (παραπέμφθηκε σε παιδοψυχολόγο για μερικές εβδομάδες). «Απίστευτο αυτό που συνέβαινε τότε. Ποτέ δεν σε έπαιρναν στα σοβαρά. Είχαμε έναν κοινωνικό λειτουργό και του μιλούσα γι’ αυτό. Τίποτα δεν έγινε ποτέ. Κανείς δεν έδινε σημασία στα παιδιά».

Είναι θυμωμένη με το σύστημα που την απογοήτευσε τόσο θεαματικά; «Λοιπόν, αυτό με κάνει…» Κάνει μια παύση. «Ακόμα και σήμερα, κάποιες από τις τρελές πολιτικές – η εκδίωξη των παιδιών (από τις δομές πρόνοιας) στα 16 είναι αποτρόπαια. Ο γιος μου ζει ακόμα στο σπίτι- είναι 25 ετών. Στα 16, πρόκειται για ευάλωτα παιδιά», λέει.

«Για πολλά νέα παιδιά, η ιστορία αρχίζει να επαναλαμβάνεται: αρχίζουν να μπλέκουν σε μπελάδες ή να παρανομούν και αυτό κοστίζει στο κράτος πολύ περισσότερο. Αυτά τα νεαρά παιδιά χρειάζονται αυτή την υποστήριξη, γιατί μόλις βγουν εκεί έξω γίνονται εύκολα θύματα εκμετάλλευσης. Είναι ακόμα παιδιά», τονίζει και εκφράζει την ανησυχία της για την κρίση του κόστους ζωής, την ανισότητα και τη φτώχεια. «Τα παιδιά είναι αυτά που υφίστανται τη ζημιά», λέει.

Ο αθλητισμός έγινε σανίδα σωτηρίας

Ο αθλητισμός την έσωσε, λέει. «Μου έδωσε μια αίσθηση ελευθερίας, καθώς ξεχνούσα όλα τα προβλήματα που συνέβαιναν στο ίδρυμα και τη ζωή που ζούσαμε. Μου έδωσε μια αίσθηση επιτυχίας, ότι υπήρχε κάτι στο οποίο ήμουν καλή. Πήρα επιβεβαίωση από τους καθηγητές φυσικής αγωγής και τους φίλους μου στο σχολείο και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η ζωή ήταν λίγο πιο θετική. Συνειδητοποίησα ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η διέξοδος μου».

Η Whitbread έγινε αρχηγός του σχολικού netball (ομαδικό σπορ που μοιάζει με το μπάσκετ) και άρχισε να πηγαίνει σε έναν τοπικό σύλλογο στίβου. Η προπονήτρια του ακοντισμού, Margaret Whitbread, αναγνώρισε το ταλέντο της.

Όταν έμαθε ότι η μικρή Fatima ζούσε σε ίδρυμα για παιδιά, τής έδωσε μερικά μεταχειρισμένα παπούτσια και ένα ακόντιο. Όταν η Fatima ήταν τιμωρημένη για ένα μήνα, κατάφερε να στείλει ένα σημείωμα στη Margaret, φοβούμενη ότι η προπονήτρια θα νόμιζε ότι είχε φύγει.

Έγραψε ότι ήλπιζε πως θα τη δεχόταν πίσω και ότι σκόπευε να γίνει η καλύτερη ακοντίστρια στον κόσμο. «Ήταν η αρχή ενός ονείρου», θυμάται η Whitbread.

Η Μάργκαρετ και ο σύζυγός της έγιναν ανάδοχοι της Whitbread, η οποία άλλαξε το επώνυμό της, Vedad, με συμβολαιογραφική πράξη.

Στα 14 της, απέκτησε τελικά οικογένεια, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι δύο νεαροί γιοι των Whitbreads. «Αυτό ήταν καταπληκτικό, το καλύτερο πράγμα που συνέβη, το να γίνω μέλος μιας οικογένειας, κάτι που πάντα ήθελα», λέει. «Δεν ήταν απλό, γιατί όλες οι οικογένειες έχουν τα προβλήματά τους. Τόσο ως μαμά και κόρη όσο και ως αθλήτρια και προπονήτρια, τα καταφέραμε με κάποιο τρόπο – και κατακτήσαμε τον κόσμο».

Η Whitbread άρχισε να προπονείται σκληρά. «Άρχισα να αναλαμβάνω μεγαλύτερη ευθύνη για τον εαυτό μου», λέει. «Έχεις ένα σωρό ανθρώπους που σε βοηθούν, αλλά εγώ πρέπει να βγαίνω στις 5 το πρωί, να κατεβαίνω στο γυμναστήριο, να προπονούμαι τρεις φορές την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα». Θυμάται πως προπονούνταν σε ένα ξύλινο υπόστεγο στο βάθος του κήπου ενός οικογενειακού φίλου και χαμογελάει μιλώντας για το πόσο διαφορετικές είναι οι εγκαταστάσεις τώρα.

Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1979, η Whitbread στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στις νεάνιδες – έγινε η πρώτη Βρετανίδα που κατέκτησε τον τίτλο.

Με ύψος μικρότερο από 1,65 μέτρα, δεν είχε το ανάστημα μιας πρωταθλήτριας ακοντισμού, αλλά ό,τι της έλειπε από την εμβέλεια το αναπλήρωνε με την αποφασιστικότητά της: «Είχα ελάχιστα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τα λάθη, οπότε έπρεπε να δουλέψω εξαιρετικά σκληρά στην ανάλυση των τεχνικών όλων και να βρω την καλύτερη για μένα».

Τι την έκανε την καλύτερη ακοντίστρια; «Νομίζω ότι η εσωτερική δύναμη που ανέπτυξα ως παιδί. Αν με ρωτούσατε αν θα άλλαζα κάτι στη ζωή μου, θα έλεγα όχι, γιατί αυτό δημιούργησε αυτό που είμαι. Είχα ατσάλινη εσωτερική δύναμη και την αίσθηση της αποφασιστικότητας να πετύχω εξαιτίας της παιδικής μου ηλικίας. Πιθανόν να μην το είχα αυτό διαφορετικά».

Η Whitbread έκανε μια απίστευτη καριέρα – ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης και κόσμου και κέρδισε χάλκινο και αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 και του 1988 αντίστοιχα. Το 1986 κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ με βολή 77.44μ. «Αυτή ήταν μια μνημειώδης εμπειρία», λέει η Whitbread. Καθώς άφηνε τον ακοντισμό, ήξερε ότι ήταν μια καλή βολή. «Οι ατελείωτες ώρες δουλειάς που αφιερώνεις, προκειμένου να κάνεις τα πάντα να κάνουν κλικ τη σωστή στιγμή τη σωστή μέρα …»

Οι άνθρωποι της είπαν ότι ήταν λάθος μέρα – ήταν ο προκριματικός γύρος για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, οπότε έπρεπε να επιστρέψει και να το ξανακάνει. «Απλά σκέφτηκα: Θα δώσω το 100% και θα δω τι θα συμβεί. Δεν επέτρεψα ποτέ σε όλες αυτές τις κουβέντες να μπουν εκεί μέσα», λέει δείχνοντας το κεφάλι της. «Κράτησα τη νοοτροπία μου συγκεντρωμένη». Δεν κατάφερε να σπάσει το δικό της ρεκόρ, αλλά έριξε αρκετά καλά για να πάρει το χρυσό.

Πολύς λόγος έγινε για την κόντρα της με την άλλη Βρετανίδα πρωταθλήτρια στο ακόντιο, την Tessa Sanderson, η οποία κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 (η Whitbread πήρε το χάλκινο μετάλλιο).

«Μεταξύ μας, πετύχαμε ό,τι μπορούσαμε σε ένα αγώνισμα. Αυτό είναι ένα αρκετά εκπληκτικό επίτευγμα για μια χώρα που δεν ήταν γνωστή για τα αγωνίσματα αυτά, οπότε η Tessa και εγώ σηκώσαμε πραγματικά αυτή τη σημαία».

Η αντιπαλότητα ήταν πραγματική – αν και η Whitbread λέει ότι η κύρια αντίπαλός της ήταν η Petra Felke από την Ανατολική Γερμανία. Η Sanderson, η οποία είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη, ήταν το είδωλο της Whitbread. Η Whitbread λέει ότι θα ήθελε να ήταν φίλη της.

Η Whitbread είχε να αντιμετωπίσει και τα σχόλια στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τη μυώδη σωματική της διάπλαση. Την ενδιέφερε αυτό; «Είναι εργαλεία για τη δουλειά», λέει για το σώμα της. Αν ήταν ψηλότερη, ίσως οι μύες της να μην ήταν τόσο εμφανείς, αλλά ήταν «κοντόχοντρη», λέει γελώντας. «Αλλά δεν με ένοιαζε, γιατί αγαπούσα αυτό που έκανα και αυτό ήταν που χρειαζόταν για να πετύχω. Δεν έδωσα σημασία- ήμουν απλώς περήφανη για το εργασιακό μου ήθος. Αλλά μερικές φορές μπορούσαν να είναι αγενείς».

Η επιτυχία έφερε ξανά το τραύμα στην επιφάνεια

Πηγή: X@@FatimaWh1tbread

Η επιτυχία της έφερε φήμη, αλλά και εισβολή στην προσωπική της ζωή. Οι tabloids βρήκαν τη βιολογική της μητέρα. Το τραύμα επανήλθε στην επιφάνεια. «Με ανάγκασε να πω την ιστορία μου. Αυτό ήταν πραγματικά η αρχή της κατάρρευσης της αθλητικής μου καριέρας, γιατί με οδήγησε σε σωματική και ψυχική κατάρρευση».

Ενώ προπονούνταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, έγραφε επίσης ένα βιβλίο για την παιδική της ηλικία, για να προσπαθήσει να αποκτήσει τον έλεγχο της ιστορίας της. «Ήταν απαίσιο. Δεν έπρεπε να πάω σε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά κατάφερα να επιστρατεύσω όλα μου τα αποθέματα και να φύγω με το ασημένιο μετάλλιο».

Κατά την προετοιμασία, όταν θα έπρεπε να προπονείται σκληρά, έχασε «κάθε αίσθηση του χρόνου. Η αναβλητικότητά μου ήταν τρομερή. Όταν έριχνα, ήταν παντού – 30 μέτρα, 40 μέτρα, 70 μέτρα».

Ένας τραυματισμός στον ώμο, που έγινε χειρότερος από την αδυναμία της Whitbread να προπονηθεί σωστά, τερμάτισε επίσημα την καριέρα της το 1992. «Ήταν μια μεγάλη απώλεια. Για τρία ή τέσσερα χρόνια μετά από αυτό, όταν πήγαινα σε πρωταθλήματα, παρακολουθούσα με θλίψη, γιατί πιθανώς θα ήμουν ακόμα εκεί έξω και θα κέρδιζα».

Ήθελε περισσότερα χρυσά μετάλλια, συμπεριλαμβανομένου ενός Ολυμπιακού, και είχε στόχο να ρίξει πάνω από 80 μέτρα: «Νομίζω ότι θα μπορούσα να τα είχα καταφέρει». Αλλά δεν ήταν για τα μετάλλια, λέει. «Η αίσθηση της απώλειας, της ταυτότητας και του σκοπού, και στη συνέχεια να πρέπει να ανακαλύψεις ξανά τον εαυτό σου σε κάτι που γεμίζει αυτό το κενό και το πάθος που είχες, είναι πολύ δύσκολο». Πήγε στο αθλητικό μάρκετινγκ και ασχολήθηκε με την προπόνηση και την ανάπτυξη.

Ο γάμος, η μητρότητα, τα χρέη και τα reality

Το 1997 παντρεύτηκε τον Andy Norman, έναν αμφιλεγόμενο διαφημιστή των αγώνων στίβου, με τον οποίο απέκτησε ένα χρόνο αργότερα έναν γιο, τον Ryan.

(Ο Νόρμαν είχε εμπλακεί από τον ιατροδικαστή στην αυτοκτονία του Cliff Temple το 1994, ενός δημοσιογράφου των Sunday Times, ο οποίος ερευνούσε τη συμπεριφορά του Norman ως υπεύθυνου προώθησης της Βρετανικής Ομοσπονδίας Στίβου).

Μετά την τραυματική παιδική της ηλικία, ήταν αποφασισμένη ότι η παιδική ηλικία του γιου της θα ήταν διαφορετική. «Ένιωθα ότι θα ήμουν καλή μητέρα», λέει. «Πίστευα στον εαυτό μου. Ήταν σημαντικό για μένα να μπορέσω να αποδείξω ότι μπορούσα να είμαι καλή μαμά και να σπάσω το καλούπι των όσων είχα περάσει».

Εκείνη και ο Norman είχαν βιώσει χρόνια υπογονιμότητας, ακολουθούμενα από μια αποβολή, πριν γεννηθεί ο γιος τους μέσω ενός τρίτου κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Ο Norman την εγκατέλειψε για μια άλλη αθλήτρια όταν ο Ryan ήταν μικρός, αν και με την Whitbread κατάφεραν να παραμείνουν κοντά. Στη συνέχεια, το 2007, πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας την Whitbread να μεγαλώσει μόνη της τον Ryan.

Συν τοις άλλοις, προέκυψε ότι ο Norman είχε πάρει δάνεια, εν μέρει στο όνομα της Whitbread, τα οποία την χρέωσαν με δεκάδες χιλιάδες λίρες. Αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι της οικογένειας. Οι αμοιβές από τα τηλεοπτικά reality στα οποία συμμετείχε την κράτησαν όρθια και τη βοήθησαν να ξαναφτιάξει το προφίλ της.

Όσο μεγαλώνει, λέει, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί ότι «η ζωή έχει να κάνει με το να απορροφάς τα καλά και τα κακά, να μαθαίνεις και από τα δύο και να συνεχίζεις να προχωράς μπροστά».

Έκανε μια επιλογή, να μην αισθάνεται θυμό ή πικρία. «Αυτό κάνει ζημιά μόνο στον εαυτό σου. Θολώνει το όραμά σου, δεν σου επιτρέπει να προοδεύσεις. Όταν επιστρέφω και μιλάω στην πεντάχρονη ή στην 11χρονη Fatima, την παίρνω από το χέρι και της λέω: μην ανησυχείς, τώρα σε έχω», λέει.

Με πληροροφίες από Guardian, BBC, Fatimas Campaign, Olympics, Action for children