icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η οικονομική ανάπτυξη έχει ελάχιστα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και δυστυχώς όχι αρκετά για να απομακρυνθεί η χώρα από την τελευταία θέση της λίστας με τους φτωχότερους πολίτες στην Ευρωζώνη

Παρά το «θαύμα» οικονομικής ανάκαμψης που έχει καταγράψει τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παραμένει μία από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ. Το ελληνικό αυτό παράδοξο εξετάζουν οι Financial Times, οι οποίοι με ένα κείμενο ανάλυσης για τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας, παραθέτουν στοιχεία που αποδομούν το success story της ελληνικής οικονομίας.

Την περασμένη εβδομάδα, ο οίκος αξιολόγησης S&P έπλεξε το εγκώμιο της χώρας, καθώς αναθεώρησε τις προοπτικές της Ελλάδας σε «θετικές», καθώς η κυβέρνηση υιοθέτησε «μία δέσμη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ευρείας εμβέλειας για την αντιμετώπιση μακροχρόνιων προβληματικών σημείων», ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και καταλήγοντας σε πτώση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ.

Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την προσδοκία των αγορών ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να προκαλεί μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπερβαίνει τις επιδόσεις των ομοτίμων της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Πράγματι, νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat τη Δευτέρα έδειξαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023.

Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023, την ώρα που στη Γερμανία καταγράφεται συρρίκνωση κατά 0,3%.

Από το 2019, πριν από την πανδημία, η χώρα αναπτύχθηκε με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης. Την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2%, ενώ φέτος αναμένεται να ξεπεράσει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της νομισματικής ένωσης για τα επόμενα δύο χρόνια.

Οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης του τουρισμού, οι οποίοι συμβαδίζουν με τη βελτίωση στην αγορά εργασίας και την αύξηση της κατανάλωσης, βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιο ισχύει και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών.

Όπως είπε στους Financial Times ο Guillaume Derrien, οικονομολόγος της BNP Paribas στο FTAV: «Η ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα και η έντονη δημοσιονομική εξυγίανση καθιστούν την Ελλάδα πολύ πιο ελκυστική χώρα για επενδύσεις από ό,τι στο παρελθόν».

Έλληνες, οι φτωχότεροι στην Ευρωζώνη

Παρόλα αυτά, η οικονομική ανάκαμψη έχει ελάχιστα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια, και δυστυχώς όχι αρκετά για να απομακρυνθεί η χώρα από την τελευταία θέση, με τους φτωχότερους κατοίκους στην Ευρωζώνη.

Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, αυτή η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη για την Ελλάδα, η οποία μέχρι το 2009, είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Έκτοτε, σε 10 χώρες το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε πάνω από εκείνο της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και η φτωχότερη στη νομισματική ένωση.

«Καθώς το χάσμα με τη Βουλγαρία μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ», γράφει το δημοσίευμα.

Οικονομική ανάπτυξη και φτώχεια;

Πώς συμβαδίζει όμως η οικονομική ανάκαμψη με τη φτώχεια; Η απάντηση βρίσκεται στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες μειώθηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας οικονομικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με αποτέλεσμα να κατεδαφιστεί η οικονομία. Η οικονομική καταστροφή ήταν τεράστια σε καιρό ειρήνης σε μία χώρα.

Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, σχεδόν στο 30%.

Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα κατά περίπου 19% μικρότερη από ό,τι ήταν το 2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία – ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.

Το οικονομικό χτύπημα είναι σχεδόν πρωτοφανές στη σύγχρονη εποχή, συγκρίσιμο μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, σημειώνει ο Γιώργος Λαγκαρίας επικεφαλής οικονομολόγος της Mazars Wealth Management. Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, το πιο πρόσφατο έτος με διαθέσιμα στοιχεία στη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, και υπολείπονται κατά 30% από τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Ο κατασκευαστικός τομέας – σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση – έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης του 2008, έχουν έκτοτε κατρακυλήσει στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.

Η Ελλάδα έχει πλέον ένα λιγότερο ανισόρροπο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, ωστόσο η μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας δεν έχει ακόμη εξισορροπηθεί πλήρως από την επέκταση σε νέους τομείς.

Ανησυχία για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές

Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ο κ. Λαγκαριάς υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη με περιορισμένη μόχλευση, όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας, θα παραμείνει υποτονική και προβλέπει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια «επίμονων μεταρρυθμίσεων» για να επιστρέψει η Ελλάδα στο σημείο που βρισκόταν το 2007. Οι χαμηλές επενδύσεις και η υποτονική παραγωγικότητα συνεχίζουν επίσης να περιορίζουν τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, σύμφωνα με τον Derrien.

Στην τελευταία του έκθεση, το ΔΝΤ αναφέρει επίσης τον επερχόμενο κίνδυνο για την κλιματική αλλαγή, καθώς το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας και το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σε υψηλούς κλιματικούς κινδύνους.

Την ίδια στιγμή, οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν σε χαμηλό 90 ετών το 2022, αυξάνοντας τα ποσοστά των ηλικιωμένων και τη συνολική συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, ενώ πολλοί νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα κάθε χρόνο.

Με πληροφορίες από Financial Times