icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Με την κλιματική κρίση να επηρεάζει και τη διατροφική αξία των τροφίμων, μία νέα αμφιλεγόμενη πρακτική έρχεται να δώσει λύσεις

Το 2004, μία ανησυχητική ανακάλυψη ήρθε στο φως από τον Donald Davis και άλλους επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Τέξας: 43 τρόφιμα – κυρίως λαχανικά – παρουσίασαν σημαντική μείωση των θρεπτικών συστατικών στα μέσα με τέλη του 20ου αιώνα.

Συγκεκριμένα, το ασβέστιο στα πράσινα φασόλια μειώθηκε από 65 σε 37mg, τα επίπεδα βιταμίνης Α έπεσαν σχεδόν στο μισό στα σπαράγγια, ενώ τα κοτσάνια του μπρόκολου άρχισαν να περιέχουν λιγότερο σίδηρο.

Έρευνες που ακολούθησαν ανέφεραν παρόμοια αποτελέσματα, επιβεβαιώνοντας τη μείωση της θρεπτικής αξίας σε ορισμένες βασικές καλλιέργειες.

Ταυτόχρονα, τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα μείωσαν την περιεκτικότητά σε πρωτεΐνες, σίδηρο και ψευδάργυρο στο ρύζι, σύμφωνα με μελέτη του 2018.

Η βιοενίσχυση

Με τους επιστήμονες να δείχνουν ως υπαίτια – και σε αυτή την περίπτωση – την κλιματική κρίση, η εφαρμογή μίας πρακτικής που ονομάζεται βιοενίσχυση κρίθηκε αναγκαία. Πρόκειται για μία διαδικασία που επιτρέπει την αναπλήρωση των χαμένων θρεπτικών συστατικών ή εκείνων που τα τρόφιμα δεν είχαν ποτέ εξαρχής.

Η βιοενίσχυση περιλαμβάνει πολλαπλές τεχνολογίες. Έχει, για παράδειγμα, να κάνει με τη γενετική τροποποίηση μίας καλλιέργειας για την αύξηση του θρεπτικού της περιεχομένου.

Σε άλλη περίπτωση, η αγρονομική βιοενίσχυση χρησιμοποιεί λιπάσματα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά ή εδαφοβελτιωτικά για τη συγκέντρωση συγκεκριμένων ανόργανων συστατικών στα φυτά.

Επιπλέον, η επιλεκτική αναπαραγωγή φυτών μπορεί να παράγει νέες ποικιλίες – αν και χρειάζεται ενδεχομένως μία δεκαετία ή και περισσότερο για να προκύψει αποτέλεσμα.

Η επισιτιστική κρίση αναζητά άμεσες λύσεις

Η βιοενίσχυση ήρθε να καλύψει τα κενά του «εμπλουτισμού» τροφίμων. Ο τελευταίος αποτελεί μέρος του βιομηχανικού συστήματος τροφίμων των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1920, όταν η χώρα άρχισε να ενισχύει το επιτραπέζιο αλάτι με ιώδιο για να μειώσει τις περιπτώσεις που σχετίζονται με την ανεπάρκεια ανόργανων συστατικών.

Σε αντίθεση με τον εμπλουτισμό, ο οποίος προσθέτει τα θρεπτικά συστατικά στα τρόφιμα, η βιοενίσχυση τοποθετεί τις θρεπτικές ουσίες απευθείας στον σπόρο,

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Συμβουλευτική Ομάδα για τη Διεθνή Γεωργική Έρευνα (CGIAR) έχουν θέσει την ανάπτυξη βιοενισχυμένων με θρεπτικά συστατικά καλλιεργειών ως έναν από τους κύριους στόχους τους για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης.

Βιοενισχυμένα τρόφιμα

«Λόγω της κλιματικής αλλαγής, ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος έχουν μειωθεί κατά 30-40% εξαιτίας των υπερβολικών βροχοπτώσεων, του ψύχους και των φυσικών καταστροφών», αναφέρει ο Prateek Uniyal, επικεφαλής του προγράμματος στο Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Επισιτιστική Πολιτική (IFPRI).

Ο HarvestPlus, ένας οργανισμός που υπάγεται στο IFPRI, συνεργάζεται με κυβερνήσεις σε περισσότερες από 30 χώρες. Οι βιοενισχυμένες ποικιλίες του έχουν χρησιμοποιηθεί από σχεδόν 100 εκατομμύρια αγρότες σε όλο τον κόσμο, κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Ο οργανισμός, μάλιστα, εκτιμά πως μέχρι το 2030, ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι θα επωφελούνται από τα βιοενισχυμένα τρόφιμα.

«Προσπαθούμε να φέρουμε την επανάσταση στα συστήματα βασικών τροφίμων», λέει η Jenny Walton, επικεφαλής της εμπορικής αξιοποίησης και κλιμάκωσης του HarvestPlus.

Οι αντιδράσεις

Παρόλο που ο υποσιτισμός του πληθυσμού σε πολλές χώρες καταδεικνύει την επείγουσα ανάγκη αύξησης της θρεπτικής πυκνότητας των καλλιεργειών σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Benjamin Cohen, καθηγητής περιβαλλοντικών σπουδών στο Lafayette College, επισημαίνει ότι η βιοενίσχυση είναι απλώς ένα «τσιρότο» και όχι η λύση του προβλήματος.

Οι ενστάσεις του έχουν να κάνουν κυρίως με τους χρηματοδότες που επιλέγουν να επενδύουν στη βιοενίσχυση αντί να υποστηρίξουν πιο ανθεκτικά μοντέλα καλλιέργειας μικρότερης, ωστόσο, κλίμακας.

«Η προώθηση της βιοενίσχυσης υποδηλώνει την επίλυση ενός προβλήματος που δεν θα έπρεπε να υφίσταται αν δεν υπήρχε η γεωργία μεγάλης κλίμακας. […] Είναι πιθανό αυτές οι γεωργικές διαδικασίες να εδραιωθούν περαιτέρω εξαιτίας της βιοενίσχυσης», αναφέρει ο καθηγητής.

Αλλαγές στον πληθυσμό

Ο HarvestPlus εργάζεται αποκλειστικά με βασικές καλλιέργειες και τις αναπτύσσει ώστε να περιέχουν υψηλότερες ποσότητες βιταμίνης Α, σιδήρου και ψευδαργύρου, τρία μικροθρεπτικά συστατικά που ο ΠΟΥ έχει προσδιορίσει ως τα πιο ελλειμματικά στις διατροφές παγκοσμίως.

Αυτή η προσέγγιση σημαίνει πως, σε μέρη όπως το Πακιστάν, όπου οι άνθρωποι στηρίζονται στο σιτάρι, ο εμπλουτισμός του θα μπορούσε να επιφέρει αλλαγές σε επίπεδο πληθυσμού. Ο οργανισμός έχει ήδη κυκλοφορήσει 400 ποικιλίες βασικών καλλιεργειών.

Υπάρχουν όμως και ανησυχίες ότι τα θρεπτικά συστατικά χάνονται σε ευρύτερη κλίμακα από αυτή που μπορεί να αντικαταστήσει η βιοενίσχυση.

Κρατικές επιδοτήσεις

Ένα σημαντικό πρόβλημα με τη βιοενίσχυση είναι ότι επικεντρώνεται σε ένα ή ενδεχομένως δύο θρεπτικά συστατικά ανά φυτό, «ενώ η μείωση των θρεπτικών συστατικών τείνει να επηρεάζει πολλά θρεπτικά συστατικά ταυτόχρονα», αναφέρει ο Davis, ο οποίος ηγήθηκε της αρχικής μελέτης (2004) του Πανεπιστημίου του Τέξας που κατέδειξε τη μείωση της θρεπτικής αξίας των καλλιεργειών.

Ταυτόχρονα, υπάρχει και το εμπόδιο της προσβασιμότητας. Ο Walton υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ακόμη συνεχής προμήθεια βιοενισχυμένων σπόρων.

Στόχος του HarvestPlus είναι, σε μερικά χρόνια, οι βιοενισχυμένοι σπόροι να κοστίζουν λιγότερο από τους παραδοσιακούς. Ωστόσο, το μειωμένο κόστος εξαρτάται από τις κρατικές επιδοτήσεις.

Για παράδειγμα, η Ινδία συνεργάστηκε με τον HarvestPlus για να διαθέσει βιοενισχυμένα τρόφιμα σε παιδιά, σε μια χώρα με υψηλό ποσοστό υποσιτισμού που εμποδίζει την ανάπτυξή τους.

Μήπως υπάρχουν άλλες λύσεις;

Το κυβερνητικό μοντέλο συνεργασίας μπορεί να αποδώσει σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος όπου παρατηρείται υποσιτισμός του πληθυσμού και οι επιχειρήσεις συνεργάζονται απευθείας με τους μικροκαλλιεργητές.

Δεδομένου ότι οι τελευταίοι καλλιεργούν βιοενισχυμένες ποικιλίες, αλλά όχι σε βιομηχανική κλίμακα, η μέχρι στιγμής προμήθεια σπόρων επαρκεί σε αυτές τις περιπτώσεις.

Ωστόσο, ο Cohen θεωρεί πως οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούν εύκολα να αντισταθούν σε πολιτικές που επιβάλλονται από τις πιο ισχυρές χώρες.

Για παράδειγμα, παρόλο που το βιοενισχυμένο χρυσό ρύζι καλλιεργήθηκε για να αντιμετωπισθεί η έλλειψη βιταμίνης Α, ο καθηγητής υποστηρίζει πως η στρατηγική αυτή υιοθετεί «τεχνικές λύσεις» σε προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν με άλλους τρόπους.

Έτσι, ο καθηγητής θεωρεί πως αν οι αγρότες στις αναπτυσσόμενες χώρες καλλιεργούσαν διάφορα φρούτα, λαχανικά και σιτηρά που περιέχουν τις βιταμίνες που λείπουν από έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, ουσιαστικά θα μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο διατροφικό αποτέλεσμα.

«Τα ισχυρά έθνη υπαγόρευσαν τη μορφή των διατροφικών συστημάτων σε άλλες χώρες, αφήνοντάς τες ουσιαστικά υποσιτισμένες, και τώρα, επειδή οι χώρες αυτές δεν έχουν αρκετή δύναμη για να διαμορφώσουν τις πολιτικές τους στην παγκόσμια αγορά», τα ίδια ισχυρά έθνη επιστρέφουν για να παρέμβουν και πάλι στα διατροφικά τους συστήματα, καταλήγει ο Cohen.

Με πληροφορίες από Guardian