icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Δεν είναι λίγες οι επιστημονικές φωνές που ελπίζουν πως η κατανόηση του θανάτου μπορεί να βοηθήσει να αντιστραφεί

«Ο θάνατος ουδέν προς ημάς· το γαρ διαλυθέν αναισθητεί· το δ’ αναισθητούν ουδέν προς ημάς», δίδασκε ο Επίκουρος και εννοούσε πως ο θάνατος δεν πρέπει να απασχολεί τους ανθρώπους, γιατί αυτό που αποσυντίθεται δεν έχει αισθήσεις, και ό,τι δεν έχει αισθήσεις, δεν είναι τίποτα για τους ανθρώπους.

H Jimo Borjigin, καθηγήτρια νευρολογίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, σίγουρα δεν άκουσε τα όσα είχε να πει ο Επίκουρος, αφιερώνοντας τη μελέτη της σε αυτό το θέμα που τόσο απασχολεί τόσο τους επιστήμονες, όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, που αναρωτιούνται τι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν πεθαίνουν.

Έτσι, η Borjigin επέλεξε να εμπεριστατώσει τις έρευνές της στις επιθανάτιες εμπειρίες, έχοντας διαβάσει για επιζώντες από καρδιακή ανακοπή που «ταξίδεψαν» στο άγνωστο για αρκετή ώρα μέχρι να έρθουν πίσω στην ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί περιέγραψαν πως έφυγαν από το σώμα τους για να ακολουθήσουν πηγές φωτός, όπου τους υποδέχονταν νεκροί συγγενείς. Άλλοι, μίλησαν για μια νέα κατανόηση της ζωής τους ή για συναντήσεις με όντα βαθιάς καλοσύνης.

Η Borjigin δεν πίστευε ότι το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών ήταν αληθινό, επειδή δεν πίστευε ότι οι ψυχές των ετοιμοθάνατων ανθρώπων ταξίδευαν πράγματι σε έναν άλλο κόσμο. Υποψιαζόταν, όμως, πως πράγματι κάτι συνέβαινε στον εγκέφαλο αυτών των ασθενών.

Μέσα στο δικό της εργαστήριο, η επιστήμονας είχε ανακαλύψει πως οι αρουραίοι υφίστανται καταιγισμό νευροδιαβιβαστών, συμπεριλαμβανομένων της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης, μόλις η καρδιά τους σταματήσει και το οξυγόνο εκλείψει από τον εγκέφαλό τους. Αναρωτήθηκε, τότε, εάν οι επιθανάτιες εμπειρίες των ανθρώπων μπορεί να πηγάζουν από ένα παρόμοιο φαινόμενο με τους αρουραίους και αν αυτό συνέβαινε και σε εκείνους που δεν ήταν δυνατόν να αναζωογονηθούν.

«Το να πεθαίνεις είναι ένα τόσο ουσιαστικό μέρος της ζωής», είπε η επιστήμονας, «αλλά δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα για τον εγκέφαλο που πεθαίνει». Αποφάσισε λοιπόν να καταλάβει τι συνέβαινε στο εσωτερικό των ανθρώπινων εγκεφάλων των όσων πέθαναν στη μονάδα νευροεντατικής θεραπείας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο ασθενής Ένα.

Ξεπερνώντας το αδιέξοδο

Όταν η Borjigin ξεκίνησε να ερευνά τον ασθενή Ένα, η επιστημονική κατανόηση του θανάτου είχε φτάσει σε αδιέξοδο.

Ήδη από την δεκαετία του 1960, η αναζωογόνηση των ασθενών έχει βοηθήσει να κρατηθούν στην ζωή άνθρωποι που διαφορετικά θα είχαν πεθάνει. Περίπου το 10% με 20% των ασθενών αυτών επανήλθαν στην ζωή έχοντας να πουν μια ιστορία από την εμπειρία τους, σύμφωνα με την οποία ένιωθαν την ψυχή τους να φεύγει από το σώμα τους. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτες, ένας στους δέκα ανθρώπους ισχυρίζεται πως βίωσε επιθανάτια εμπειρία. Θεωρητικά, αυτό σημαίνει πως γύρω στους 800 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πιθανώς πάρει μια «γεύση» από τη μετά θάνατον ζωή.

Οι ιστορίες που μετέφεραν οι ασθενείς από τα άδυτα μονοπάτια του θανάτου που βάδισαν παρουσίαζαν συνέπεια. Έτσι, ορισμένοι επιστήμονες άρχισαν να βλέπουν κάποια αλήθεια σε αυτές. Στη δεκαετία του 1970, ένα μικρό δίκτυο καρδιολόγων, ψυχιάτρων, ιατρικών κοινωνιολόγων και κοινωνικών ψυχολόγων στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη άρχισε να ερευνά αν οι εμπειρίες κοντά στο θάνατο αποδείκνυαν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ύπαρξης και ότι η συνείδηση μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο.

Στα επόμενα 30 χρόνια, οι ερευνητές συνέλεξαν χιλιάδες αναφορές ανθρώπων που είχαν βιώσει επιθανάτιες εμπειρίες. Εν τω μεταξύ, οι νέες τεχνολογίες και τεχνικές βοηθούσαν τους γιατρούς να επαναφέρουν στην ζωή όλο και περισσότερους ανθρώπους που, σε προηγούμενες περιόδους της ιστορίας, θα ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα πέθαιναν.

Στα πρόθυρα μεγάλων ανακαλύψεων

Η Borjigin μαζί με αρκετούς συναδέλφους της, πριν μερικά χρόνια έριξαν την πρώτη προσεκτική ματιά στην καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο της ασθενούς Ένα, όταν την έβγαλαν από την μηχανική υποστήριξη.

Αυτό που διαπίστωσαν ήταν εντελώς απροσδόκητο και έχει την δυνατότητα να ξαναγράψει από την αρχή όλα όσα ξέρουμε για τον θάνατο.

«Αυτό που βρήκαμε είναι μόνο η κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου»,περιέγραψε η επιστήμονας. «Αυτό που βρίσκεται ακόμη κάτω από την επιφάνεια είναι μια πλήρης περιγραφή του πώς πραγματικά λαμβάνει χώρα ο θάνατος. Γιατί κάτι συμβαίνει εκεί μέσα, στον εγκέφαλο, που δεν βγάζει νόημα».

Σήμερα, η αίσθηση που κυριαρχεί ανάμεσα στους ερευνητές που μελετούν τον θάνατο, είναι πως η επιστήμη βρίσκεται στα πρόθυρα μεγάλων ανακαλύψεων. Η Charlotte Martial, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο, η οποία έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες φυσικαλιστικές εργασίες σχετικά με τις επιθανάτιες εμπειρίες, ελπίζει ότι σύντομα θα αναπτυχθεί μια νέα κατανόηση της σχέσης μεταξύ της εσωτερικής εμπειρίας της συνείδησης και των εξωτερικών εκδηλώσεών της, για παράδειγμα σε ασθενείς σε κώμα.

Πρόκειται για μια «κρίσιμη στιγμή, όπου πρέπει να αποσυνδέσουμε την συνείδηση από την ανταπόκριση και ίσως να αμφισβητήσουμε κάθε κατάσταση που θεωρούμε ασυνείδητη», εξήγησε η ίδια. Από την άλλη, ο Sam Parnia, ειδικός στην ανάνηψη που μελετά τις φυσικές διεργασίες του θανάτου, έχει μια ριζικά διαφορετική άποψη για το τι είμαστε έτοιμοι να ανακαλύψουμε.

«Νομίζω πως σε 50 ή 100 χρόνια θα έχουμε ανακαλύψει την οντότητα που είναι η συνείδηση. Θα θεωρείται δεδομένο πως δεν παράγεται από τον εγκέφαλο και ότι δεν πεθαίνει όταν πεθαίνει ο άνθρωπος».

Ο θάνατος είναι διαδικασία

Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζωογονούνταν, οι επιστήμονες έμαθαν πως ακόμη και στα τελευταία στάδια, ο θάνατος δεν είναι ένα σημείο αλλά μια διαδικασία. Μετά την καρδιακή ανακοπή, το αίμα και το οξυγόνο δεν κυκλοφορούν πια στο σώμα, τα κύτταρα διασπώνται και η φυσιολογική εγκεφαλική δραστηριότητα διαταράσσεται.

Ωστόσο, τα όργανα δεν σταματούν αμέσως να λειτουργούν και ο εγκέφαλος δεν παύει απαραίτητα να λειτουργεί εντελώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, ο κυτταρικός θάνατος μπορεί να αναχαιτιστεί ή να επιβραδυνθεί σημαντικά, η καρδιά μπορεί να επανεκκινήσει και η εγκεφαλική λειτουργία μπορεί να αποκατασταθεί.

Με άλλα λόγια, η διαδικασία του θανάτου είναι αντιστρέψιμη. Δεν είναι ανήκουστο να επανέρχονται άνθρωποι στην ζωή ακόμα και έξι ώρες αφού έχουν ανακηρυχθεί εγκεφαλικά νεκροί.

Η συγκλονιστική ανακάλυψη της Borjigin

Όταν η Borjigin διέκοψε το οξυγόνο της ασθενούς Ένα, τότε παρατηρήθηκε αυξημένη δραστηριότητα στον ετοιμοθάνατο εγκέφαλό της. Περιοχές που ήταν σχεδόν σιωπηλές όσο βρισκόταν υπό μηχανική υποστήριξη, ξαφνικά παρουσίαζαν υψηλής συχνότητας ηλεκτρικά σήματα (κύματα γάμμα).Συγκεκριμένα, τα μέρη του εγκεφάλου που οι επιστήμονες θεωρούν «θερμή ζώνη» για τη συνείδηση, ζωντάνεψαν δραματικά. Σε ένα τμήμα, τα σήματα παρέμειναν ανιχνεύσιμα για περισσότερα από έξι λεπτά. Σε ένα άλλο, ήταν 11 έως 12 φορές υψηλότερα από ό,τι ήταν πριν από την αφαίρεση του αναπνευστήρα.

«Καθώς πέθαινε, ο εγκέφαλος της ασθενούς Ένα λειτουργούσε σε ένα είδος υπερκινητήρα», περιέγραψε η Borjigin. Για περίπου δύο λεπτά μετά τη διακοπή του οξυγόνου της, υπήρχε ένας έντονος συγχρονισμός των εγκεφαλικών της κυμάτων, μια κατάσταση που σχετίζεται με πολλές γνωστικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης προσοχής και της μνήμης. Ο συγχρονισμός εξασθένησε για περίπου 18 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια εντάθηκε ξανά για περισσότερα από τέσσερα λεπτά. Εξασθένησε για ένα λεπτό και στη συνέχεια επανήλθε για τρίτη φορά.

Σε αυτές τις ίδιες περιόδους θανάτου, διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου του ασθενούς Ένα βρίσκονταν ξαφνικά σε στενή επικοινωνία μεταξύ τους. Οι πιο έντονες συνδέσεις άρχισαν αμέσως μετά τη διακοπή του οξυγόνου της και διήρκεσαν σχεδόν τέσσερα λεπτά.

Υπήρξε άλλη μια έκρηξη συνδεσιμότητας περισσότερο από πέντε λεπτά και 20 δευτερόλεπτα αφού αποσυνδέθηκε από την υποστήριξη ζωής. Συγκεκριμένα, περιοχές του εγκεφάλου της που σχετίζονται με την επεξεργασία της συνειδητής εμπειρίας – περιοχές που είναι ενεργές είμαστε σε εγρήγορση και όταν βλέπουμε έντονα όνειρα – επικοινωνούσαν με εκείνες που εμπλέκονται στο σχηματισμό της μνήμης. Το ίδιο συνέβαινε και με τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση. Ακόμη και καθώς γλιστρούσε αμετάκλητα βαθύτερα στο θάνατο, κάτι που έμοιαζε εκπληκτικά με ζωή λάμβανε χώρα επί αρκετά λεπτά στον εγκέφαλο της ασθενούς Ένα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα δραστηριότητας και συνδεσιμότητας σε συγκεκριμένες περιοχές του ετοιμοθάνατου εγκεφάλου της, η Borjigin πιστεύει ότι είναι πιθανό η ασθενής Ένα να είχε μια βαθιά επιθανάτια εμπειρία με πολλά από τα κύρια χαρακτηριστικά της να είναι: εξωσωματικές αισθήσεις, οράματα φωτός, συναισθήματα χαράς ή γαλήνης και ηθικές επανεκτιμήσεις της ζωής της.

Φυσικά, η ασθενής Ένα δεν ανάρρωσε, οπότε κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι τα έκτακτα συμβάντα στον ετοιμοθάνατο εγκέφαλό της είχαν βιωματικά αντίστοιχα. Τουλάχιστον, η εγκεφαλική δραστηριότητα του ασθενούς Ένα, αλλά και εκείνη της ασθενούς Τρία, μιας 77χρονης γυναίκας, φαίνεται να κλείνει την πόρτα στο επιχείρημα ότι ο εγκέφαλος παύει πάντα και σχεδόν αμέσως να λειτουργεί με συνεκτικό τρόπο τις στιγμές μετά τον κλινικό θάνατο.

«Ο εγκέφαλος, σε αντίθεση με την πεποίθηση όλων, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά ενεργός κατά τη διάρκεια της καρδιακής ανακοπής», δήλωσε η Borjigin. Ο θάνατος μπορεί να είναι πολύ πιο ζωντανός απ’ όσο νομίζαμε.

Αντιστρέφεται ο θάνατος;

Μέσα σε αυτό το κλίμα των συντριπτικών ανακαλύψεων για τον θάνατο, δεν είναι λίγες οι φωνές που ελπίζουν πως η κατανόηση της νευροφυσιολογίας του μπορεί να βοηθήσουν να αντιστραφεί. Μεταξύ αυτών και η Borkigin, η οποία έχει στα χέρια της δεδομένα εγκεφαλικής δραστηριότητας από δεκάδες αποθανόντες ασθενείς που περιμένουν να αναλυθούν.

Ωστόσο, λόγω της ευθείας σύνδεσης του θανάτου με το παραφυσικό στίγμα, λίγοι ερευνητικοί οργανισμοί θέλουν να χρηματοδοτήσουν σχετικές μελέτες. «Η συνείδηση είναι σχεδόν βρώμικη λέξη ανάμεσα στους χορηγούς», λέει η επιστήμονας.

Φαίνεται, όμως, πως προκύπτουν στοιχεία που θέλουν τον εγκεφαλικό θάνατο να είναι αντιστρέψιμος κάποια μέρα στο μέλλον. Το 2019, επιστήμονες του Πανεπιστημίου Yale συνέλεξαν τους εγκεφάλους χοίρων που είχαν αποκεφαλιστεί σε εμπορικό σφαγείο τέσσερις ώρες νωρίτερα. Στη συνέχεια, αιμάτωσαν τους εγκεφάλους για έξι ώρες με ένα ειδικό κοκτέιλ φαρμάκων και συνθετικού αίματος.

Το εκπληκτικό είναι ότι ορισμένα από τα κύτταρα στους εγκεφάλους άρχισαν να εμφανίζουν ξανά μεταβολική δραστηριότητα και ορισμένες από τις συνάψεις άρχισαν ακόμη και να πυροδοτούνται. Οι σαρώσεις του εγκεφάλου των χοίρων δεν έδειξαν την εκτεταμένη ηλεκτρική δραστηριότητα που συνήθως συνδέουμε με την αίσθηση ή τη συνείδηση. Το γεγονός, όμως, ότι υπήρχε καθόλου δραστηριότητα υποδηλώνει ότι τα όρια της ζωής μπορεί μια μέρα να επεκταθούν πολύ, πολύ πιο μακριά στη σφαίρα του θανάτου από ό,τι φαντάζονται σήμερα οι περισσότεροι επιστήμονες.

Με πληροφορίες από The Guardian