icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Παρόλο που ο Φρόυντ έλεγε ότι οι λεκτικές ατασθαλίες δεν ήταν καθόλου τυχαίες, οι νεότεροι επιστήμονες έχουν άλλη άποψη

Τα σαρδάμ αποτελούν το μεγαλύτερο φόβο κάθε δημόσιου ομιλητή. Αλλά τι προκαλεί τα αποκαλούμενα «φροϋδικά ατοπήματα»; Έχουν όντως σχέση με τις ασυνείδητες επιθυμίες μας ή είναι απλώς παιχνίδια που παίζει το μυαλό;

Στο πλαίσιο μίας τυπικής επίσκεψης στο Idaho το 1988, ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος (George H. W. Bush), δίνει μία ομιλία σχετικά με τη γεωργική πολιτική που ακολούθησε η Κυβέρνηση Ρίγκαν (Reagan).

Ανάμεσα σε άλλα, αναφέρεται στις επιτυχίες και τα λάθη. Και κάπου εκεί ακούγεται να λέει: «Είχαμε θριάμβους. Είχαμε κάποιες αποτυχίες. Κάναμε και σεξ… ε… λάθη». (We’ve had triumphs. Made some mistakes. We’ve had some sex… uh… setbacks.), προκαλώντας γέλια και περιπαικτικά σχόλια στο κοινό.

Ο Φρόυντ και τα σαρδάμ

Για τον Sigmund Freud (Σίγκμουντ Φρόυντ), το να ζητάει απλώς από τους ασθενείς του να ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους δεν ήταν αρκετό. Ο αποκαλούμενος και πατέρας της Ψυχανάλυσης θεωρούσε ότι οι πραγματικές τους επιθυμίες μπορούσαν να εξεταστούν μόνο δίνοντας προσοχή στα γλωσσικά τους ολισθήματα.

Γνωστές και ως παραδρομές της γλώσσας, αυτές οι λεκτικές ατασθαλίες είχαν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν τις απαγορευμένες ορμές που ήταν καλά κλειδωμένες στο ασυνείδητο του μυαλού.

Για τον Φρόυντ, τα λεκτικά αυτά λάθη δεν ήταν καθόλου τυχαία, αλλά αποτελούσαν γρίφους που έπρεπε πάση θυσία να αποκωδικοποιηθούν.

Το πείραμα με τους φοιτητές

Σε ένα πρώιμο πείραμα, τρεις ομάδες φοιτητών επισκέφθηκαν ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα. Τις δύο πρώτες υποδέχθηκε ένας μεσήλικας καθηγητής, ενώ την τρίτη καλωσόρισε μία προκλητικά ντυμένη βοηθός εργαστηρίου. Κατόπιν, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να διαβάσουν χαμηλόφωνα μία λίστα με ζεύγη λέξεων.

Κάθε τόσο οι πειραματιστές, καλούσαν κάποιον από τους φοιτητές να λέει δυνατά τις λέξεις. Όπως είχε προβλέψει ο Φρόυντ, οι άνδρες παρουσία της βοηθού του εργαστηρίου έκαναν περισσότερα λάθη που είχαν να κάνουν με το σεξ (fast passion’ αντί για ‘past fashion’ και ‘happy sex’ αντί για ‘sappy hex’) σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες, αλλά όχι περισσότερα λάθη συνολικά.

Ταυτόχρονα, η τρίτη ομάδα είχε τα δάχτυλά της συνδεδεμένα με ηλεκτρόδια. Ο Michael Motley, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνια, ο οποίος ήταν επικεφαλής της μελέτης, ανέφερε στους φοιτητές ότι υπήρχε 70% πιθανότητα να υποστούν ηλεκτροσόκ, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση από πλευράς του.

Και πάλι, οι φοιτητές, κατά την ανάγνωση των λέξεων, αναφέρονταν σε αυτό που εκείνη τη στιγμή απασχολούσε το μυαλό τους, μπερδεύοντας αρκετές λέξεις με άλλες που είχαν σχέση με ηλεκτρισμό (‘cursed wattage’ αντί worst cottage’ και ‘bad shock’ αντί ‘shad bock’).

Το σύνδρομο της «λευκής αρκούδας»

Εν συνεχεία, οι πειραματιστές μέτρησαν το άγχος των συμμετεχόντων γύρω από το σεξ και ανακάλυψαν ότι εκείνοι με τη μεγαλύτερη αγωνία σχετικά με τα ερωτικά ζητήματα έκαναν τα περισσότερα λάθη στην ομάδα με την εντυπωσιακή βοηθό.

Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να καταπνίξουν μία σκέψη, αυτή η προσπάθεια συχνά τους γυρίζει μπούμερανγκ

Στην προσπάθειά τους να καταστείλουν τις ορμές τους, οι άνδρες βίωσαν το «σύνδρομο της λευκής αρκούδας», στο οποίο είχε πρωτοαναφερθεί ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoyevsky): Το συγκεκριμένο παιχνίδι του μυαλού καλεί τους συμμετέχοντες να προσπαθήσουν να μη σκεφτούν μία πολική αρκούδα, κάτι που είναι αδύνατο, αφού τελικά είναι το μοναδικό που έχουν στο νου εκείνη τη στιγμή.

Το σύνδρομο της λευκής αρκούδας μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον Daniel Wegner στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο κοινωνικός ψυχολόγος ανακάλυψε ότι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να καταπνίξουν ή να αντισταθούν σε ορισμένες σκέψεις, αυτή η προσπάθεια συχνά τους γυρίζει μπούμερανγκ και τους κάνει να σκεφτούν ακόμη πιο έντονα αυτή την εικόνα.

Οι ενδόμυχες επιθυμίες μας

Ο Wegner πρότεινε ότι για τα φροϋδικά ολισθήματα ευθύνεται το ίδιο το σύστημα του εγκεφάλου που έχει ως στόχο να τα αποτρέψει. Σύμφωνα με τη θεωρία του, υποσυνείδητες διεργασίες σαρώνουν συνεχώς τις σκέψεις μας για να κρατούν καλά κλειδωμένες τις ενδόμυχες επιθυμίες μας. Όταν εμφανίζεται μία τέτοια σκέψη, αντί να παραμείνει σιωπηλή – κατά έναν παράξενο τρόπο – μπορεί να ανακοινωθεί στο συνειδητό εγκέφαλο, προκαλώντας μας να τη σκεφτούμε. Και κάπου εκεί είναι που η αλήθεια ξεγλιστράει από το στόμα μας.

Ο πιο σκληρός επικριτής του Φρόυντ ήταν ο Αυστριακός γλωσσολόγος Rudolf Meringer. Την περίοδο που εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Meringer συνέλεξε, κατέγραψε και εξέτασε χιλιάδες λεκτικά λάθη, κυρίως από τις μεσημεριανές συζητήσεις με συναδέλφους του. Από την καταγραφή αυτή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γλωσσικά λάθη είναι εισβολές γραμμάτων και όχι νοήματος.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Rob Hartsuiker, ψυχογλωσσολόγο στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης, η πλειονότητα των λαθών είναι εντελώς αθώα. Συγκεκριμένα, έχει να κάνει με τον τρόπο που αποθηκεύονται οι λέξεις στον εγκέφαλο και που επιλέγονται όταν χρειάζεται να τις χρησιμοποιήσουμε.

Κατά μέσο όρο λέμε 22 λέξεις λάθος την ημέρα

Έρευνες που επικαλείται το BBC έχουν δείξει ότι αν δύο λέξεις έχουν παρόμοια σημασία και ένα κοινό φωνήεν, τα αρχικά σύμφωνα κινδυνεύουν να μπερδευτούν. Αυτό έχει να κάνει με την πολύπλοκη διαδικασία που ακολουθείται όταν επιλέγεται μία λέξη: Πρώτα, η λέξη απομονώνεται από μία ομάδα που έχει οργανωθεί στον εγκέφαλο με βάση την ομοιότητα και τη σημασία.

Όταν επιλεχθεί η λέξη, ο εγκέφαλος ενεργοποιεί τους ήχους της και κάπου εκεί ενδέχεται να μπερδευτούν τα σύμφωνα. Αυτό για τον Hartsuiker είναι πολύ συχνό φαινόμενο, κάτι που μάλλον ο Φρόυντ αγνόησε.

Κατά μέσο όρο, ο άνθρωπος κάνει λάθος σε λιγότερες από 22 λέξεις την ημέρα από τις περίπου 15.000 που χρησιμοποιεί καθημερινά. Επίσης, αναφέρεται ότι πιθανώς οι άνθρωποι να είναι πιο ευάλωτοι σε λεκτικά ολισθήματα όταν είναι αφηρημένοι, νευρικοί, κουρασμένοι ή μεθυσμένοι, ενώ το γήρας παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο. Είναι επίσης πιο πιθανό να γίνονται σαρδάμ όταν κάποιος μιλάει πολύ γρήγορα.

Με άλλα λόγια, τα λεκτικά ολισθήματα μπορεί να αποκαλύπτουν κάτι ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη γλώσσα, ή ίσως ακόμη και να υποδηλώνουν τις τρέχουσες ανησυχίες που βασανίζουν το μυαλό και οι άνθρωποι αποφεύγουν να συζητήσουν. Το κατά πόσον όμως αποκαλύπτουν τα βαθύτερα μυστικά μας είναι ακόμη θέμα μεγάλης συζήτησης.

Με πληροφορίες από BBC