Μεγέθυνση κειμένου
Θέατρο ακραίων μεθόδων ανάκρισης, όπως ο εικονικός πνιγμός, που διαρκούσαν ημέρες, εβδομάδες, ακόμη και χρόνια, η φυλακή του Γκουαντάναμο στην Κούβα είναι στην πραγματικότητα ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης υπόπτων για τρομοκρατία
Ήταν 11 Ιανουαρίου του 2002, ακριβώς τέσσερις μήνες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν τις εγκαταστάσεις κράτησης στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Γκουαντάναμο Μπέι της Κούβας.
Όμως η παρουσία των ΗΠΑ στην Κούβα χρονολογείται στην πραγματικότητα εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Χτισμένη σε γη που νοικιάστηκε από την κουβανική κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας αμφισβητούμενης συμφωνίας του 1903, που υπογράφηκε μετά τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο του 1898, η ναυτική βάση στον κόλπο του Γκουαντάναμο βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, αν και τεχνικά δεν είναι αμερικανικό έδαφος.
Διαβασε ακομα
9/11: Η μέρα που άλλαξε τον κόσμο για πάνταΕξαιτίας του «αβέβαιου νομικού καθεστώτος» της, η βάση επιλέχθηκε ως τόπος εγκατάστασης κέντρου κράτησης, σύμφωνα με το Georgetown University’s Bridge Initiative, «επιτρέποντας στην αμερικανική κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι οι κρατούμενοι στη βάση δεν δικαιούνται ορισμένα δικαιώματα βάσει των αμερικανικών νόμων».
Μέσα σε λίγους μήνες από την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν εκατοντάδες ανθρώπους ως υπόπτους για διασυνδέσεις με την αλ Κάιντα, την οργάνωση που βρισκόταν πίσω από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, και τους μετέφεραν στην αμερικανική ναυτική βάση.
Σχεδόν οκτακόσιοι μουσουλμάνοι άνδρες και αγόρια έχουν κρατηθεί εκεί όλα αυτά τα χρόνια, όλοι, με εξαίρεση ελάχιστους, χωρίς κατηγορία ή δίκη. Τριάντα παραμένουν ως και σήμερα φυλακισμένοι, δεκαεννέα από τους οποίους δεν έχουν κατηγορηθεί ποτέ για έγκλημα.
Τα βασανιστήρια είχαν κεντρικό ρόλο στην ίδρυση του Γκουαντάναμο και εξακολουθούν να μολύνουν κάθε λειτουργία του. Ορισμένοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους αναφέρθηκαν στο Γκουαντάναμο ως «εργαστήριο μάχης» και ο χαρακτηρισμός αποδείχθηκε ακριβής: Τα πειράματα βασανιστηρίων στο Γκουαντάναμο εξαπλώθηκαν στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια στο Ιράκ, όπως έδειξαν με γλαφυρό τρόπο οι φρικιαστικές εικόνες από το Αμπού Γκράιμπ.
Πολλοί στην κυβέρνηση Μπους ήλπιζαν ότι το Γκουαντάναμο θα μεγιστοποιούσε τη μυστικότητα και την ασυλία για τα βασανιστήρια, αποφεύγοντας τόσο τον νόμο όσο και τον δημόσιο έλεγχο.
Ένας τρόπος για να το ξέρουμε αυτό, είναι ότι αξιωματούχοι και υπάλληλοι της CIA που ζητούσαν έγκριση για να βασανίσουν το πρώτο τους θύμα, τον Αμπού Ζουμπάιντα, είπαν στους ανωτέρους τους ότι αν δεν τον σκότωναν, θα «χρειάζονταν εύλογες διαβεβαιώσεις ότι [ο Αμπού Ζουμπάιντα] θα παραμείνει σε απομόνωση για το υπόλοιπο της ζωής του». Τα αφεντικά τους συμφώνησαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η CIA έστειλε τον Ζουμπάιντα στο Γκουαντάναμο, όπου και παραμένει.
Γιατί δημιουργήθηκε η φυλακή-κολαστήριο
Οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στις 11 Ιανουαρίου 2002. Σύντομα, οι αλυσοδεμένοι κρατούμενοι με πορτοκαλί φόρμες που κάθονταν σε κελιά έγιναν οι καθοριστικές εικόνες του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Αρχικά ήταν μια «προσωρινή» λύση για την κράτηση ατόμων που θεωρούνταν ύποπτοι για συμμετοχή στους Ταλιμπάν ή την Αλ Κάιντα, «κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες μετατράπηκε σε έναν αμερικανικό θεσμό με τους δικούς του κανόνες, τη δική του φυλακή, το δικό του δικαστήριο», σύμφωνα με το Deadline.
Στο αποκορύφωμά της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η φυλακή φιλοξενούσε σχεδόν 800 κρατούμενους, πολλοί από τους οποίους κρατούνταν επ’ αόριστον χωρίς να τους απαγγέλλονται κατηγορίες, χωρίς να μπορούν να χαρακτηριστούν αιχμάλωτοι πολέμου και άρα να αποκλείονται από τα δικαιώματα της Σύμβασης της Γενεύης.
Το κέντρο κράτησης αποτελούνταν από διάφορα ξεχωριστά στρατόπεδα – το πιο διαβόητο από αυτά ήταν το στρατόπεδο X-Ray για τους κρατούμενους υψηλού κινδύνου – τα οποία διέφεραν ως προς το επίπεδο ασφαλείας τους, τη διαφάνειά τους και το ποιος ήταν φυλακισμένος εκεί.
«Αν και δεν ήταν μοναδικό ανάμεσα στις φυλακές ως προς τη σκληρή μεταχείριση και την αυθαίρετη κράτηση», δήλωσε ο Pardiss Kebriaei, δικηγόρος που εκπροσωπεί κρατούμενους στο Γκουαντάναμο, στην εφημερίδα The Guardian, ήταν «τουλάχιστον για ένα διάστημα πολύ ξεκάθαρο στην ακρότητά του, και αυτό που μπορούσε να φανεί πιο ξεκάθαρα από ό,τι συνήθως προκαλούσε αντιδράσεις».
Η βάναυση μεταχείριση των κρατουμένων και το αδιαφανές νομικό καθεστώς του Γκουαντάναμο το κατέστησαν, σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστία, «σύμβολο των βασανιστηρίων, της έκδοσης και της επ’ αόριστον κράτησης χωρίς κατηγορία ή δίκη».
Οι αναφορές για απάνθρωπες συνθήκες και τη χρήση των λεγόμενων «ενισχυμένων τεχνικών ανάκρισης» οδήγησαν σε καταδίκη σε όλο τον κόσμο και σε ένα αυξανόμενο «κίνημα» για το κλείσιμο του κέντρου κράτησης, δήλωσε ο Kebriaei.
Ο Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με στόχο να κλείσει το στρατόπεδο εντός ενός έτους από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2009, αλλά ενώ ο αριθμός των κρατουμένων μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, επανειλημμένες προσπάθειες επαναπατρισμού των εναπομεινάντων κρατουμένων ή αποστολής τους σε φυλακές υψηλής ασφαλείας στις ΗΠΑ ματαιώθηκαν από το Κογκρέσο. Ο διάδοχός του στον Λευκό Οίκο, Ντόναλντ Τραμπ, δεσμεύτηκε να το γεμίσει με περισσότερους κρατούμενους, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν δεσμεύτηκε και πάλι να το κλείσει.
Πέραν των νομικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διατήρηση του στρατοπέδου κράτησης στο Γκουαντάναμο είναι επίσης «εξαιρετικά δαπανηρή», σύμφωνα με το Bridge Initiative. Από το 2002 ο συνολικός λογαριασμός έχει ξεπεράσει τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια και το ετήσιο κόστος της φυλάκισης κάθε ατόμου ξεπερνά τα 13 εκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας το «σχεδόν σίγουρα» το «πιο ακριβό πρόγραμμα κράτησης στον κόσμο», δήλωσε η Carol Rosenberg στους New York Times.
Πώς χρησιμοποιείται σήμερα
Από τους 30 άνδρες που εξακολουθούν να κρατούνται στο Γκουαντάναμο, 11 έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου στο πλαίσιο του συστήματος των στρατιωτικών επιτροπών, ενώ 10 περιμένουν δίκη και ένας έχει καταδικαστεί. Τρεις κρατούμενοι κρατούνται επ’ αόριστον βάσει του νόμου περί πολέμου και δεν αντιμετωπίζουν κατηγορίες ενώπιον δικαστηρίου, ούτε προτείνεται η απελευθέρωσή τους. Δεκαέξι – γνωστοί ως «αιωνίως κρατούμενοι» – κρατούνται σε καθεστώς πολεμικού δικαίου, αλλά τους έχει προταθεί η μεταφορά τους με ρυθμίσεις ασφαλείας σε άλλη χώρα.
«Πρόκειται για κρατήσεις που είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένες με πολλαπλά επίπεδα παράνομης κυβερνητικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια των ετών – μυστικές μεταφορές, ανακρίσεις χωρίς επικοινωνία, αναγκαστική σίτιση απεργών πείνας, βασανιστήρια, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και πλήρης έλλειψη της δέουσας διαδικασίας», δήλωσε η Daphne Eviatar της Διεθνούς Αμνηστίας σε δήλωσή της για την 20ή επέτειο από το άνοιγμα του Γκουαντάναμο.
Φέτος τον Ιανουάριο σχεδόν 100 οργανώσεις υπεράσπισης έστειλαν επιστολή στον Πρόεδρο Μπάιντεν, με την οποία τον προέτρεπαν να τηρήσει την υπόσχεσή του και να κλείσει επιτέλους την εγκατάσταση.
Ο Scott Roehm, διευθυντής παγκόσμιας πολιτικής και συνηγορίας στο Κέντρο για τα Θύματα των Βασανιστηρίων, δήλωσε στο NPR ότι η αποτυχία να κλείσει η φυλακή ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα «έλλειψης θάρρους και έλλειψης προτεραιότητας» από την κυβέρνηση Μπάιντεν.
«Αυτό που φαίνεται πιο αδικαιολόγητο εδώ», κατέληξε ο Kebriaei, «είναι ότι όσοι βρίσκονται πιο κοντά στο Γκουαντάναμο συμφωνούν ότι ήταν ένα βαθύτατο λάθος, ότι οι περισσότεροι από αυτούς που κρατήθηκαν δεν θα έπρεπε να κρατηθούν ποτέ και ότι η πλειονότητα αυτών που εξακολουθούν να είναι φυλακισμένοι μετά από 22 χρόνια δεν ανήκουν εκεί τώρα».
Τραύματα που δεν επουλώνονται
Πολλοί από τους άνδρες στο Γκουαντάναμο είναι επιζώντες βασανιστηρίων, ορισμένοι από τους οποίους είχαν εξαφανιστεί σε μυστικά κέντρα κράτησης πριν σταλούν εκεί. Όλοι τους έχουν εκτεθεί στα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα που συνδέονται με την παρατεταμένη επ’ αόριστον κράτηση και πολλοί από αυτούς υποφέρουν από τις συνέπειες αυτών των κακοποιήσεων. Οι αιχμάλωτοι του Γκουαντάναμο γερνούν και νοσούν όλο και περισσότερο με προβλήματα υγείας που ο στρατός δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει εκεί.
Με κόστος μισό δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, το Γκουαντάναμο είναι το πιο ακριβό στρατόπεδο κράτησης στον κόσμο. Αποτελεί το εμβληματικό παράδειγμα της εγκατάλειψης του κράτους δικαίου μετά την 11η Σεπτεμβρίου και συνεχίζει να τροφοδοτεί και να δικαιολογεί τη μισαλλοδοξία, τα στερεότυπα και το στίγμα. Το Γκουαντάναμο προκαλεί κλιμακούμενη και βαθιά βλάβη στους άνδρες που παραμένουν εκεί, υπονομεύει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και απειλεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Ο τερματισμός των παράνομων, απεχθών και σπάταλων πολιτικών και πρακτικών με τις οποίες το Γκουαντάναμο θα είναι για πάντα συνώνυμο, αποτελεί υποχρέωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ηθική ευθύνη και επιτακτική ανάγκη για την εθνική ασφάλεια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκκλήσεις για το κλείσιμο του Γκουαντάναμο προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα φωνών, από τον στρατό μέχρι τους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα, από διεθνείς νομικούς μέχρι τοπικούς ακτιβιστές, από οργανώσεις που επικεντρώνονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, τις πολιτικές ελευθερίες, τα δικαιώματα των μεταναστών, τη φυλετική δικαιοσύνη, τις διακρίσεις κατά των μουσουλμάνων και άλλα, μέχρι τον αείμνηστο γερουσιαστή Τζον Μακέιν.
Η ταινία μικρού μήκους, «Still Here», απεικονίζει το ταξίδι από το τραύμα προς την επούλωση – τον αγώνα για την ανάκαμψη από το αδιανόητο και την έναρξη της ανοικοδόμησης μιας ζωής. Η ταινία εμπνεύστηκε από κρατούμενους στο Γκουαντάναμο, πολλοί από τους οποίους βιώνουν ακόμη και σήμερα τραύματα.
Με πληροφορίες από The Center for Victims of Torture, The Guardian, The Week, Deadline, Bridge Initiative, Διεθνής Αμνηστία, New York Times, NPR
Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι