Η ζωή σταμάτησε και μέσα σε λιγότερο από 90 λεπτά, ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος
Η ζωή σταμάτησε και μέσα σε λιγότερο από 90 λεπτά, ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος
Σήμερα, συμπληρώνονται 23 χρόνια από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, την αποφράδα εκείνη ημέρα που περιγράφεται στο βιβλίο της ιστορίας με τα πιο μελανά χρώματα εξαιτίας της μεγαλύτερης τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 2.977 άτομα και άλλαξε τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τότε. Εκείνο το απευκταίο πρωινό Τρίτης, 19 τρομοκράτες της Αλ Κάιντα προχώρησαν σε αεροπειρατεία τεσσάρων εμπορικών πτήσεων με προορισμό τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, σκορπίζοντας τον θάνατο και τον όλεθρο.
Δύο αεροπλάνα, η πτήση 11 της American Airlines και η πτήση 175 της United Airlines, αναχώρησαν από τη Βοστώνη. Το πρώτο έπεσε στον Βόρειο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου της Νέας Υόρκης στις 8:46 π.μ. και το δεύτερο, σε ζωντανή μάλιστα μετάδοση, στον Νότιο Πύργο στις 9:03 π.μ. Μετά από λίγα λεπτά, οι Δίδυμοι Πύργοι κατέρρευσαν.
Ένα τρίτο αεροπλάνο, που εκτελούσε την πτήση 77 της American Airlines, το οποίο είχε αναχωρήσει από το Διεθνές Αεροδρόμιο Dulles της Βιρτζίνια, συνετρίβη στο Πεντάγωνο στις 9:37 π.μ., ενώ το τελευταίο αεροπλάνο, της πτήσης 93 της ίδιας εταιρείας, που είχε απογειωθεί από το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, συνετρίβη σε ένα χωράφι στο Σάνκσβιλ της Πενσυλβάνια, στις 10:03 π.μ., αφού οι επιβάτες εισέβαλαν στο πιλοτήριο και προσπάθησαν να ακινητοποιήσουν τους αεροπειρατές και να πάρουν ξανά το αεροπλάνο υπό τον έλεγχό τους.
Μέσα σε λιγότερο από 90 λεπτά, ο κόσμος άλλαξε. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ένα γεγονός που να μεταμόρφωσε τόσο βαθιά την κοινή γνώμη και την πολιτική των ΗΠΑ σε τόσες πολλές διαστάσεις, όσο οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Παρά τις προειδοποιήσεις των μυστικών υπηρεσιών ότι η Αλ Κάιντα σχεδίαζε ένα μεγάλο χτύπημα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, η 11η Σεπτεμβρίου αποτέλεσε σοκ, ακόμα και για τους ειδικούς. 19 τρομοκράτες σκότωσαν περισσότερους Αμερικανούς σε μία μόνο ημέρα από όσους είχαν πεθάνει στο Περλ Χάρμπορ. Από τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν αυτό που χαρακτηρίστηκε αργότερα ως ο μακροβιότερος πόλεμος στην ιστορία τους που ολοκληρώθηκε με την αναχώρηση του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη από το Αφγανιστάν το 2021.
Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου όχι μόνο αναδιαμόρφωσαν την παγκόσμια αντίδραση απέναντι στην τρομοκρατία, αλλά έθεσαν νέα και ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τη μεταχείριση των κρατουμένων. Αναδιαμόρφωσαν τις μεταναστευτικές πολιτικές των ΗΠΑ και οδήγησαν σε έξαρση των διακρίσεων, του φυλετικού προφίλ και των εγκλημάτων μίσους.
Για να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, το Κογκρέσο ψήφισε τάχιστα τον αμφιλεγόμενο νόμο USA PATRIOT Act, ο οποίος διεύρυνε σημαντικά τις εξουσίες έρευνας και επιτήρησης των ομοσπονδιακών υπηρεσιών επιβολής του νόμου και πληροφοριών. Δημιουργήθηκε επίσης η Υπηρεσία Ασφάλειας Μεταφορών για την ενίσχυση της ασφάλειας στα αεροδρόμια και στα αεροπλάνα, ενώ αυστηροποιήθηκε ραγδαία το πλαίσιο ασφαλείας στα αεροδρόμια και τις πτήσεις σε όλο τον κόσμο.
Αλλαγές στις πτήσεις
Ρωτήστε οποιονδήποτε είναι αρκετά μεγάλος για να θυμάται τα ταξίδια πριν από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Υπήρχε έλεγχος ασφαλείας, αλλά δεν ήταν τόσο παρεμβατικός, ούτε υπήρχαν μεγάλες ουρές στα σημεία ελέγχου. Οι επιβάτες και οι οικογένειές τους μπορούσαν να περπατήσουν μέχρι την πύλη μαζί, αναβάλλοντας τις αποχαιρετιστήριες αγκαλιές μέχρι την τελευταία στιγμή. Συνολικά, η εμπειρία του αεροδρομίου σήμαινε πολύ λιγότερο άγχος.
Όλα αυτά τελείωσαν όταν τα τέσσερα αεροπλάνα που είχαν καταληφθεί από αεροπειρατές έπεσαν στους Δίδυμους Πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στο Πεντάγωνο και σε ένα χωράφι στην Πενσυλβάνια.
Η χειρότερη τρομοκρατική επίθεση σε αμερικανικό έδαφος οδήγησε σε αυξημένα μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια όλου του κόσμου, με στόχο να αποτραπεί αντίστοιχη τρομοκρατική ενέργεια στο μέλλον. Σημειώθηκαν μικρές και μεγάλες αλλαγές που αναδιαμόρφωσαν τον κλάδο των αεροπορικών εταιρειών – και, για τους καταναλωτές, έκαναν τα αεροπορικά ταξίδια πιο αγχωτικά από ποτέ.
Δύο μήνες μετά τις επιθέσεις, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους υπέγραψε νομοθεσία για τη δημιουργία της Υπηρεσίας Ασφάλειας Μεταφορών, μιας δύναμης ομοσπονδιακών ελεγκτών στα αεροδρόμια που αντικατέστησε τις ιδιωτικές εταιρείες τις οποίες είχαν προσλάβει οι αεροπορικές εταιρείες για τη διασφάλιση της ασφάλειας.
Ο νόμος απαιτούσε, μεταξύ άλλων, να ελέγχονται με ακτίνες Χ όλες οι αποσκευές, να ενισχύονται οι πόρτες των πιλοτηρίων και να τοποθετούνται στις πτήσεις περισσότεροι ομοσπονδιακοί αστυνόμοι. Μέχρι τον Απρίλιο του 2003, η TSA ανακοίνωσε ότι όλες οι αεροπορικές εταιρείες είχαν εκπληρώσει την απαίτηση να ενισχύσουν τις πόρτες του πιλοτηρίου σε όλο τον στόλο των αεροσκαφών τους.
Απαγορεύτηκαν επίσης τα αιχμηρά αντικείμενα και οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο – όπως εκείνα που χρησιμοποίησαν οι αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου, όπως και τα υγρά, τα τζελ και τα αεροζόλ στις χειραποσκευές των επιβατών, καθώς εκτιμήθηκε ότι θα μπορούσαν πιθανώς να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή βόμβας.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου των ταξιδιωτών, αφαιρούνται οι ζώνες τους και αντικείμενα από τις τσάντες τους για σάρωση, ενώ μετά την απόπειρα του «βομβιστή παπουτσιών» Ρίτσαρντ Ριντ να ανατινάξει μια πτήση από το Παρίσι στο Μαϊάμι στα τέλη του 2001, άρχισε να ισχύει το ίδιο και για τα υποδήματα στα σημεία ελέγχου.
Παράλληλα, η TSA ανέπτυξε περισσότερες ομάδες σκύλων για να βοηθήσουν στον έλεγχο του φορτίου των επιβατικών αεροσκαφών στα αεροδρόμια των ΗΠΑ. Αργότερα το πρόγραμμα επεκτάθηκε ώστε να χρησιμοποιούνται σκύλοι και για την ανίχνευση πιθανών εκρηκτικών υλών στους επιβάτες και τις χειραποσκευές.
Μαζικές παρακολουθήσεις και καταστολή
Μέσα σε λίγες ώρες από τη συντριβή του τέταρτου αεροπλάνου, ο Λευκός Οίκος του Τζορτζ Μπους και οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών είχαν αρχίσει να θέτουν τα θεμέλια του κράτους μαζικής παρακολούθησης.
Ο νόμος Patriot Act, ο οποίος κατήργησε τους μακροχρόνιους κανόνες που εμπόδιζαν το κράτος να παρακολουθεί τους πολίτες των ΗΠΑ χωρίς «πιθανή αιτία», ψηφίστηκε σε 45 ημέρες αστραπιαία. Θεωρήθηκε νομοθέτημα έκτακτης ανάγκης που έδινε υπερεξουσίες στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, το FBI, την CIA και την NSA. Το σχέδιο αυτό έγινε νόμος με ελάχιστη συζήτηση ή αντιπολίτευση στο Κογκρέσο, παραχωρώντας στις εγχώριες υπηρεσίες επιβολής του νόμου σαρωτικές εξουσίες.
Ο νόμος αναίρεσε τους νομικούς περιορισμούς σχετικά με την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ιατρικών αρχείων και τραπεζικών συναλλαγών, ενώ έκανε πολύ πιο εύκολη την απόκτηση εντάλματος. Έδωσε το πράσινο φως στο FBI και τη CIA να διενεργούν «τυχαίες υποκλοπές», όπου οι πράκτορες θα μπορούσαν να παρακολουθούν τα ίχνη επικοινωνίας μεταξύ τηλεφώνων και υπολογιστών. Επέτρεψε ακόμα τις έρευνες που πραγματοποιούνται κατά την απουσία του ενδιαφερόμενου, μια διάταξη που αργότερα κηρύχθηκε αντισυνταγματική.
Αφαίρεσε επίσης το τείχος προστασίας που ίσχυε από τη δεκαετία του 1970 και προστάτευε τους πολίτες των ΗΠΑ από τις ξένες παρακολουθήσεις, ενώ ενίσχυσε σημαντικά την εξουσία του FBI να αποκτά προσωπικά αρχεία πελατών Αμερικανών από τηλεφωνικές εταιρείες, τράπεζες και παρόχους Διαδικτύου χωρίς δικαστική έγκριση μέσω των λεγόμενων National Security Letters. Το Patriot Act εισήγαγε ακόμα την έννοια του «εχθρικού μαχητή», που επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να συλλαμβάνουν υπόπτους για τρομοκρατία χωρίς την υποχρέωση να τηρούν τις Συμβάσεις της Γενεύης.
Το 2006 ο Τζορτζ Μπους υπέγραψε έναν ακόμα αμφιλεγόμενο νόμο, το Military Commissions Act, που επέτρεπε σκληρές ανακρίσεις και στρατιωτικές δίκες για τους υπόπτους για τρομοκρατία. Η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών έχει καταγγείλει ότι το νομοθέτημα ισοδυναμεί με νομιμοποίηση των βασανιστηρίων, ενώ έχει κάνει λόγο για «μία από τις χειρότερες μορφές κατάχρησης των πολιτικών ελευθεριών στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών».
Αν ο Patriot Act δημιουργήθηκε αστραπιαία, στο παρασκήνιο τα μυστικά συστήματα μαζικής παρακολούθησης κατασκευάζονταν με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα. Ένα μάλιστα από τα πιο τολμηρά σχέδια εκπονήθηκε μέχρι το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου.
Το σχέδιο, με τον δυσοίωνο τίτλο Total information awareness ή αλλιώς TIA, ήταν «πνευματικό παιδί» του John Poindexter, ενός ατιμασμένου πρώην αξιωματικού του Ναυτικού, ο οποίος είχε διατελέσει σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ronald Reagan και πρόσωπο-κλειδί στο σκάνδαλο Iran-contra.
Η TIA, διεμήνυσε ο Poindexter, θα λειτουργούσε ως συναγερμός έγκαιρης προειδοποίησης για μελλοντικές επιθέσεις όπως αυτή της 11ης Σεπτεμβρίου, συγκεντρώνοντας τα ψηφιακά δεδομένα όλων των Αμερικανών – αθώων ή ενόχων – και χρησιμοποιώντας τα για την αναζήτηση μοτίβων τρομοκρατικής δραστηριότητας.
Δεν θα χρειάζονταν εντάλματα. Απλώς θα το έκαναν, ανεξάρτητα από νόμους ή συνταγματικές λεπτομέρειες. «Πρέπει να θέσουμε την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας σε πολεμική βάση», δήλωνε ο Poindexter. Εβδομάδες αργότερα κατάφερε να πουλήσει την ιδέα στο Πεντάγωνο με αντάλλαγμα έναν προϋπολογισμό ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η NSA δεν άργησε να «αναλάβει δράση». Η υπηρεσία ήταν απασχολημένη με το Stellar Wind, το σύστημα παρακολούθησης χωρίς ένταλμα. Επιδίωκε να εντοπίσει συνδέσμους με τρομοκράτες αναλύοντας τα δεδομένα που αντλούνταν από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις τηλεφωνικές κλήσεις και τη δραστηριότητα στο Διαδίκτυο τεράστιου αριθμού Αμερικανών.
Σύμφωνα με τα έγγραφα του Έντουαρντ Σνόουντεν (Αμερικανός διαχειριστής συστημάτων που εργαζόταν, βάσει συμβολαίου, για την NSA και τη CIA, ο οποίος το 2013 διοχέτευσε στον Τύπο απόρρητες πληροφορίες σχετικά με τα πρoγράμματα μαζικής παρακολούθησης που εφάρμοζαν οι αμερικανικές και βρετανικές κυβερνήσεις), έως τις 14 Σεπτεμβρίου – μόλις τρεις ημέρες μετά τις επιθέσεις – ο τότε διευθυντής της NSA, Μάικλ Χέιντεν, είχε αποφασίσει να κατασκοπεύει τις ψηφιακές επικοινωνίες ατόμων που βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Από εδώ και στο εξής, η NSA παραχωρούσε στον εαυτό της την εξουσία να παρακολουθεί κάθε Αμερικανό στο έδαφος των ΗΠΑ που είχε ψηφιακή επαφή με μια ξένη χώρα όπου ήταν γνωστή η ύπαρξη τρομοκρατίας – χωρίς να απαιτείται ένταλμα.
Αυτό ήταν μία κοσμογονική αλλαγή. Σήμαινε ότι η ισχυρότερη υπηρεσία παρακολούθησης της χώρας είχε αποδώσει στον εαυτό της, χωρίς να συμβουλευτεί το Κογκρέσο ή τα δικαστήρια, τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις επικοινωνίες των Αμερικανών με τρόπο που παραβίαζε συνταγματικά δικαιώματα και νόμους. Στις 4 Οκτωβρίου 2001, ο Λευκός Οίκος έδωσε την άδεια, και πάλι μυστικά και χωρίς διαβούλευση, στην NSA να στρέψει τον προβολέα της στους Αμερικανούς πολίτες με αυτό που έγινε γνωστό ως Πρόγραμμα παρακολούθησης του Προέδρου ( President’s Surveillance Program).
Βασικό επιχείρημα των επικριτών και των υπέρμαχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ότι η κυβέρνηση Μπους προχώρησε, σε καιρό πολέμου, σε μαζικές παράνομες εγχώριες παρακολουθήσεις.
Έως την 10η επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, ένα ολόκληρο έθνος μέσα στο έθνος ήταν επικεντρωμένο στο να κρατά τον αμερικανικό λαό ασφαλή, θέτοντας τους πάντες υπό παρακολούθηση. Η Washington Post το αποκάλεσε ως «η άκρως απόρρητη Αμερική, κρυμμένη από τη δημόσια θέα».
Η εκτεταμένη υποδομή επιτήρησης είχε πολλαπλασιαστεί σε βαθμό που κανείς – ούτε καν κορυφαίοι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών – δεν γνώριζε πόσο κόστιζε ή πόσους απασχολούσε. Η καλύτερη εκτίμηση της Post, τον Ιούλιο του 2010, ήταν ότι κάλυπτε 10.000 τοποθεσίες σε όλες τις ΗΠΑ.
Ο προϋπολογισμός των μυστικών υπηρεσιών αυξήθηκε από 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2010, παραμένοντας στα 80 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι σήμερα.
«Αυτή είναι μια ιστορία για την αποτυχία των ελέγχων και των ισορροπιών» είχε δηλώσει ο Ben Wizner, δικηγόρος του Σνόουντεν, ο οποίος ασχολείται με τις παρακολουθήσεις στην Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU). «Τα δικαστήρια υπέκυψαν στην εμπειρογνωμοσύνη και τις αξιώσεις μυστικότητας της εκτελεστικής εξουσίας, το Κογκρέσο απέτυχε να καταστήσει τις υπηρεσίες πληροφοριών υπόλογες».
Ακόμα και τα μέσα ενημέρωσης δεν κατάφεραν να θέσουν την εξουσία προ των ευθυνών της. Όταν το 2005 οι New York Times αποκάλυψαν τις παρακολουθήσεις της NSA χωρίς ένταλμα, η εφημερίδα παραδέχτηκε ότι δεν κρατούσε την ιστορία στο συρτάρι εδώ και έναν χρόνο κατ’ εντολή του Λευκού Οίκου.
Οι LA Times απέσυραν επίσης μια ιστορία από πληροφοριοδότη, ο οποίος τους αποκάλυψε ότι η εταιρεία τηλεπικοινωνιών AT&T είχε παραδώσει όλη την κίνηση του Διαδικτύου της στην NSA. Στην εφημερίδα είχαν ασκήσει τότε πιέσεις ο Michael Hayden ( διευθυντής της NSA) και ο τότε διευθυντής των εθνικών μυστικών υπηρεσιών, John Negroponte.
Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας
Ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας (WoT) είναι όρος που αναφερόταν στη διεθνή στρατιωτική εκστρατεία που ξεκίνησε η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Οι στόχοι της εκστρατείας ήταν κατά κύριο λόγο οι εξτρεμιστικές ομάδες που βρίσκονταν σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο, με πιο γνωστές την Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος και τις διάφορες ομάδες-παρακλάδια τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» στις 16 Σεπτεμβρίου 2001 και λίγες ημέρες αργότερα σε επίσημη ομιλία του στο Κογκρέσο. «Ο εχθρός μας είναι ένα ριζοσπαστικό δίκτυο τρομοκρατών και κάθε κυβέρνηση που τους υποστηρίζει» είχε δηλώσει.
Σε αυτήν τη λογική πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση στο Αφγανιστάν, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν ακόμη συμπληρωθεί ένα μήνας από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, αλλά και στο Ιράκ. Η εισβολή στο Ιράκ, το 2003, θα εξοργίσει μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινής γνώμης, καθώς οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν την κατηγορία, άνευ αποδείξεων τελικά, ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν κρύβει όπλα μαζικής καταστροφής.
Δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι η επίθεση αποτέλεσε τροφή για τη ριζοσπαστικόποιηση και την εμφάνιση νέων εξτρεμιστικών ομάδων. Σύμφωνα με τον Μπερντ Γκράινερ, ιστορικό από το Αμβούργο, η τρομοκρατική οργάνωση ISIS -το παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους- δεν υπήρχε πριν από 20 χρόνια όταν, δηλαδή, ξεκίνησε ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας. Αλλά η δημιουργία της συνδέεται άμεσα με αυτόν τον πόλεμο και τον τρόπο που διεξήχθη.
«Γνωρίζουμε επακριβώς ότι η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους αποτελεί άμεση απόρροια της κατάρρευσης του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσείν το 2003» επισημαίνει ο Γκράινερ. «Μεγάλο τμήμα της πρώτης γενιάς τρομοκρατών του ISIS προερχόταν από τον παλαιό στρατό του Σαντάμ, τον οποίο οι ΗΠΑ διέλυσαν. Εκατοντάδες νέοι άνδρες κατέληξαν στον δρόμο χωρίς προοπτική εργασίας. Κάτι τέτοιο δίνει τροφή στη ριζοσπαστικοποίηση» είπε.
Ένας πόλεμος χωρίς αιτία και όρια
Όμως ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που κήρυξε ο πρόεδρος Μπους εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο χωρίς όρια. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2021 που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Watson for International and Public Affairs, οι πολλοί πόλεμοι, μετά την 11 Σεπτεμβρίου, στους οποίους συμμετείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, προκάλεσαν τον εκτοπισμό, με συντηρητικό υπολογισμό, 38 εκατομμυρίων ανθρώπων από το Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη, Σομαλία και τις Φιλιππίνες. Από αυτούς, 25 εκατομμύρια επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά τον εκτοπισμό τους. Η μελέτη εκτιμά επίσης ότι αυτοί οι πόλεμοι προκάλεσαν τον θάνατο 897.000 με 929.000 ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 364.000 αμάχων, ενώ κόστισαν 8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες ήταν πενταπλάσιες, συγκριτικά με τις δαπάνες στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, τη δημόσια συγκοινωνία και την επιστήμη.
«Ήλπιζα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αφιέρωναν περισσότερο χρόνο για να σκεφτούν τις συνέπειες ενός ενδεχόμενου πολέμου και τις εναλλακτικές απέναντι στη διεξαγωγή ενός πολέμου, αλλά οι Αμερικανοί ήταν τόσο φοβισμένοι, τόσο θυμωμένοι και ειλικρινά, τόσο σοκαρισμένοι, που ενεργήσαμε χωρίς πολλή σκέψη» αναφέρει η Neta C. Crawford, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο CAS, συνδιευθύντρια του προγράμματος Costs of War της ομάδας μελέτης Eisenhower, που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο Brown, και συγγραφέας του βιβλίου Accountability for Killing: Moral Responsibility for Collateral Damage in America’s Post-9/11 Wars (Ηθική ευθύνη για τις παράπλευρες απώλειες στους πολέμους της Αμερικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου).
Όπως υπογραμμίζει, μεσολάβησε μόλις μία ημέρα μεταξύ της επίθεσης που δέχθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις 11 Σεπτεμβρίου και της απόφασης του Προέδρου Μπους να ξεκινήσει τον πόλεμο κατά των τρομοκρατών. Και στη συνέχεια μεσολάβησε μόλις μια εβδομάδα μεταξύ της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου και της έγκρισης του Κογκρέσου για έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας δίχως τέλος και όρια.
«Ο Πρόεδρος Μπους μίλησε για διπλωματία και κυρώσεις κατά των Ταλιμπάν, αλλά δεν δαπανήσαμε σημαντική προσπάθεια για να εργαστούμε πάνω σε αυτές τις εναλλακτικές λύσεις. Ο παγκόσμιος πόλεμος των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας επεκτάθηκε σε περισσότερες από 85 χώρες -συμπεριλαμβανομένων των χτυπημάτων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, των στρατευμάτων, των συμβούλων και των όπλων. Τα τελευταία 20 χρόνια, περισσότερα από 7.000 μέλη του στρατού έχασαν τη ζωή τους σε αυτόν τον πόλεμο, και μεταξύ 360.000 και 387.000 άμαχοι έχουν σκοτωθεί από όλες τις πλευρές» τονίζει η Neta C. Crawford.
Η μετανάστευση έγινε συνώνυμο της τρομοκρατίας
Τα τρομακτικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 άλλαξαν επίσης για πάντα το πλαίσιο του μεταναστευτικού δικαίου και της μεταναστευτικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όπως εξηγεί η Sarah Sherman-Stokes, καθηγήτρια νομικών σπουδών και διευθύντρια του Προγράμματος για τα Δικαιώματα των Μεταναστών και την Εμπορία Ανθρώπων, λίγες ημέρες πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και ο πρόεδρος του Μεξικού Βιθέντε Φοξ συζητούσαν ενεργά για την υπηκοότητα τριών εκατομμυρίων Μεξικανών πολιτών χωρίς χαρτιά που ζούσαν τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η μετανάστευση και η τρομοκρατία έγιναν σχεδόν συνώνυμα, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε συζήτηση για την υπηκοότητα να βγει γρήγορα από το τραπέζι και να αντικατασταθεί από την κλιμάκωση της φυλετικής καταγραφής. Ακολούθησαν γρήγορα σημαντικές αλλαγές στο μεταναστευτικό δίκαιο και την πολιτική. Ως άμεση απάντηση στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι υπηρεσίες μετανάστευσης αναδιατάχθηκαν δραματικά και τέθηκαν υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας – στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα ότι η «πατρίδα» πρέπει να προστατεύεται από τους ξένους που θα μπορούσαν να τη βλάψουν.
Η εκτελεστική εξουσία δημιούργησε επίσης το Εθνικό Σύστημα Καταγραφής Εισόδου-Εξόδου Ασφάλειας (NSEERS), ένα πρόγραμμα που στοχεύει ειδικά στις αραβικές, μουσουλμανικές και νοτιοασιατικές κοινότητες για «ειδική καταγραφή», φυλετικό προφίλ, παρακολούθηση, κράτηση και απέλαση. Το πρόγραμμα αυτό έληξε τελικά το 2016.
Επιπλέον, ο νόμος USA PATRIOT Act του 2001 και ο νόμος REAL ID Act του 2005 διεύρυναν σημαντικά τους λόγους απόρριψης με βάση το κριτήριο της «τρομοκρατικής δραστηριότητας» και κατέστησαν πολύ πιο δύσκολο για τους αιτούντες άσυλο να κάνουν αίτηση προστασίας.
«Ο Παγκόσμιος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας (GWOT) νομιμοποίησε τις κατάφωρες παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των Μουσουλμάνων, των Αράβων και των Νοτιοασιατών, που υπόκεινται σε μαζικές απελάσεις, επιτήρηση και αντιτρομοκρατική επιβολή» τονίζει η Sahar Aziz καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο School of Law William and Patricia Kleh. Επιπλέον, όπως αναφέρει, ερευνητικά ρεπορτάζ αποκάλυψαν τις μαζικές παρακολουθήσεις από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA), τις μεθόδους βασανιστηρίων στις αμερικανικές φυλακές (όπως ο εικονικός πνιγμός) και τη μαζική παρακολούθηση των Αμερικανών μουσουλμάνων.
«Στο εξωτερικό, ο Παγκόσμιος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως νομική κάλυψη για την εισβολή του Ιράκ, τα βασανιστήρια και την επ’ αόριστον κράτηση στις φυλακές του Γκουαντάναμο – που συχνά αναφέρονται ως τα γκουλάγκ του 21ου αιώνα της Αμερικής» επισημαίνει η Sahar Aziz.
Με πληροφορίες από Guardian, Euronews, Deutche Welle, Bu Today, Wikipedia, Pbs