icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η διαταραχή αφορά το 0,3% με 2,6% του πληθυσμού - αν και πιστεύεται πως το ποσοστό είναι αρκετά μεγαλύτερο καθώς η κλεπτομανία είναι υποδιαγνωσμένη λόγω του κοινωνικού στίγματος και της ντροπής

Στις αρχές του 2000, οι φωτογραφίες (κεντρική) της Winona Ryder (Γουινόνα Ράιντερ) να κλέβει από ένα πολυκατάστημα έκαναν τον γύρο του κόσμου: η δημοφιλής ηθοποιός ήρθε αντιμέτωπη με τον νόμο και καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο, να προσφέρει κοινωνική εργασία, αλλά και να παρακολουθήσει συνεδρίες για την ενδεχόμενη κλεπτομανία της.

Παρόλο που ποτέ δεν παραδέχτηκε δημοσίως τη διάγνωση, η υπόθεσή της έφερε στην επιφάνεια μια ψυχολογική διαταραχή που παραμένει, μέχρι και σήμερα, υπομελετημένη και βαριά στιγματισμένη.

Η κλεπτομανία ορίζεται από τους ειδικούς ως μια ακατανίκητη παρόρμηση για κλοπή – όχι από ανάγκη ή επιθυμία για απόκτηση αγαθών, αλλά ως ένας τρόπος για συναισθηματική ανακούφιση. Τα αντικείμενα μπορεί να μην έχουν καμία αξία για το άτομο, αλλά η ίδια η πράξη φέρνει προσωρινή εκτόνωση. Ωστόσο, αμέσως μετά κυριαρχούν οι ενοχές, η ντροπή και μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση.

Ενάντια στις αξίες

Η Lucero Munguía, ψυχολόγος και ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Idibell της Βαρκελώνης, χαρακτηρίζει την κλεπτομανία ως μια συμπεριφορά που είναι ενάντια στις αξίες του ατόμου. Όπως εξηγεί: «Υπάρχει έντονη συναισθηματική ένταση πριν την πράξη, και η κλοπή γίνεται για ανακούφιση. Όμως μετά ακολουθούν συναισθήματα ντροπής και ενοχής, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που καταρρακώνει τον πάσχοντα».

Η κλεπτομανία ανήκει στην κατηγορία των διαταραχών ελέγχου των παρορμήσεων, μαζί με την πυρομανία και τη τριχοτιλλομανία, κατά την οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν εύκολα να σταματήσουν τη συνήθεια να τραβούν τα μαλλιά τους.

Σύμφωνα με μελέτη της Munguía που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports, η διαταραχή αφορά το 0,3% με 2,6% του πληθυσμού – αν και πιστεύεται πως το ποσοστό είναι αρκετά μεγαλύτερο καθώς η κλεπτομανία είναι υποδιαγνωσμένη λόγω του κοινωνικού στίγματος και της ντροπής.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες – τρεις στις τέσσερις περιπτώσεις. Αν και δεν υπάρχουν σαφή αίτια, η Munguía θεωρεί πως μπορεί να σχετίζεται με το γεγονός ότι είναι πιο επιρρεπείς στο άγχος.

Ο Luis Giménez από την Εταιρεία Ψυχιατρικής στην Ισπανία εξηγεί στην El Pais ότι ο ρόλος της σεροτονίνης – ενός νευροδιαβιβαστή που συνδέεται με τον έλεγχο της παρόρμησης – είναι σημαντικός, ενώ η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει και αντικαταθλιπτικά ή αντιεπιληπτικά.

Τα δύο βασικά προφίλ

Η κλεπτομανία, συχνά, συνυπάρχει με άλλες καταστάσεις, όπως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, εθισμούς ή διατροφικές διαταραχές. Όπως εξηγεί η Munguía, σε πολλές περιπτώσεις, η πράξη της κλοπής λειτουργεί ως μέσο συναισθηματικής ρύθμισης για να διαχειριστεί κανείς στρεσογόνα ζητήματα. «Προσφέρει προσωρινή ανακούφιση, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα – το αντίθετο, επανέρχεται και χειροτερεύει».

Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ένα άτομο θα ζητήσει βοήθεια με δική του πρωτοβουλία. «Συνήθως εμφανίζονται στη θεραπεία, έχοντας πρώτα αντιμετωπίσει νομικά προβλήματα ή πίεση από το οικογενειακό περιβάλλον», λέει η ψυχολόγος.

Η Susana Jiménez-Murcia, επικεφαλής του Τμήματος Κλινικής Ψυχολογίας στο Νοσοκομείο Bellvitge, σημειώνει πως πολλοί ασθενείς διαγιγνώσκονται σε μεγάλη ηλικία – παρόλο που η διαταραχή πρωτοέκανε την εμφάνισή της στην εφηβεία. «Πάνω από το 65% εγκαταλείπουν τη θεραπεία. Δεν αναγνωρίζουν τη διαταραχή, δεν θέλουν να έρθουν – ντρέπονται», λέει.

Η κοινωνική αντίδραση, όπως στο παράδειγμα της Winona Ryder, ενισχύει το στίγμα. Η Munguía επισημαίνει: «Όταν η κοινωνία χλευάζει τέτοιες καταστάσεις, οι ασθενείς δεν νιώθουν ασφάλεια να μιλήσουν ούτε στους κοντινούς τους». Γι’ αυτό και είναι κρίσιμο να ευαισθητοποιηθεί το κοινό γύρω από διαταραχές, όπως η κλεπτομανία.

Η μελέτη των ερευνητών του Idibell κατέδειξε, επίσης, πως υπάρχουν δύο βασικά προφίλ: το πιο παρορμητικό, που επιδιώκει άμεση ευχαρίστηση, και το πιο καταναγκαστικό, που επιδιώκει ανακούφιση από την έντονη δυσφορία.

Αυτές οι διαφορές καθορίζουν και την προσέγγιση στη θεραπεία. Στους πρώτους, ενδείκνυνται στρατηγικές αποφυγής ερεθισμάτων, ενώ στους δεύτερους, χρησιμοποιείται σταδιακή έκθεση και πρόληψη αντίδρασης.

Η Jiménez-Murcia τονίζει πως τα ευρήματα της μελέτης μπορεί να βοηθήσουν στη βελτίωση της θεραπευτικής προσέγγισης, η οποία σήμερα έχει χαμηλά ποσοστά επιτυχίας. Ο Giménez προσθέτει πως δεν πρέπει να υποτιμούμε τις διαταραχές αυτές: «Δεν πρόκειται για φιλοχρηματία ή οικονομική δυσπραγία – αλλά για αδυναμία ελέγχου. Ο χλευασμός ενισχύει το στίγμα και κάνει τα πράγματα χειρότερα».