icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ο καλλιτέχνης που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας

Πόσο οξύμωρο ένας άνθρωπος που μισούσε τις ταμπέλες να κουβαλά τόσες πολλές, ακόμη και μετά τον θάνατό του: «ασυμβίβαστος», «ρομαντικός ακτιβιστής», «αναρχικός ποιητής», «Άγιος» και «τρελός των Εξαρχείων». Ο Νικόλας Άσιμος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν άντεχε να μπαίνει σε καλούπια. Που είχε πάντα μια καρδιά και ένα παράθυρο ανοιχτά στην «υπόγα» του, στην οδό Αραχώβης 41, για να μπαίνουν οι φίλοι του.

Ήταν εκείνος που ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος με τα Εξάρχεια και, ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος που κυνηγήθηκε, λογοκρίθηκε, φυλακίστηκε, χλευάστηκε. Αυτός μόνος και όλοι οι άλλοι απέναντι, εκτός από όσους άντεχαν να δουν την παιδικότητα στην ψυχή του – γιατί το ταλέντο του δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς.

«Η κοινωνία είναι μια φυλακή, και όποιος δεν προσαρμόζεται, τον βαφτίζουν τρελό», είχε πει κάποτε.

Στις 17 Μαρτίου 1988 αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του. Ήταν μόλις 39 ετών, όμως το στίγμα του στην ελληνική μουσική σκηνή παραμένει αναλλοίωτο μέχρι και σήμερα, ενώ οι παλιότεροι κάτοικοι των Εξαρχείων έχουν να πουν κι από μία ιστορία για τον επαναστάτη που έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στους δρόμους, τραγουδώντας και απαγγέλλοντας στίχους που ήταν προορισμένοι, όπως και ο ίδιος, να «προκαλούν» το συντηρητικό κατεστημένο.

Φορώντας δύο γραβάτες, σταματούσε τους περαστικούς, λέγοντάς τους: «Εσύ φοράς μία γραβάτα, εγώ δύο, άρα εγώ είμαι δύο φορές κύριος!».

«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος»

Ο Νικόλαος Ασημόπουλος γεννιέται στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου περνά τα παιδικά του χρόνια ασχολούμενος, κυρίως, με τον αθλητισμό. Στην εφηβεία του γοητεύεται από τα ποιήματα του Γεώργιου Σουρή και αρχίζει να σκαρώνει στιχάκια, διασκεδάζοντας του συμμαθητές του, ενώ μετά το σχολείο, φεύγει για τη συμπρωτεύουσα, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

Χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά, το ψευδώνυμο «Άσιμος» κάτω από κάτι στιχάκια που έχουν αναφορές στο γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966.

«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».

Με μια κιθάρα για αποσκευή στην Αθήνα

Ο Άσιμος αγαπά πολύ το θέατρο και έτσι φτιάχνει ένα θεατρικό εργαστήρι, όπου παίζει με τους συμφοιτητές του έργα των Αριστοφάνη, Μενάνδρου και Μολίερου.

Το 1973, με μια βαλίτσα και την κιθάρα του στον ώμο κατεβαίνει στην Αθήνα και παίρνει σβάρνα όλες τις μπουάτ της Πλάκας. Εκεί, συνεργάζεται – μεταξύ άλλων – με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, η Μαριάννα Τόλη.

Αγνοεί επιδεικτικά όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας και ξεκινά τις πρώτες του ηχογραφήσεις μέσω ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, συνδυάζοντας στα κομμάτια του το ροκ, το λαϊκό και το ρεμπέτικο – πάντα με προκλητικό στίχο και σαρκαστική διάθεση.  

Παράλληλα, κυκλοφορεί τις «παράνομες κασέτες» του, τις οποίες ηχογραφεί και διακινεί μόνος του στα Προπύλαια, το Πολυτεχνείο, τα Εξάρχεια και το Μοναστηράκι.

Στις  28 Μαΐου του 1976, έρχεται στον κόσμο η κόρη του, Νιουνιού, από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.

Η περίοδος, όμως, είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τον Άσιμο: ο ίδιος είναι άνεργος και αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά προβλήματα, ενώ έναν χρόνο αργότερα (1977) συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες και συγγραφείς, με την επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο».

«Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες»

Όταν αφήνεται ελεύθερος από τη φυλακή, η ταυτότητά του έχει χαθεί. Δεν βγάζει άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε καταφέρνει να του εκδώσουν μία με το όνομα Άσιμος και τη «διευκρίνιση» – στο κατάλληλο σημείο – «άνευ θρησκεύματος»

Το 1980, γράφει το βιβλίο Αναζητώντας Κροκανθρώπους, το οποίο τυπώνεται από τον ίδιο, για πρώτη φορά, την ίδια χρονιά και κυκλοφορεί, το 2000, από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος.

«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θά ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.»

Το 1982 κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο Ξαναπές το. Σε τέσσερα τραγούδια συμμετέχουν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χαρούλα Αλεξίου – αλλά και η Αθηναϊκή Κομπανία, το όνομα της οποίας δεν γράφεται ποτέ στο εξώφυλλο, διότι θεωρείται πολύ «εμπορική».

Περίπου έναν χρόνο αργότερα ανοίγει ένα μαγαζάκι στην οδό Καλλιδρομίου. Εκεί γράφει και συνθέτει τα τραγούδια του και πουλά βιβλία και παιχνίδια για παιδιά.

«Η κατάρα του Τουταγχαμόν έχει πέσει επάνω μας»

Από το 1981 ξεκινά η επώδυνη σχέση του Άσιμου με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές. Το 1987, οδηγείται βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, καθώς μία κοπέλα τον κατηγορεί ότι την έχει βιάσει.

Παρόλο που αποφυλακίζεται σχεδόν αμέσως μετά την καταβολή χρηματικής εγγύησης που συγκεντρώνουν φίλοι του, δεν καταφέρνει ποτέ να το ξεπεράσει: παλεύοντας διαρκώς με τους δαίμονές του, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του, πριν καν ξεκινήσει η δίκη.

Στις 17 Μαρτίου του 1988, έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, βρίσκεται κρεμασμένος από έναν σωλήνα ύδρευσης στον «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του, στα Εξάρχεια.

Πριν προχωρήσει στο απονενοημένο, τηλεφωνεί στον φίλο του, Νίκο Ζερβό. Όπως είχε περιγράψει ο σκηνοθέτης και παραγωγός στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου»: «Μου είπε: “Ζερβέ, η κατάρα του Τουταγχαμόν έχει πέσει επάνω μας”. Και εγώ του είπα: “Άσε μας ρε Νικόλα να κοιμηθώ”, γιατί με πήρε τηλέφωνο στις 03:00».

Ήταν μόλις 39 ετών.

Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλο «Ο Φίλος μας» στον δίσκο «Τα Βιώματά μου», σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη.

Το συγκεκριμένο τραγούδι, όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».