Έγινε αρχικά γνωστή ως η αφελής τσαχπίνα του ελληνικού κινηματογράφου, όμως αργότερα ξεχώρισε για τον αιχμηρό της λόγο, για τη γραφή και την ποίησή της, όπου πρωταγωνιστούν αλήτες, πόρνες, ποινικοί, τραβεστί, μετανάστες... Η Κατερίνα Γώγου ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ανήσυχος, με μια στάση ζωής ξεχωριστή και απέναντι σε ένα σύστημα που απεχθανόταν
Οι φίλοι της ήταν μαύρα πουλιά και η Κατερίνα Γώγου μια ασυμβίβαστη, αναρχική ψυχή
Έγινε αρχικά γνωστή ως η αφελής τσαχπίνα του ελληνικού κινηματογράφου, όμως αργότερα ξεχώρισε για τον αιχμηρό της λόγο, για τη γραφή και την ποίησή της, όπου πρωταγωνιστούν αλήτες, πόρνες, ποινικοί, τραβεστί, μετανάστες... Η Κατερίνα Γώγου ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ανήσυχος, με μια στάση ζωής ξεχωριστή και απέναντι σε ένα σύστημα που απεχθανόταν
Έγινε αρχικά γνωστή ως η αφελής τσαχπίνα του ελληνικού κινηματογράφου, όμως αργότερα ξεχώρισε για τον αιχμηρό της λόγο, για τη γραφή και την ποίησή της, όπου πρωταγωνιστούν αλήτες, πόρνες, ποινικοί, τραβεστί, μετανάστες... Η Κατερίνα Γώγου ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ανήσυχος, με μια στάση ζωής ξεχωριστή και απέναντι σε ένα σύστημα που απεχθανόταν
Έγινε αρχικά γνωστή ως η αφελής τσαχπίνα του ελληνικού κινηματογράφου, όμως αργότερα ξεχώρισε για τον αιχμηρό της λόγο, για τη γραφή και την ποίησή της, όπου πρωταγωνιστούν αλήτες, πόρνες, ποινικοί, τραβεστί, μετανάστες... Η Κατερίνα Γώγου ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ανήσυχος, με μια στάση ζωής ξεχωριστή και απέναντι σε ένα σύστημα που απεχθανόταν
Την έχεις δει να παίζει δευτερεύοντες ρόλους σε ταινίες δίπλα στη Τζένη Καρέζη (Μια τρελή,τρελή οικογένεια), την Αλίκη Βουγιουκλάκη (Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο) και την Μάρω Κοντού (Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα).
Την ξέρεις ως Σίσσυ, την τσαχπίνα, αεικίνητη αδελφή της Τζένης Καρέζη στην ταινία Μια τρελή, τρελή οικογένεια, όπου χόρευε ασταμάτητα.
Την ξέρεις ως Παγώνα, τη νεαρή οικιακή βοηθό της Μάρως Κοντού και του Γιώργου Κωνσταντίνου στην ταινία Η γυνή να φοβήται τον άνδρα, όπου έτρεχε πανικόβλητη να βρει «βελόνα και κλωστή» για να ράψει το κουμπί του αυστηρού κυρίου της.
Την ξέρεις και ως Λαζάρου, την ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, που προσπάθησε να δικαιολογήσει μια αταξία της στον καθηγητή Δημήτρη Παπαμιχαήλ με την ατάκα «πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου».
Όμως ο ρόλος του αφελούς κι επιφανειακού κοριτσιού-τους οποίους ερμήνευσε ως ηθοποιός ομολογουμένως με επιτυχία-απείχε πολύ από την προσωπικότητά της κι ας είχε χαρακτηριστεί ως θηλυκός κλόουν.
Στην πραγματικότητα η Κατερίνα Γώγου ήταν μια μοναχική ψυχή, ένα ανήσυχο πνεύμα με συνεχείς αναζητήσεις, ένας τολμηρός άνθρωπος που συγκρουόταν με το κατεστημένο.
Αυτός ο αληθινός χαρακτήρας της βγήκε στην επιφάνεια μέσα από τη γραφή της, όταν εγκατέλειψε την υποκριτική κι ασχολήθηκε με την ποίηση.
Η σκερτσόζα ηθοποιός
Η Κατερίνα Γώγου αγάπησε πολύ κι από μικρή το θέατρο. Πήρε τον πρώτο της ρόλο σε παιδική παράσταση σε ηλικία μόλις 5 ετών, με πολλούς να την χαρακτηρίζουν παιδί-θαύμα.
Τα παιδικά της χρόνια κάθε άλλο παρά εύκολα ήταν. Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Ο πατέρας της, με τον οποίο έμενε ως την εφηβεία-αν και πολύ αυστηρός-υποστήριξε την επιθυμία της να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εκείνη την εποχή θεωρούνταν μία από τις καλύτερες. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.
Στο θέατρο έκανε το ντεμπούτο της με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό».
Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία Ο άλλος, σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Η φήμη της αποκτήθηκε στα πλατό της Finos Film, με δευτερεύοντες ρόλους, σε δεκάδες ταινίες, υποδυόμενη άλλοτε την τσαχπίνα υπηρέτρια, την σκανδαλιάρα μικρή αδελφή κι άλλοτε το ατίθασο νιάτο.
Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο (1959), Νόμος 4.000 (1962), Δεσποινίς Διευθυντής (1964), Γάμος αλά ελληνικά (1964), Η γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965), Μια τρελή τρελή οικογένεια (1965).
Στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο ο πρώτος της ρόλος ήταν στην ταινία Βαρύ Πεπόνι (1977), τιμήθηκε μάλιστα για την ερμηνεία της με το βραβείο Α’ γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ακολούθησε η εμβληματική της εμφάνιση, ως αφηγήτρια, στην ταινία Παραγγελιά (1980), όπου απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της Τρία κλικ αριστερά και Ιδιώνυμο.
Το 1984 πήρε το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου για την ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού, όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Η αναρχική ποιήτρια
Η Κατερίνα Γώγου ως ποιήτρια είναι γνωστή για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό τρόπο γραφής της, καθώς και τις αναρχικές της ιδέες. Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι οργή και επαναστατικότητα και ήδη από τις πρώτες της ποιητικές συλλογές αναγορεύθηκε σε μούσα του αθηναϊκού underground.
Τα ποιήματά της είχαν κοινωνικό πρόσημο, ασκούσαν κριτική στην κοινωνία, την ανθρωπότητα. Ποιήματα σκούρα και σκοτεινά, όπως έβλεπε η ίδια την πραγματικότητα.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή μάλιστα, με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός εξαιρετικά σπάνιος για τέτοιου είδους βιβλία, που τον έφταναν μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Γιάννης Ρίτσος.
Εκτός από το Τρία κλικ αριστερά που μεταφράστηκε και στα αγγλικά, έγραψε και τα Ιδιώνυμο, Το ξύλινο παλτό, Απόντες, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Νόστος, ενώ μετά τον θάνατό της κυκλοφόρησαν τα Με λένε Οδύσσεια, Νόστος (επανέκδοση) και Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε.
Μέσα από τα ποιήματά της διαφαίνεται τόσο ο μοναχικός χαρακτήρας της, η πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση και οι κοινωνικές ανησυχίες της.
Οι στίχοι της με ωμό ρεαλισμό, μιλούσαν για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ενώ κατέγραφαν και υπαρξιακές ανησυχίες όπως το ποίημα Καμιά φορά και το Εμένα οι φίλοι μου από την ποιητική συλλογή Τρία κλικ αριστερά ή το Θα έρθει καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα από την συλλογή Ιδιώνυμο.
Καμιά φορά
«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά
και μπαίνεις. Φοράς άσπρο κάτασπρο
κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύ-
βεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει
στη θέση που μ’ άφησες για να με ξανα-
βρεις. Όμως πρέπει νάχει περάσει πο-
λύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύ-
νανε κι οι φίλοι με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει
την φαντασία μου κι όταν ακούω “Κατερίνα”
τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω
κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;»
Εμένα οι φίλοι μου
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα
Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
–μη βλέπεις εμένα– μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θά ’ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία –δε θέλω να λέω ψέματα–
δύσκολοι καιροί.
Και θά ’ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά–
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.
Τα Εξάρχεια
Η Κατερίνα Γώγου μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο συνιστούσαν αυτό που αργότερα καθιερώθηκε ως η «Αγία Τριάδα» των Εξαρχείων, όπως την ονόμασε ο Λεωνίδας Χρηστάκης.
Μπορούσες να τους συναντήσεις στην πλατεία να πίνουν καφέ, να παραμιλούν ή να κοιτάζουν βαθυστόχαστα το άπειρο.
Ήταν τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, που όμως είχαν ένα πράγμα κοινό: Τις τάσεις φυγής και αυτονομίας. Και ίσως μιας αποστροφής για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαν.
Οι τρεις τους έζησαν γρήγορα, ελεύθερα, αντισυμβατικά και έφυγαν πρόωρα και άδοξα.
Η Κατερίνα Γώγου ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο και στάθηκε έμπρακτα στο πλευρό πολλών αναρχικών, συμμετέχοντας σε επιτροπές που πάλευαν για την αποφυλάκισή τους.
Η ίδια είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις Αρχές για την αντισυμβατική συμπεριφορά της.
Μάλιστα τον τον Ιανουάριο του 1980, όταν η 17 Νοέμβρη σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία μάρτυρα, που υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ και η Γώγου αφέθηκε ελεύθερη.
Το μοναχικό τέλος
Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 η Κατερίνα Γώγου βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της πάλευε σκληρά με τους δαίμονές της, τα ναρκωτικά. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων» ο Νικόλας Άσιμος και ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Όπως είχε πει το 1991 σε συνέντευξή της «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Όχι για πολύ όμως, όπως αποδείχθηκε.
Στην είδηση του θανάτου της οι άνθρωποί της στεναχωρήθηκαν, όμως δεν εξεπλάγησαν.
«Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια», ανέφερε η κόρη της, Μυρτώ, ενώ ο φίλος της και ποιητής Γιώργος Χρονάς είπε πως λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία της του είχε πει «φεύγω για αλλού».