icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ακόμη και αν όλοι οι θάνατοι που σχετίζονταν με συγκρούσεις σταματούσαν μέχρι το 2023, τα «σκοτεινά σημεία» του παρελθόντος θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τις κοινότητες και τα άτομα μέχρι τουλάχιστον το 2070

Το 2001, η Nathalie Williams μετακόμισε από τη γενέτειρά της, στο Όρεγκον, στην Phnom Penh (Πνομ Πεν), την πρωτεύουσα της Καμπότζης για να εργασθεί στο Ταμείο Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών, έναν οργανισμό που επικεντρώνεται στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία.

Από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, θυμάται πως διάφορες περίεργες συνήθειες του ντόπιου πληθυσμού άρχισαν να τραβούν την προσοχή της: Όταν μία φορά έσκασε ένα λάστιχο μοτοσικλέτας στο δρόμο, όλοι πάγωσαν, φοβούμενοι ότι επρόκειτο για πυροβολισμό, ενώ η κατά τα άλλα πολύβουη πρωτεύουσα έμοιαζε να «κατεβάζει διακόπτες» από πολύ νωρίς – συχνά από τις 20:00 το βράδυ.

Με τα χρόνια, έμαθε να αναγνωρίζει αυτές τις στιγμές ως κατάλειπα της βίας υπό την ηγεσία των Ερυθρών Χμερ, μίας οργάνωσης που έδρασε μεταξύ 1975 και 1979 και προκάλεσε, μέσω των κοινωνικών πολιτικών της, τη γενοκτονία της Καμπότζης.

«Ο πόλεμος δεν τελείωσε – ποτέ», αναφέρει η Williams, που σήμερα είναι κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον.

Οι πιο θανατηφόρες κρίσεις στον κόσμο αγνοούνται

Η παραπάνω εμπειρία της Williams αλλά και άλλων επιστημών για το πώς οι ένοπλες συγκρούσεις διαμορφώνουν τις ζωές των ανθρώπων οδήγησε σε διάφορες μελέτες, με πολλούς ερευνητές να διερευνούν επίσης τις επιπτώσεις του πολέμου στη μετανάστευση και την υγεία.

Παρόλο, όμως, που οι ερευνητές βρίσκουν τρόπους να μετρήσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των συγκρούσεων, χρησιμοποιώντας νέα είδη δεδομένων, όπως δορυφορικές εικόνες, ο αντίκτυπος στην υγεία των αμάχων που έχουν βιώσει τον πόλεμο είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, ιδίως σε περιοχές του κόσμου που είναι φτωχές σε πόρους.

Ωστόσο, τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι ο πόλεμος ρίχνει μεγάλη σκιά στη δημόσια υγεία: Εκτός από τους θανάτους που προκαλούνται άμεσα από τη βία, οι ζημιές που σχετίζονται με τις συγκρούσεις στις υποδομές, όπως τα νοσοκομεία και οι δρόμοι, μπορούν να αυξήσουν τα ποσοστά των μολυσματικών ασθενειών και του υποσιτισμού και να μειώσουν την πρόσβαση σε προληπτική φροντίδα, όπως είναι οι εμβολιασμοί.

Επιπλέον, οι πρόσφυγες και οι επιζώντες συχνά υποφέρουν από υποσιτισμό και άγχος που μπορεί να προκαλέσουν υψηλότερα ποσοστά χρόνιων ασθενειών αργότερα στη ζωή τους, ενώ το κοινωνικό και συναισθηματικό τίμημα που προκαλείται από την απώλεια μελών της οικογένειας μπορεί να συνεχίσει να επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων για γενιές και γενιές, πολλά χρόνια μετά το τέλος μιας σύγκρουσης.

Μετρώντας τις απώλειες

Οι ερευνητές, πλέον, αναπτύσσουν δημιουργικές τεχνικές για τη μέτρηση της έκτασης αυτών των βλαβών – μια προσπάθεια που ο Abraham Flaxman, ερευνητής παγκόσμιας υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, λέει ότι είναι απαραίτητη.

Για να καταγράψουν την πλήρη έκταση της θνησιμότητας που προκαλείται από τον πόλεμο – θανάτους που προκαλούνται από άμεσες μάχες και βομβαρδισμούς, καθώς και εκείνους που συμβαίνουν λόγω έλλειψης ιατρικών υπηρεσιών, ασφαλών διαβάσεων προς νοσοκομεία ή άλλων υποδομών – οι ερευνητές συγκεντρώνουν αριθμούς από μερικές βασικές πηγές.

Υπό κανονικές συνθήκες, τα διοικητικά δεδομένα, όπως απογραφές, μεγάλες έρευνες νοικοκυριών που διεξάγονται από τις κυβερνήσεις και άλλα συστήματα καταγραφής, προσφέρουν αξιόπιστες εκτιμήσεις για τη ζωή, τον θάνατο και τις ασθένειες, αλλά τα συστήματα αυτά συχνά καταρρέουν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, εξηγεί ο Flaxman.

Έτσι, για να καλύψουν το κενό, οι επιστήμονες στηρίζονται σε επίσημες κυβερνητικές εκθέσεις, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και αναφορές στον Τύπο, αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε άλλες μη παραδοσιακές πηγές, όπως δεδομένα από δορυφόρους και κινητά τηλέφωνα.

Οι αριθμοί δεν είναι πάντα ακριβείς

Παρόλο που οι αριθμοί των νεκρών συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη προσοχή, άλλες μετρήσεις που σχετίζονται με τις ένοπλες συγκρούσεις και είναι επίσης κρίσιμες για την υγεία των ανθρώπων είναι δύσκολο να γίνουν.

Ένα παράδειγμα είναι η μετανάστευση – ένα φαινόμενο που, σύμφωνα με τη Williams, είναι ελάχιστα κατανοητό, στο πλαίσιο των ένοπλων συγκρούσεων. Οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο που μετακινούνται σε διαφορετικές χώρες συχνά υποφέρουν από ασυνεχή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, δυσκολία στην εξεύρεση εργασίας, εκπαίδευσης και ασφαλούς στέγασης και άλλες κοινωνικές προκλήσεις.

Οι επίσημοι αριθμοί σπάνια αποτυπώνουν την έκταση αυτής της μετατόπισης. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που μετακινούνται όταν ο κίνδυνος από μια σύγκρουση είναι επικείμενος, αλλά δεν καταγράφονται επίσημα ως πρόσφυγες, συχνά δεν καταμετρούνται, αν και μπορεί να αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με τους καταγεγραμμένους πρόσφυγες.

Οι αριθμοί δεν αντιπροσωπεύουν επίσης με ακρίβεια τους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους αλλά, είτε λόγω καταναγκασμού είτε από επιλογή, παραμένουν εντός των χωρών τους, λέει η Williams.

«Το διαμέρισμα κάποιου βομβαρδίζεται. Δεν μπορεί να ζήσει πια εκεί, οπότε μετακομίζει με την αδελφή του στη διπλανή πόλη. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να αποφασίσει αν αυτό μετράει ως εσωτερική μετατόπιση ή όχι». Για τη Williams, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που βιώνουν διαφορετικές καταστάσεις και δεν έχουν καταμετρηθεί ποτέ.

Η τεχνολογία βοηθά στις καταγραφές

Θέλοντας να καταγράψουν αυτές τις παροδικές μετακινήσεις, η Xiao Hui Tai, στατιστικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις, και πρώην συνάδελφοί της από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ στράφηκαν σε ανώνυμα δεδομένα κινητών τηλεφώνων από το Αφγανιστάν που αποκάλυπταν τις μετακινήσεις των ανθρώπων μεταξύ των περιοχών καταγωγής τους και των κοντινών περιοχών.

Ανέλυσαν τα δεδομένα τοποθεσίας μαζί με αναφορές των μέσων ενημέρωσης που παρείχαν στοιχεία για τη βία για να παρακολουθήσουν πώς οι συγκρούσεις εκτόπισαν εσωτερικά τους ανθρώπους ή προκάλεσαν μετανάστευση.

Σε μια μελέτη του 2022, ανέφεραν ότι οι άνθρωποι είχαν περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν τις συνοικίες τους μετά από μια θανάσιμη βίαιη σύγκρουση από ό,τι θα έκαναν αν δεν υπήρχε βία.

Οι πιθανότητες αναχώρησής τους κορυφώνονταν δέκα ημέρες μετά από ένα βίαιο γεγονός, αν και παρέμεναν υψηλότερες από το κανονικό ακόμη και τρεις μήνες αργότερα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι πολλοί άνθρωποι εγκατέλειπαν μια περιοχή προληπτικά, συχνά περίπου πέντε ημέρες πριν από την εμφάνιση αναφορών για θανατηφόρα βία στα μέσα ενημέρωσης.

Από την άλλη, η μελέτη της Tai αντικατοπτρίζει μόνο τις μετακινήσεις των ανθρώπων με κινητά τηλέφωνα και, ως εκ τούτου, πιθανότατα υποεκπροσωπεί τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και άλλες ευάλωτες ομάδες.

Παρόλα αυτά, η καταγραφή αυτού του είδους των πληροφοριών θα μπορούσε να επηρεάσει τις «προσπάθειες για τον περιορισμό του αντίκτυπου της βίας», αναφέρει η Tai, εφιστώντας την προσοχή των φορέων χάραξης πολιτικής στις συνέπειες της βίας και σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτή τη βοήθεια.

Οι διαγενεακές επιπτώσεις του πολέμου

Σε μια μελέτη περισσότερων από 2.000 ατόμων που επέζησαν από τον πόλεμο του Βιετνάμ (1955-1975) τα άτομα που ήταν λίγο πριν την εφηβεία κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης αποδείχτηκε πως είχαν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο μετατραυματικού στρες και προβλημάτων σωματικής υγείας από εκείνους που ήταν μεγαλύτεροι εκείνη την εποχή, γεγονός που υποδηλώνει αυξημένους κινδύνους από την έκθεση των απιδιών στον πόλεμο.

Μια άλλη επίπτωση του πολέμου που δεν λαμβάνεται, συχνά, υπόψη είναι το βάρος του πένθους. Η έρευνα της Williams υποδεικνύει ότι ο θάνατος ενός παιδιού, η απώλεια των γονέων του ή η απώλεια των φροντιστών ενός ηλικιωμένου μπορεί να μεταβάλει δραματικά τη σωματική και ψυχική υγεία των επιζώντων, καθώς και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.

Αυτοί οι θάνατοι μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα ενός ηλικιωμένου να πάει στον γιατρό, την πρόσβαση ενός παιδιού στην εκπαίδευση ή την ικανότητα ενός μονογονέα να στηρίξει την οικογένειά του.

Όσον αφορά στη δημόσια υγεία, αυτές οι απώλειες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καταστάσεων, όπως παρατεταμένη δυσθυμία, κατάθλιψη, διαταραχή μετατραυματικού στρες και καταχρήσεις – και μπορεί να συμβάλουν σε υψηλότερα ποσοστά ασθενειών που συνδέονται με χρόνιες φλεγμονές.

Οι συνέπειες των επιλογών

Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, η Williams και οι συνάδελφοί της υπολόγισαν πώς το πένθος επιβάρυνε – και θα συνεχίσει να επιβαρύνει – 16 πληθυσμούς που έχουν υποστεί θανάτους που σχετίζονται με συγκρούσεις μεταξύ 1989 και 2023, μεταξύ άλλων στην Ουκρανία, τη Συρία, το Αφγανιστάν και τα Παλαιστινιακά εδάφη.

Τα μοντέλα τους προέβλεψαν ότι, ακόμη και αν όλοι οι θάνατοι που σχετίζονταν με συγκρούσεις σταματούσαν μέχρι το 2023, τα «σκοτεινά σημεία» του παρελθόντος θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τις κοινότητες και τα άτομα μέχρι τουλάχιστον το 2070. Ακόμη και αν ανοικοδομούμε τις γέφυρες ή τα κτίρια, είναι σαν «αυτό το πένθος να μην φεύγει ποτέ», αναφέρει η Williams.

Το τράυμα που σχετίζεται με τις ένοπλες συγκρούσεις επηρεάζει τους ανθρώπους και τις κοινωνίες με πολλούς τρόπους, που κυμαίνονται από την οικονομική ανασφάλεια, τις διακοπές στην εκπαίδευση και τα παραπαίουσα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας.

Ως εκ τούτου, χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για να κατανοήσουμε ακριβώς πώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να κατανείμουν πόρους για να βοηθήσουν τους πληγέντες, λέει η επιστήμονας.

Η ακριβής καταμέτρηση των συνεπειών ενός πολέμου στην ανθρώπινη υγεία έχει τεράστια σημασία επειδή οι συγκρούσεις είναι στην πραγματικότητα, όπως λέει ο Flaxman, «μια πολιτική επιλογή», για την οποία θεωρεί πως αν υπήρχαν ολοκληρωμένα τα στοιχεία για τον αντίκτυπο, θα γινόντουσαν πολύ διαφορετικές κινήσεις που θα απέτρεπαν πολλούς πολέμους.

Με πληροφορίες από Undark