icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η εφαρμογή γνωριμιών κατηγορείται για κοινοποίηση ευαίσθητων δεδομένων σε τρίτους για εμπορικούς σκοπούς χωρίς τη συγκατάθεση των χρηστών

Ένας gay άνδρας που ισχυρίζεται πως είναι θετικός στον HIV υποστηρίζει πως η εφαρμογή γνωριμιών Grindr, χρησιμοποίησε προσωπικά ιατρικά του δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεσή του. Πρόκειται για μόλις έναν από τους σχεδόν 1.300 ανθρώπους που κατέθεσαν ομαδική αγωγή κατά της αμερικανικής εταιρείας στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, για κατάχρηση των προσωπικών πληροφοριών τους από την εφαρμογή.

Η ομαδική αγωγή κατηγορεί την Grindr για παραβίαση της βρετανικής νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων και για κοινοποίηση ευαίσθητων δεδομένων σε τρίτους για εμπορικούς σκοπούς χωρίς τη συγκατάθεση των χρηστών, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών σχετικά με το πότε έκαναν τελευταία φορά εξετάσεις.

Παρόλο που η εταιρεία αρνείται ότι πούλησε ή κοινοποίησε τις πληροφορίες υγείας που ανέφεραν οι χρήστες για διαφημιστικούς σκοπούς, ο άνδρας ισχυρίζεται ότι στοχοποιήθηκε με διαφημίσεις για θεραπείες για τον HIV στην πλατφόρμα και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού εκμυστηρεύτηκε την κατάστασή του. «Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος», δήλωσε.

Κατάχρηση προσωπικών πληροφοριών για μάρκετινγκ

Η αγωγή συντονίζεται από τη νομική εταιρεία Austen Hays του City of London, η οποία αναφέρει ότι ενδέχεται επίσης να έχουν κοινοποιηθεί πληροφορίες σχετικά με την εθνικότητα των χρηστών του Grindr αλλά και δεδομένα που αφορούν στη σεξουαλική ζωή και τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.

Το 2021, η νορβηγική αρχή προστασίας δεδομένων επέβαλε πρόστιμο 6,5 εκατομμυρίων ευρώ στην Grindr για τη γνωστοποίηση δεδομένων χρηστών σε τρίτους για σκοπούς μάρκετινγκ, χωρίς νομική βάση.

Η δικηγόρος που ηγείται της αγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο, Chaya Hanoomanjee, δήλωσε ότι οι ενάγοντες βίωσαν «σημαντική δυσφορία», όπως και «φόβο, αμηχανία και άγχος».

Ιατρικά δεδομένα «στη φόρα»

Ο χρήστης, ο οποίος εκμυστηρεύτηκε στον Guardian πως γνώρισε τον σύζυγό του μέσω της εφαρμογής ισχυρίζεται ότι όταν βγήκε το Grindr το 2009 αισθάνθηκε πως ήταν κάτι «τεράστιο για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα»: «Συνήθως έπρεπε να βάζουμε διαφημίσεις στις εφημερίδες, αλλά όταν βγήκε το Grindr, ήταν απλά άμεσο. […] Δεν χρειαζόταν πια να πηγαίνω στις παμπ και τα μπαρ, γιατί πάντα ένιωθα εκτός τόπου και χρόνου εκεί. Να πίνεις μια μπύρα και να βγάζεις τον εαυτό σου στην αγορά».

Για τον ίδιο και πολλούς άλλους χρήστες εφαρμογών για γνωριμίες είναι εξαιρετικά σημαντικό να είναι ειλικρινείς – ειδικά όταν πρόκειται για φορείς του ιού HIV, έτσι ώστε οι άλλοι χρήστες να είναι ενήμεροι και να μπορούν να λαμβάνουν προφυλάξεις για να αποφύγουν τη μόλυνση.

Ωστόσο, ο άνδρας παραδέχτηκε πως «αναστατώθηκε» όταν άρχισε να βλέπει διαφημίσεις στις διαδικτυακές του ροές που αφορούσαν σε θεραπείες για τον HIV. Αρχικά σκέφτηκε πως το τηλέφωνό του «τον ακούει»: «Δεν πίστευα ότι ήταν από την ίδια την εταιρεία. Δεν θα το περίμενε κανείς αυτό. Δεν ντρέπομαι για την κατάστασή μου, αλλά δεν περίμενα ότι το Grindr θα πήγαινε και θα με πουλούσε σαν κομμάτι κρέας. Δεν είναι δική τους δουλειά. Είναι η ζωή μου».

Αρνείται τις κατηγορίες το Grindr

«Το Grindr δεν έχει ποτέ πουλήσει ή μοιραστεί πληροφορίες υγείας που έχουν αναφερθεί από τους χρήστες, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης HIV, για διαφημιστικούς σκοπούς, όπως ανακριβώς προτείνεται σε αυτή τη νομική αξίωση», δήλωσε εκπρόσωπος του Grindr. «Όπως θα αποδείξουμε στην απάντησή μας, ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται σε θεμελιώδη παραποίηση των πρακτικών που εφαρμόστηκαν πριν από τέσσερα και πλέον χρόνια, πριν από τις αρχές του 2020. Οι χρήστες σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να έχουν παραπλανηθεί από αυτόν τον λανθασμένο χαρακτηρισμό, κάτι για το οποίο λυπούμαστε, και παραμένουμε προσηλωμένοι στην προστασία των δεδομένων των χρηστών μας και στη συμμόρφωση με όλους τους ισχύοντες κανονισμούς για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των δεδομένων».

Ωστόσο, η δικηγόρος που έχει αναλάβει την ομαδική αγωγή επιμένει πως οι χρήστες «πρέπει να αποζημιωθούν ακόμη και αν αυτή ήταν μόνο μια παλιά πρακτική, καθώς έχει επηρεάσει μαζικά τους ίδιους και τη ζωή τους».

Με πληροφορίες από Guardian