icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης, ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, μιλά στο pride.gr υπενθυμίζοντάς μας πως η τέχνη εμπεριέχει από τη φύση της την προβοκάτσια και κινδυνεύει μόνο από τα αυταρχικά καθεστώτα, τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές και τα άτομα που δεν μπορούν να ανεχθούν την πολυφωνία, την αντιπαράθεση και την κριτική

Τι ορίζουμε ως «τέχνη», σε ποιους απευθύνεται και από ποιους κινδυνεύει; Μπορεί ένα έργο τέχνης να «διαφθείρει» τους ανθρώπους και, τελικά, υπάρχουν θέματα με τα οποία ένας καλλιτέχνης «δεν πρέπει» να καταπιάνεται;

Εδώ και 13 χρόνια, η 15η Απριλίου έχει ορισθεί από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης – μία καθόλου τυχαία ημερομηνία αφού συμπίπτει με τη γέννηση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι – και αποτελεί διαρκή υπενθύμιση ότι η τέχνη εμπνέει, θεραπεύει, προβληματίζει, αλλά και κινητοποιεί.

Με δεκάδες ανησυχητικά περιστατικά να απειλούν την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, τα τελευταία χρόνια – με πιο πρόσφατο τον βανδαλισμό τεσσάρων έργων του καλλιτέχνη Χριστόφορου Κατσαδιώτη από βουλευτή του κόμματος της Νίκης, μέσα στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ), μιλά στο pride.gr, υπενθυμίζοντάς μας πως η Τέχνη εμπεριέχει από τη φύση της την προβοκάτσια – και γι αυτό, άλλωστε, επιβιώνει!

Τι ορίζουμε ως «τέχνη» ή τι αποτελεί «τέχνη»;

Η τέχνη είναι «ενέργεια». Αναδύεται από τα βάθη της ατομικής και συλλογικής μνήμης, που διαμορφώνεται από την ικανότητά μας να μαθαίνουμε, να προσαρμοζόμαστε και να εξελισσόμαστε. Σε αντίθεση με τις εικόνες μαζικής παραγωγής – που προορίζονται για άμεση κατανάλωση – η τέχνη απαιτεί περισυλλογή, διαίσθηση και λογική. Εκφράζεται μέσω συμβόλων, οπτικών, συναισθηματικών και μαθηματικών, που ξεπερνούν τις λέξεις και τα πολιτισμικά όρια.

Η τέχνη δεν είναι σταθερή. Εξελίσσεται, εκπλήσσει και μερικές φορές αντιστέκεται στην κατανόηση, προσπαθώντας να αποκαλύψει κάτι ουσιαστικό για την ύπαρξη

Στον πυρήνα της, συλλαμβάνει το άυλο: τις πνευματικές, συναισθηματικές και ενεργειακές διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, οι οποίες επαναπροσδιορίζονται συνεχώς από τον χρόνο, το πλαίσιο και την αντίληψη.

Γι’ αυτό η τέχνη δεν είναι σταθερή, αλλά εξελίσσεται, εκπλήσσει και μερικές φορές αντιστέκεται στην κατανόηση, προσπαθώντας πάντα να αποκαλύψει κάτι ουσιαστικό για την ύπαρξη.

Σε ποιους απευθύνεται η τέχνη και ποιος ο σκοπός της;

Η τέχνη απευθύνεται σε άτομα που αναζητούν νόημα πέρα από την πληροφορία, που μπορούν να περιηγηθούν στα σύμβολα, τη μνήμη και το συναίσθημα.

Σκοπός της δεν είναι να διδάξει ή να διασκεδάσει εμπορικά, αλλά να διοχετεύσει ενέργεια, να ξυπνήσει τη μνήμη και να προκαλέσει προβληματισμό.

Η τέχνη διατηρεί προσωπικές και συλλογικές ιστορίες, προκαλεί τις αντιλήψεις και γεφυρώνει το πνευματικό με το υλικό, ενώ προσκαλεί τον θεατή σε έναν κοινό χώρο διαίσθησης και λογικής, περισυλλογής και μεταμόρφωσης. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται μια ζωντανή διαδικασία – ένας δυναμικός διάλογος μεταξύ δημιουργού, κοινού και των εξελισσόμενων αληθειών της στιγμής.

Ενώ η διαφήμιση ή οι μαζικές εικόνες εξυπηρετούν την αμεσότητα και την κατανάλωση, ο σκοπός της τέχνης είναι να διαρκεί, να αμφισβητεί και να αποκαλύπτει. Δεν επιδιώκει την επικύρωση στη δημοτικότητα, αλλά στην ικανότητά της να συγκινεί, να ενοχλεί ή να μεταμορφώνει την ανθρώπινη συνείδηση.

Ποιος αξιολογεί εάν η παραγωγή ενός καλλιτέχνη αποτελεί «έργο τέχνης» και με ποια κριτήρια;

Η αξιολόγηση ενός «έργου τέχνης» δεν καθορίζεται από μία αυθεντία, αλλά προκύπτει μέσα από μια σύνθετη αλληλεπίδραση του χρόνου, του πλαισίου, της αντίληψης και της τύχης.

Οι κριτικοί, το κοινό, οι θεσμοί, ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία, αλλά κανένας δεν έχει απόλυτη εξουσία.

O Οδυσσέας Ελύτης, στα Ανοιχτά Χαρτιά (1987) το είχε συγκεφαλαιώσει σε τρεις λέξεις «Τέχνη – Τύχη – Τόλμη».

Οι κριτικοί, το κοινό, οι θεσμοί, ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης της τέχνης, αλλά κανένας δεν έχει απόλυτη εξουσία

Τα κριτήρια ποτέ δεν είναι σταθερά – αλλάζουν όπως οι εποχές. Αυτό που θεωρείται σπουδαίο ή περιοριστικό στην τέχνη είναι σχετικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο.

Ο δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνικών έργων Walter Benjamin είχε πει ότι «πριν να τη συλλάβει καλά, αυτή είχε μεταμορφωθεί!», εννοώντας ότι η τέχνη δεν κρίνεται μόνο από τη μορφή ή τη δεξιοτεχνία, αλλά από την ικανότητά της να συμπυκνώνει το νόημα, να προκαλεί τον προβληματισμό και να εξελίσσεται με τον χρόνο.

Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο τι δείχνει το έργο, αλλά πώς ενεργοποιεί τη μνήμη, τη μάθηση και την ενέργεια σε όσους ασχολούνται με αυτό.

Τι έχει μεγαλύτερη σημασία: ένα έργο που αποθεώνεται από τους κριτικούς, αλλά δεν έχει μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό ή κάποιο γλυπτό, για παράδειγμα, που είναι εξαιρετικά δημοφιλές, αλλά δεν εγκωμιάζεται από τους ιστορικούς τέχνης;

Κανένα από τα δύο δεν κατέχει απόλυτη προτεραιότητα στη σύγχρονη τέχνη. Σήμερα, τα παραδοσιακά κριτήρια για την αξιολόγηση της τέχνης, έχουν διαβρωθεί.

Με τη μαζική παραγωγή, τις ψηφιακές πλατφόρμες και τα έργα που δημιουργούνται με Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ), η τέχνη δεν κρίνεται πλέον με σταθερά πρότυπα γούστου ή αξίας.

Η αξία ενός έργου, είτε εγκωμιάζεται από την κριτική είτε από το κοινό, έγκειται στην ικανότητά του να προκαλεί και να επιβιώνει σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτιστικό τοπίο

Όπως εξηγεί ο φιλόσοφος και κριτικός τέχνης Boris Groys (ArtPower 2008), η σύγχρονη τέχνη υπερβαίνει όλες τις μορφές γούστου, είτε πρόκειται για ελίτ είτε για λαϊκό γούστο, και αγκαλιάζει ένα πλεόνασμα εικόνων που δεν συμμορφώνονται με καμία προοπτική.

Αντί να αναρωτιέται ποιο είναι πιο σημαντικό, η εστίαση έχει μετατοπιστεί στον τρόπο με τον οποίο η τέχνη λειτουργεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ως έκφραση ατομικότητας, κοινωνικής αλληλεπίδρασης, θεωρητικού προβληματισμού και πολιτισμικής κριτικής.

Στις μέρες μας, άλλωστε, οι ίδιοι οι θεατές είναι εξουσιοδοτημένοι επιμελητές, ερμηνεύοντας τα έργα με βάση τα προσωπικά, πολιτισμικά και τεχνολογικά φίλτρα.

Έτσι, ένα έργο είτε εγκωμιάζεται από την κριτική είτε από το κοινό, η αξία του έγκειται στην ικανότητά του να προκαλεί, να συνδέει ή να διαταράσσει – στην ικανότητά του να επιβιώνει σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτιστικό τοπίο.

Αρκεί το έμφυτο ταλέντο για να κάνει κάποιον «αληθινά μεγάλο καλλιτέχνη»;

Όχι, το έμφυτο ταλέντο είναι μια αρχή, όχι μια εγγύηση. Το καλλιτεχνικό μεγαλείο διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό μνήμης, μάθησης, διαίσθησης και λογικής.

Το αληθινό καλλιτεχνικό μεγαλείο δεν προκύπτει μόνο από την ικανότητα, αλλά από τη διαρκή διανοητική, συναισθηματική και πολιτιστική εμπλοκή με τον κόσμο

Ενώ ένα άτομο μπορεί να έχει φυσική ικανότητα, είναι μέσω της μάθησης, της προσαρμογής και της ενασχόλησης με εξελισσόμενες τεχνικές, έννοιες και πολιτιστικά πλαίσια που ένας καλλιτέχνης αναπτύσσει πραγματικό βάθος στο έργο του.

Η σύγχρονη τέχνη αμφισβητεί την ίδια την ιδέα του «μεγάλου καλλιτέχνη», διαλύοντας τα παραδοσιακά κριτήρια, εκτιμώντας την ποικιλομορφία, την πολυπλοκότητα και την καινοτομία.

Καλλιτέχνες με τη μεγαλύτερη επιρροή, όπως ο Marchel Duchamp, ο Joseph Beuys, ο Christian Boltanski ή ο Γιάννης Κουνέλλης για παράδειγμα, δεν ήταν απλώς «ταλαντούχοι» με την παραδοσιακή έννοια, αλλά έπαναπροσδιόρισαν τι θα μπορούσε να είναι η τέχνη μέσω ιδεών, προσωπικής ιστορίας και πειραματισμού.

Το αληθινό καλλιτεχνικό μεγαλείο δεν προκύπτει μόνο από την ικανότητα, αλλά από τη διαρκή διανοητική, συναισθηματική και πολιτιστική εμπλοκή με τον κόσμο.

Κατά πόσον η αξία ενός έργου τέχνης καθορίζεται από το αν ο καλλιτέχνης είναι γνωστός ή δημοφιλής;

Μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Ιδίως στην εποχή των αλγόριθμων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η φήμη μπορεί να επηρεάσει την βραχυπρόθεσμη ορατότητα του καλλιτέχνη ή την αγοραστική αξία, αλλά αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα το βάθος, την πρωτοτυπία ή τη μακροπρόθεσμη πολιτιστική σημασία του έργου του.

Στοχαστές, όπως οι Boris Groys και ArthurDanto, τονίζουν ότι η αξία της σύγχρονης τέχνης δεν βασίζεται πλέον μόνο στη διασημότητα, αλλά σε θεωρητικά, κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια. Για παράδειγμα το Σιντριβάνι του Duchamp, που αρχικά γελοιοποιήθηκε, έγινε ακρογωνιαίος λίθος της ιστορίας της τέχνης στον 20ό αιώνα επειδή επαναπροσδιόρισε την έννοια της τέχνης.

Ενώ η δημοτικότητα μπορεί στιγμιαία να διαμορφώνει την κοινή αντίληψη ή την αγοραστική αξία, η διαχρονική αξία ενός έργου έγκειται στην ικανότητά του να εμπλέκεται με ιδέες, να προκαλεί σκέψη και να έχει απήχηση στον χρόνο και τα πλαίσια – ανεξάρτητα από τη δημοτικότητα του καλλιτέχνη.

Εάν θεωρήσουμε πως η τέχνη περνά μηνύματα, γιατί πολλά από αυτά είναι δυσνόητα;

Η τέχνη γίνεται συχνά ακατανόητη επειδή επικοινωνεί μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος σημείων, συμβόλων και πολιτιστικών κωδίκων που δεν είναι καθολικά κατανοητά. Όπως ακριβώς η γλώσσα, έτσι και η τέχνη έχει τη δική της γραμματική, σύνταξη και διαλέκτους, που ποικίλλουν και διαμορφώνονται ανάλογα με τον χρόνο, τον πολιτισμό και τα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Ακριβώς όπως οι λέξεις στη γλώσσα, έτσι και τα σημεία στην τέχνη, είναι εγγενώς πολυδύναμα: μπορούν να ερμηνευτούν με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το υπόβαθρο, τις γνώσεις και το πλαίσιο του θεατή

Κάθε έργο τέχνης περιέχει πολλαπλά επίπεδα νοήματος, προσωπικό, ιστορικό, θεωρητικό, πνευματικό, και αυτά τα νοήματα συχνά κωδικοποιούνται, χρησιμοποιώντας συμβολικές μορφές ή αφηρημένες συνθέσεις που αντιστέκονται στην απλή ή άμεση ερμηνεία.

Για παράδειγμα, η αφαίρεση επιδιώκει να εκφράσει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις, λειτουργώντας πέρα από τη λογική πραγματικότητα για να προκαλέσει διαίσθηση, συναίσθημα και υπέρβαση. Σε αυτό το πλαίσιο, το «μήνυμα» δεν είναι κυριολεκτικό, αλλά βιωματικό, συναισθηματικό ή φιλοσοφικό.

Επιπλέον, η σημειωτική θεωρία εξηγεί ότι τα σημεία στην τέχνη, όπως οι λέξεις στη γλώσσα, είναι εγγενώς πολυδύναμα: μπορούν να ερμηνευτούν με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το υπόβαθρο, τις γνώσεις και το πλαίσιο του θεατή.

Χωρίς κοινή κατανόηση των πολιτιστικών ή εννοιολογικών αναφορών του καλλιτέχνη (π.χ. οι θεωρίες χρώματος του Wassily Kandinsky, η χρήση αρχαϊκής ποίησης από τον Cy Twombly, οι συμβολικές παραστάσεις του Joseph Beuys), το επιδιωκόμενο μήνυμα μπορεί να παραμείνει κρυφό ή να παρερμηνευτεί.

Όπως προτείνει ο Umberto Eco, ο θεατής πρέπει να γίνει ενεργός διερμηνέας, συχνά σε κατάσταση «ιδανικής αϋπνίας», αποκωδικοποιώντας διαρκώς σημάδια χωρίς σταθερούς κανόνες ή εγγυημένη κατανόηση.

Αυτή η ασάφεια πολλών έργων σύγχρονης τέχνης δεν είναι ελάττωμα, αλλά χαρακτηριστικό που αντανακλά τον πλούτο και την εξελισσόμενη φύση της καλλιτεχνικής γλώσσας.

Η τέχνη δεν έχει πάντα ως στόχο να επικοινωνήσει με έναν απλό τρόπο. Αντίθετα, προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί, να αισθανθεί και να ερμηνεύσει, συχνά χωρίς ένα μόνο «σωστό» νόημα.

Υπάρχουν ζητήματα με τα οποία ένας καλλιτέχνης «δεν πρέπει» να καταπιάνεται; Η κλασική ερώτηση με τα όρια στην τέχνη…

Η σύγχρονη τέχνη δεν αναγνωρίζει όρια. Ακόμη και όταν τα βάζει, η ίδια τα ξεπερνά με τον διαρκή πειραματισμό!  Από τις περφόρμανς του Joseph Beuys μέχρι την κριτική της Kara Walker πάνω στη δουλεία και τα συγκρουσιακά κείμενα της Jenny Holzer, η δύναμη της τέχνης βρίσκεται στην αντιμετώπιση του άβολου – είτε πρόκειται για την πολιτική βία, το τραύμα, την ταυτότητα, την αποικιοκρατία ή την περιβαλλοντική κρίση.

Παρεξηγήσεις μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχει έλλειψη κοινής γνώσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα

Τα θέματα αυτά γίνονται πλατφόρμες για διάλογο, αντίσταση και προβληματισμό. Ωστόσο, ενώ δεν υπάρχουν απαγορευμένα θέματα, ο τρόπος με τον οποίο ένας καλλιτέχνης τα αντιμετωπίζει έχει μεγάλη σημασία. 

Παρεξηγήσεις μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχει έλλειψη κοινής γνώσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα, αλλά ότι η επικοινωνία του νοήματος γίνεται πιο σύνθετη και ίσως ηθικά φορτισμένη, όπως έγινε πρόσφατα στην έκθεση «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» στην Εθνική Πινακοθήκη με αφορμή τα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη και τον θρησκόληπτο βουλευτή.

Μπορεί η τέχνη να «διαφθείρει» τους νέους;

Όχι, η τέχνη από μόνη της δεν διαφθείρει τους νέους, ούτε προκαλεί πολέμους. Όμως, η ερμηνεία, το πλαίσιο και η πρόσληψή της μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις που μπορεί να εκληφθούν λανθασμένα ως «διαφθορά».

Η σύγχρονη τέχνη απαιτεί ενημερωμένο θεατή – όπως ακριβώς η λογοτεχνία απαιτεί εξειδικευμένο αναγνώστη

Η τέχνη εμπεριέχει στη φύση της την προβοκάτσια. Αμφισβητώντας τους κανόνες στοχεύει να προκαλέσει τη σκέψη και να ενθαρρύνει τον κριτικό προβληματισμό. Αλλά να διαφθείρει; «Ωραίο αστείο», όπως θα έλεγε ο Marcel Duchamp!

Η τέχνη, και ιδίως η σύγχρονη, απαιτεί ενημερωμένο θεατή. Όπως ακριβώς η λογοτεχνία απαιτεί εξειδικευμένο αναγνώστη. Αλλιώς, όλοι θα διαβάζαμε άρλεκιν!

Αυτή η παρανόηση, ωστόσο, αντανακλά την έλλειψη παιδείας και είναι χρέος της πολιτείας και των εθνικών μουσείων να αναπτύξουν ισχυρά εκπαιδευτικά προγράμματα για το κοινό και τους νέους, βοηθώντας τους να είναι συγχρονισμένοι με την εποχή τους – και όχι οπισθοδρομικοί.

Από ποιους κινδυνεύει η τέχνη και ποιοι προσβάλλονται, τελικά, από αυτή;

Μόνον από τα αυταρχικά καθεστώτα, τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές και τα άτομα που δεν μπορούν να ανεχθούν την πολυφωνία, την αντιπαράθεση και την κριτική.

Η τέχνη απειλεί τα συστήματα που βασίζονται στον έλεγχο, το δόγμα και την άκαμπτη ιδεολογία, επειδή από την ίδια της τη φύση προωθεί την ελευθερία της σκέψης, τη συναισθηματική εξομολόγηση και την πολυφωνία του νοήματος.

Η τέχνη κινδυνεύει από εκείνους που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αλήθειες που αποκαλύπτει, και προσβάλλει εκείνους των οποίων η εξουσία εξαρτάται από την καταστολή της ελευθερίας, της πολυσυλλεκτικότητας και της διαφορετικότητας.

Ευτυχώς, όμως, η τέχνη αντέχει επειδή αντιστέκεται. Επιβιώνει επειδή αρνείται να φιμωθεί!