icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η έκθεση περιλαμβάνει πάνω από 160 νέα έργα που δημιουργήθηκαν για την 90ή επέτειο του μουσείου

Δουλεύοντας σε τομείς, όπως η εικαστική τέχνη, η μόδα και το animation, ο επονομαζόμενος και Warhol της Ιαπωνίας, Takashi Murakami, κουβαλά μία εκκεντρικά κορυφαία καριέρα που χαρακτηρίζεται από την έκρηξη χρωμάτων, την ενσωμάτωση μοτίβων από την ιαπωνική παραδοσιακή και λαϊκή κουλτούρα, τις γυαλιστερές επιφάνειες και ό,τι μπορεί να περιγραφεί ταυτόχρονα ως cute, ψυχεδελικό αλλά και σατιρικό.

Ανάμεσα στα πιο γνωστά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του συγκαταλέγονται τα χαμογελαστά λουλούδια, ο Mr DOB – ο οποίος σύντομα εξελίχθηκε σε μία μορφή αυτοπροσωπογραφίας – τα μανιτάρια και τη βουδιστική εικονογραφία.

Υπέρμαχος της άποψης πως τα στοιχεία της «υψηλής» τέχνης είναι αρκετά μπερδεμένα, ο Murakami έστρεψε πολύ γρήγορα την προσοχή του στη σύγχρονη κουλτούρα της Ιαπωνίας, και κυρίως στα anime και τα manga, αλλά και την ευρύτερη υποκουλτούρα των otaku, πλάθοντας έτσι μία νέα μορφή τέχνης που εδραιώθηκε, πρώτα στον δυτικό κόσμο.

Παράλληλα, ενσωμάτωσε στα έργα του το πνεύμα της κοινωνικής κριτικής και σάτιρας. Μέσα σε αυτό ακριβώς το πνεύμα, δημιουργήθηκε το My Lonesome Cowboy, ένα γλυπτό που πωλήθηκε για 15.100.000 δολάρια σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s στη Νέα Υόρκη το 2008.

Η έκθεση που έχει κάνει τους πάντες να παραληρούν

Το Mononoke Kyoto, η τελευταία μεγάλης κλίμακας ατομική έκθεση του Takashi Murakami στην Ιαπωνία – και η πρώτη μετά από οκτώ χρόνια – φιλοξενείται στο Μουσείο Τέχνης KYOCERA της πόλης του Κιότο.

Περιλαμβάνει πάνω από 160 νέα έργα που δημιουργήθηκαν για την 90ή επέτειο του μουσείου – κατόπιν αιτήματος του γενικού διευθυντή του, Shinya Takahashi, «ενός από τους λίγους ανθρώπους που ασχολούνται με τη βιομηχανία της τέχνης στην Ιαπωνία» και τον οποίο ο Murakami εμπιστεύεται πραγματικά.

Η δημιουργία τόσων πολλών έργων δεν είναι εύκολη υπόθεση, ακόμα και για μία τεράστια ομάδα που στηρίζει τον καλλιτέχνη. «Κανονικά, για την υλοποίηση ενός τέτοιου οράματος το μουσείο θα έκανε διευθετήσεις για να δανειστεί υπάρχοντα έργα από μουσεία και συλλέκτες στο εξωτερικό, αλλά αυτή τη φορά ήθελαν να αποφύγουν τα ακριβά έξοδα αποστολής και τα σχετικά ασφάλιστρα», ανέφερε ο Murakami.

Έτσι, το μουσείο ζήτησε από τον 60χρονο καλλιτέχνη να δημιουργήσει εντελώς νέα έργα για την έκθεση: «Και τώρα, δουλεύοντας σχεδόν χωρίς ύπνο ή διάλειμμα, έχω αρχίσει να περιπλανιέμαι στον χρόνο και τον χώρο σε μία ζάλη, και η ψυχή μου και ο χωροχρόνος αρχίζουν να συγχωνεύονται».

Οι υπόγειες ιστορίες της πόλης του Κιότο

Το θέμα της έκθεσης Mononoke Kyoto είναι ουσιαστικά ένα σχόλιο για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ομώνυμης πόλης. Εκεί, κατά την περίοδο Edo (1603-1868), άκμασαν πολλοί καλλιτέχνες, ενώ η ιαπωνική τέχνη άρχισε να δέχεται δυτικές επιρροές, εξελισσόμενη σε αυτό που είναι σήμερα.

Η έκθεση θα διαρκέσει έως την 1η Σεπτεμβρίου και θα ανανεώνεται περιοδικά με νέα έργα. Σε συνέντευξή του στο Hypebeast, ο Takashi Murakami αναφέρθηκε στις υπόγειες ιστορίες της πόλης του Κιότο, οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή των αυτοκρατόρων, των πολεμιστών και των μαχών.

Για τον Murakami είναι ακριβώς αυτοί οι μύθοι που έχουν διαμορφώσει την πολύπλοκη κουλτούρα της πόλης, την οποία επιδιώκει να διηγηθεί με την έκθεσή του.

Ερωτώμενος για τα τρία σημαντικότερα έργα τέχνης της έκθεσής του, ο 60χρονος καλλιτέχνης ξεχωρίζει το Rakuchū-Rakugai-zu Byōbu: Iwasa Matabei RIP (Σκηνές μέσα και γύρω από το Κιότο).

Πρόκειται για έναν παραδοσιακό πίνακα μήκους 13 μέτρων που απεικονίζει το παλιό τοπίο του Κιότο και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους χαρακτήρες του καλλιτέχνη, ζωγραφισμένους με το δικό του προσωπικό ακρυλικό στυλ.

Επιπλέον, ο Murakami κάνει αναφορά στον πίνακα μεγάλης κλίμακας Four Symbols, με τα τέσσερα μυστικιστικά ζώα που αναπαριστούν τις τέσσερις καρδιακές κατευθύνσεις. Το έργο παρουσιάζεται στο δεύτερο τμήμα της έκθεσης σε ένα δωμάτιο που είναι διαμορφωμένο σύμφωνα με τις αρχές του Φενγκ Σούι, με ένα εξαγωνικό γλυπτό ναού στο κέντρο.

Η τρίτη του επιλογή είναι οι εμπορικές κάρτες που κυκλοφόρησε πρόσφατα με 108 νέες εικόνες.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα δύο γλυπτά μεγάλης κλίμακας που κοσμούν την είσοδο της έκθεσης: Πρόκειται για τα Oni, ένα είδος δαιμόνων της ιαπωνικής λαογραφίας, στους οποίους προσεύχονται τα παιδιά για υγεία και καλή τύχη, κατά τη διάρκεια της Πρωτοχρονιάς.

H έκθεση Mononoke Kyoto κάνει πρωτοσέλιδα

6 Images

χαρούμενα λουλούδια σε έκθεση του Murakami Anime χαρακτήρες σε πίνακες του Murakami γλυπτά Murakami έργο Murakami έργα Murakami έργο murakami

Ο μνημειώδης «γάμος» με τη Louis Vuitton

H τσάντα Speedy της Louis Vuitton x Murakami αποτέλεσε την απόλυτη it-bag που κράτησαν celebrities όπως οι Paris Hilton, Lindsay Lohan και Jessica Simpson στις αρχές των 00s, ενώ ακόμα και οι πολύ πιο σύγχρονες Kendall Jenner και Bella Hadid, οι οποίες έχουν εμμονή με το στυλ της εποχής, τις κυκλοφορούν όλο καμάρι.

Η απροσδόκητη συνεργασία, η οποία έκανε πρεμιέρα στην πασαρέλα άνοιξη/καλοκαίρι 2003, δεν περιορίστηκε μόνο στις τσάντες μπόουλινγκ. Ο δημιουργικός διευθυντής Marc Jacobs, ο οποίος βρισκόταν στο τιμόνι του γαλλικού οίκου από το 1997 έως το 2013, κάλεσε τον Murakami να ανανεώσει τη συλλογή με το χαρακτηριστικό μονόγραμμα της Louis Vuitton αλλά με τη δική του χαρακτηριστική color-pop παλέτα.

Από την κομψή Alma μέχρι την κλασική Papillon, οι τσάντες με το μονόγραμμα LV έγιναν σκανδαλωδώς παιχνιδιάρικες με ενέσεις καυτού ροζ, τιρκουάζ, κίτρινου και πράσινου χρώματος. Ακολούθησαν οι συλλογές Monogramouflage και Cherry Blossom, με τον Murakami να βάζει τους εμπνευσμένους από τα manga χαρακτήρες του να ξεπηδούν ανάμεσα στο επαναλαμβανόμενο LV του οίκου.

Ο Marc Jacobs έκανε λόγο για έναν μνημειώδη «γάμο» μεταξύ της τέχνης και του εμπορίου, την «απόλυτη διασταύρωση, τόσο για τα βιβλία της ιστορίας της μόδας όσο και της τέχνης».

Πράγματι, η συνεργασία ήταν τόσο δημοφιλής που διεκόπη μόλις το 2015. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της 12ετούς συνεργασίας Louis Vuitton x Murakami, η σειρά Multicolore με το μονόγραμμα ήταν η πιο δημοφιλής του οίκου.

Κάθε item αποτελεί μέχρι και σήμερα σύμβολο κύρους, ενώ η σπανιότητα των κομματιών διατηρεί τις τιμές των vintage τσαντών στα ύψη στις πλατφόρμες των second-hand luxury bags.

Με πληροφορίες από HypeArt / British Vogue