icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός, τα κινήματα και η νικηφόρα μάχη των ΛΟΑΤΚΙ εναντίον του «σχεδίου Δοξιάδη»

Εδώ και πολλά χρόνια, η έννοια «Μεταπολίτευση» συνδέεται κυρίως με τις τυποποιημένες, αδιάφορες για την κοινή γνώμη δεξιώσεις που γίνονται στο Προεδρικό Μέγαρο, κάθε 24η Ιουλίου.

Του Διονύση Ελευθεράτου, δημοσιογράφου και συγγραφέα του βιβλίου
«Μεταπολίτευση: ένα βολικό τέρας»

Αυτή κι αν είναι αδικία: Άνευρα και κατά κανόνα ανιαρά τελετουργικά να «εκπροσωπούν» την πιο ζωντανή περίοδο της μεταπολεμικής νεοελληνικής ιστορίας…

Την εποχή, κατά την οποία πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας επέδειξε πρωτοφανές συλλογικό διεκδικητικό σφρίγος (και κέρδισε αρκετά, χάρη σε αυτό), αμφισβήτησε καθεστωτικά στερεότυπα (άλλωστε πολλά ήταν ήδη ετοιμόρροπα, εξαιτίας πικρών εμπειριών της προδικτατορικής και της χουντικής περιόδου), αναζήτησε νέους ορίζοντες στη ζωή, τις ιδέες, την τέχνη και την ψυχαγωγία.

Όλα τα παραπάνω συνέθεσαν τον πολυθρύλητο μεταπολιτευτικό κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Χωρίς να ακτινογραφήσει κανείς τα χαρακτηριστικά του, την ισχύ του, τις πολλαπλές επιδράσεις που άσκησε, αλλά και αρκετές από τις εσωτερικές αντιθέσεις του (ναι, αφθονούσαν οι «οικογενειακοί καβγάδες»), πολύ δύσκολα θα κατανοήσει καλά τον μεταπολιτευτικό ιστορικό κύκλο.

Έλα, όμως, που οι δεξιώσεις της εκάστοτε 24 ης Ιουλίου δεν αποπνέουν μόνο κάτι το άδικο, αλλά και κάποια αλλόκοτα. Τιμούν (;) την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πολιτικά πρόσωπα που κατά τα άλλα έχουν «περάσει γενεές δεκατέσσερις» τη Μεταπολίτευση – χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νυν πρόεδρος της Βουλής, Κ. Τασούλας.

Πρόσωπα, μάλιστα, τα οποία ανήκουν ή «ωρίμασαν» πολιτικά στα δυο κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που γεννήθηκαν στη χαραυγή της… τρισκατάρατης Μεταπολίτευσης και κυβέρνησαν καθ’ όλη τη
διάρκειά της – ή σχεδόν όλης, εξαρτάται από το πότε ακριβώς θεωρεί καθένας ότι έληξε ο μεταπολιτευτικός κύκλος (επ’ αυτού οι γνώμες ποικίλουν).

Πόσο… εξυπηρετική μέθοδος!

Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός παρουσιάζεται ως υπαίτιος για αρνητικά ή και καταστροφικά αποτελέσματα επιλογών που έκαναν επί δεκαετίες οι πολιτικές και επιχειρηματικές «αφρόκρεμες».

Επίσης, εκλαμβάνεται ως «λαϊκίστικος» εισαγωγέας αμέτρητων καινών δαιμονίων. Το κεντρικό κατηγορητήριο σε βάρος του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού, σε ελεύθερη απόδοση: Ήρθε το 1974, μας βρήκε πάνω στο κέφι για την πτώση της χούντας κι άρχισε να μας κερνά σφηνάκια… ασυδοσίας.

Μας έκανε υπερβολικά απαιτητικούς και απαράδεκτα απείθαρχους. Μας έμαθε να ζούμε «πάνω από τις δυνάμεις μας», ή τουλάχιστον να το επιδιώκουμε. Μας δίδαξε να διαταράσσουμε το «πρέπον» ισοζύγιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». Παρεμπιπτόντως, αυτό το τελευταίο για τα «δικαιώματα και τις υποχρεώσεις» είναι τόσο… φρέσκο κλισέ, ώστε το βλέπουμε και σε εφημερίδες του… 1892. Τότε που ο Χαρίλαος Τρικούπης «μάλωνε» τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι κινητοποιούνταν για να αποτρέψουν τη θέσπιση υπέρογκων διδάκτρων.

Για να εξακριβωθεί πόσοι μύθοι, πόσες «μισές αλήθειες», πόσες λογικές ακροβασίες και πόσες αλχημείες διέπουν τέτοιους μύδρους ασφαλώς απαιτείται μια διεξοδική εξέταση δεδομένων, ιδίως στον οικονομικό και εργασιακό τομέα (σε αυτό ο γράφων «αφιερώνει» το τελευταίο, το πέμπτο μέρος του βιβλίου του, αν και αρκετές σχετικές επισημάνσεις διαχέονται και σε πρότερα σημεία).

Ας δείξουμε, όμως, κάποια κατανόηση στους «κατηγόρους».

Για τα μέτρα του πολιτικού, οικονομικού και διαχειριστικού μοντέλου που επικρατεί στη χώρα τα τελευταία 35 χρόνια και με ιδιαίτερη τραχύτητα από την υπαγωγή μας στα μνημόνια και μετά, όντως, εισάγει πολλά κακά δαιμόνια ένας κώδικας αξιών και ενεργειών, ο οποίος έκανε μια κοινωνία να διεκδικεί επίμονα περισσότερα απ’ όσα «της έδιναν». Με τα «συστημικά» μέτρα του σήμερα, η αποτίμηση ενός τόσο… ζόρικου χθες δεν γίνεται να μην απολήγει σε αφορισμούς.

Πολλά από τα κινήματα και τα αιτούμενα της πρώιμης Μεταπολίτευσης (μισθοί, εργασιακά, Παιδεία) έδειχναν να πιάνουν το νήμα αρκετών πεπραγμένων της προδικτατορικής περιόδου, έστω κι αν κινούνταν πλέον σε άλλες διαστάσεις ως προς τον δυναμισμό, τη μαζικότητα και σε πολλές περιπτώσεις την αποτελεσματικότητα των διεκδικήσεων.

Υπήρξαν όμως και κινήματα που ουσιαστικά απέκτησαν «σάρκα και οστά» στην Μεταπολίτευση, χάρη στο νέο κλίμα. Τότε ουσιαστικά αναπτύχθηκαν αξιόλογες δράσεις για το περιβάλλον. Τότε μορφοποιήθηκε και το γυναικείο- φεμινιστικό κίνημα. Αυτό, με όλες τις διαφωνίες των επί μέρους «συνιστωσών» για την ενδεδειγμένη φυσιογνωμία του και τη σωστή «ιεράρχηση στόχων» , συνετέλεσε καταλυτικά στην αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, στην κατάργηση της προίκας (1983), στην νομιμοποίηση των εκτρώσεων (1986) και στην απαγόρευση – τουλάχιστον θεσμικά, τυπικά- εργασιακών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών.

Κάτι αξιοπρόσεκτο: Είχε μια σημαντική επιτυχία προτού καν απέλθει η ΝΔ από την κυβερνητική εξουσία το κίνημα για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των ομοφυλοφίλων (οι όροι ΛΟΑΤΚΙ και LGBT δεν ήταν τότε γνωστοί). Ήταν εντυπωσιακό, διότι το κίνημα εκείνο αντιμετώπιζε κοινωνικές προκαταλήψεις που παρέμεναν ακόμη ισχυρές. Κατόρθωσε όμως να ανακόψει την πορεία του
«νομοσχεδίου Δοξιάδη» προς την ψήφιση.

Το νομοσχέδιο εκείνο που έφερε το όνομα του εμπνευστή του, του υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών Σπ. Δοξιάδη, προέβλεπε φυλάκιση μέχρι κι ενός έτους για όσα «άρρενα» άτομα θα περιφέρονταν «εις τας οδούς, πλατείας, δημόσια κέντρα ή άλλους χώρους επί εμφανεί σκοπώ προσελκύσεως αρρένων προς τέλεσιν παρά φύσιν ασέλγειας». Μόλις δημοσιοποιήθηκε, πλήθυναν οι δημόσιοι εξευτελισμοί από αστυνομικούς, οι ξυλοδαρμοί και οι προσαγωγές σε τμήματα.

Οι κινητοποιήσεις, με αφετηρία μια συγκέντρωση στο θέατρο «Λουζιτάνια», τον Απρίλιο του 1977, οδήγησαν στη «διεθνοποίηση» του ζητήματος. Το «νομοσχέδιο Δοξιάδη» επέκριναν παράγοντες του ΟΗΕ, η Διεθνής Αμνηστία και άλλοι φορείς. Αποσύρθηκε για επεξεργασία, εμφανίστηκε τροποποιημένο στη δύση της «νεοδημοκρατικής» κυβερνητικής θητείας και μετά από νέα κινητοποίηση (Ιανουάριος 1981) «πάγωσε». Ακυρώθηκε οριστικά επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.

Η απειλή του «νομοσχεδίου Δοξιάδη» ουσιαστικά «γέννησε» το 1976 -77 και το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ), που ανέπτυξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα, περίπου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Σημείο αναφοράς για τη δράση και την οπτική του ΑΚΟΕ – οπτική με έντονες επιρροές από τη σχέση του γαλλικού Μάη με το κίνημα των ομοφυλοφίλων – ήταν ένα βιβλίο
γραμμένο από μια εξέχουσα φυσιογνωμία του, τον αριστερό συγγραφέα – μεταφραστή Λουκά Θεοδωρακόπουλο.

Πρόκειται για το βιβλίο «Ο Καιάδας: Το χρονικό μιας πολιορκίας». Είχε γραφεί επί χούντας, αλλά εκδόθηκε το 1976, περιγράφοντας μια επιχείρηση εκφοβισμού και εξευτελισμού ομοφυλόφιλων στην Αθήνα του 1968. Ο τίτλος ήταν δανεισμένος από «ατάκα» του Ιωάννη Λαδά, που τότε ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης: πως όλοι οι ομοφυλόφιλοι έπρεπε να ριφθούν στον Καιάδα.

Τελικά, γιατί αξίζει να γνωρίσουμε τη Μεταπολίτευση και να δούμε τις αντανακλάσεις της στην πολιτική, τα κινήματα, τον Τύπο, τον αθλητισμό, τη μουσική, τον κινηματογράφο; Διότι έτσι θα καταλάβουμε καλύτερα τι και πώς άλλαξε τότε, αλλά και από τότε. Ανιχνεύοντας αλήθειες και μύθους σχετικά με μια τόσο ζωντανή εποχή, πολύ διαφορετική από την τωρινή αλλά χρονικά «όμορη», θα εντοπίσουμε μεθοδολογικά «φάουλ» και «καραμπινάτες» ανακρίβειες που κατοικοεδρεύουν στο δημόσιο διάλογο, όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για τους τωρινούς και τους αυριανούς καιρούς.

Αν, τώρα, θελήσουμε – αντί επιλόγου- να προτάξουμε ένα αιώνιο «αντι- μεταπολιτευτικό» στερεότυπο, θα σταθούμε στο «μας κυβέρνησε η γενιά του Πολυτεχνείου». Μια ηλιακή κατηγορία, που έως το 1982 δεν είχε κανέναν «δικό της» σε κυβερνητικό πόστο (υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υφυπουργοί). Που «έπιασε» για πρώτη φορά διψήφιο ποσοστό στην κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη (1990-1993). Που δεν έφθασε το 50% σε καμία κυβέρνηση. Που, τελικά, από το 1974 ως το «μνημονιακό» 2011 μέτρησε στο σύνολο των κυβερνητικών σχημάτων (εξαιρούνται τα υπηρεσιακά) μόλις 85 «δικούς» της. Σε ποσοστό, 15,4%. Αυτή η γενιά, λοιπόν, υποτίθεται πως «μας κυβέρνησε»…

Αν οι καθεστωτικές μυθοπλασίες «καταργούν» και τους απλούστερους αριθμητικούς υπολογισμούς, ας φανταστούμε πόση αυθαιρεσία και διάθεση κατακρεούργησης επιστρατεύουν σε πιο σύνθετα και «δύσκολα» θέματα…