icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Δύο στους δέκα ενήλικες εργαζόμενους πιστεύουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να εκτελέσει περισσότερα από τα μισά τους καθήκοντα

Τον φόβο ότι θα χάσει εντελώς τη δουλειά του λόγω της Τεχνητής Νοημοσύνης ώς το 2030 φαίνεται να έχει σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες και Ελληνίδες εργαζόμενους, παρότι η χώρα μας υστερεί σε σχέση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ ως προς την υιοθέτηση των σχετικών τεχνολογιών στον χώρο εργασίας. Μάλιστα, ο φόβος αυτός τοποθετεί την Ελλάδα στην κορυφή της λίστας των 11 κρατών-μελών (Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία και Ισπανία) που συμμετείχαν στην έρευνα δεξιοτήτων γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Skills Survey) του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Βάσει της έρευνας, που στο διάστημα Φεβρουαρίου – Μαΐου 2024 κατέγραψε τις απόψεις 5.342 εργαζομένων, ηλικίας 16 έως 64 ετών, σε 11 κράτη μέλη της ΕΕ, το 24% των ερωτηθέντων στη χώρα μας φοβούνται ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα τους στερήσει τη δουλειά μέχρι το 2030, όταν ο μέσος όρος των «11» είναι λιγότερο από 15% και περιορίζεται σε μονοψήφιο ποσοστό στην Τσεχία.

Η έλλειψη εξοικείωσης με την Τεχνητή Νοημοσύνη, λόγω της μη καθημερινής χρήσης της στον εργασιακό χώρο από μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού, φαίνεται ότι αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα τη φοβούνται περισσότερο: Το άγνωστο και απρόσωπο είναι πάντοτε πιο τρομακτικό. Σήμερα, μόλις το 21% των ενήλικων εργαζομένων στην Ελλάδα δηλώνουν πως χρησιμοποιούν -οι ίδιοι είτε συνάδελφοί τους- τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης στον εργασιακό τους χώρο, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο), πάνω από το ένα τρίτο των ατόμων αξιοποιούν τη δύναμη των αλγορίθμων στη δουλειά τους και ο μέσος όρος των «11» είναι 28%.

Η στάση των εργοδοτών στην Ελλάδα και τι πιστεύουν γι’ αυτή οι εργαζόμενοι

Αποκαλυπτική είναι η έρευνα του Cedefop ως προς τις απόψεις των εργαζομένων για τη στάση της εργοδοσίας σχετικά με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και την απαιτούμενη εκπαίδευση. Οι μισοί ερωτηθέντες στην Ελλάδα (50%) θεωρούν ότι είναι «σχετικά» ή «πολύ απίθανο» η εταιρεία ή ο οργανισμός τους να χρησιμοποιήσει την Τεχνητή Νοημοσύνη προς όφελος των εργαζόμενων. Το 42% εκτιμά ότι είναι «σχετικά» ή «πολύ απίθανο» να τους προσφέρει η εταιρεία ή ο οργανισμός όπου εργάζονται ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ανταπεξέλθουν στη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης.

Περισσότεροι από έξι στους δέκα (62%) πιστεύουν ότι είναι σχετικά ή πολύ απίθανο να λάβει υπόψη η εταιρεία ή οργανισμός τους τις απόψεις των εργαζόμενων, όταν καταλήγει σε αποφάσεις σχετικές με τη Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ πάνω από τέσσερις στους δέκα (42%) εκτιμούν ότι είναι σχετικά ή πολύ πιθανό ο εργοδότης τους να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη τεχνολογία για να τους αντικαταστήσει.

Επιπρόσθετα, όπως εξήγησε ο εμπειρογνώμονας του Cedefop, Κωσταντίνος Πουλιάκας, πάνω από ένας στους δύο Έλληνες και Ελληνίδες (ποσοστό 51%) θεωρεί ότι έχει μεγάλο ή κάποιο κενό δεξιοτήτων ως προς την Τεχνητή Νοημοσύνη (υψηλότερο είναι το ποσοστό μόνο στην Πορτογαλία, όπου φτάνει το 57%, ενώ ο μέσος όρος των «11» είναι 42%).

Παρά τη συνειδητοποίηση αυτού του κενού, λίγοι (14%), αλλά κοντά στον μέσο όρο των 11 κρατών μελών (15%) είναι εκείνοι που συμμετείχαν τον τελευταίο χρόνο σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, για να αποκτήσουν τέτοιες δεξιότητες. Η μεγάλη αυτή διπλή απόκλιση -ανάμεσα στις χώρες, αλλά και μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι έχουν κενό δεξιοτήτων και όσων λαμβάνουν εκπαίδευση- αποτυπώνει, σύμφωνα με τον κ. Πουλιάκα, ένα ψηφιακό χάσμα.

Μεταξύ των χωρών που ηγούνται στην υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών και εκείνων που βραδυπορούν, υπάρχει ολοένα αυξανόμενη απόκλιση στη συχνότητα χρήσης των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης. Μεγάλο είναι το χάσμα και μεταξύ των διάφορων εργαζομένων στην ίδια χώρα, κάτι που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και άλλα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Γιατί δεν εκπαιδεύονται περισσότεροι άνθρωποι πάνω στην Τεχνητή Νοημοσύνη;

Δυστυχώς, όπως παρατηρεί ο κ. Πουλιάκας, εκείνοι και εκείνες που χρειάζονται περισσότερο την εκπαίδευση πάνω στις ψηφιακές δεξιότητες, για να συμβαδίσουν με τις επιταγές των καιρών, είναι και οι λιγότερο πιθανό να τη λάβουν: Γυναίκες (και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει χάσμα με τους άντρες) και άτομα συγκριτικά μεγαλύτερης ηλικίας, άνθρωποι με χαμηλότερη κατάρτιση, εργαζόμενοι σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κάτοικοι περιοχών της υπαίθρου συμμετέχουν λιγότερο σε εκπαιδευτικές δράσεις γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Τα αίτια του χάσματος μεταξύ ζήτησης για αναβάθμιση δεξιοτήτων και συμμετοχής στην εκπαίδευση -κατά τον εμπειρογνώμονα του Cedefop- είναι διάφορα: Αφενός, συχνά δεν παρέχεται η δυνατότητα εκπαιδευτικών προγραμμάτων από τους εργοδότες, ενώ «γενικότερα μέχρις στιγμής παρατηρούμε μια bottom up προσέγγιση, δηλαδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι από μόνοι τους κυρίως πειραματίζονται με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης στη δουλειά τους».

Επιπλέον, όπως εξηγεί ο κ. Πουλιάκας, οι περισσότερες εταιρείες αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές τους σχετικά με τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών, το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού και το συνολικό μάνατζμεντ της επιχείρησης. «Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η αβεβαιότητα των εργαζόμενων σχετικά με τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της αυτοματοποίησης εντός της εταιρείας τους και μειώνονται τα κίνητρα συμμετοχής τους στην επανακατάρτιση (upskilling/reskilling), μετά και από την υιοθέτηση τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης» λέει και προσθέτει: «Σε γενικές γραμμές, χρειάζεται να υπερκεραστούν πολλά εμπόδια ανάμεσα στην αναγνώριση του γεγονότος ότι ένας εργαζόμενος αντιμετωπίζει πράγματι χάσμα δεξιοτήτων και τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα κατάρτισης. Τέτοια εμπόδια είναι η έλλειψη χρόνου, οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τα σωστά προγράμματα που αρμόζουν στις δεξιότητες του, αλλά και συνολικότερα η έλλειψη κινήτρων από την εταιρεία και οργανισμό (π.χ. σύνδεση μισθολογικών αποδοχών με την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, πιθανότητες επαγγελματικής ανέλιξης, μη χρηματική αναγνώριση από τον εργοδότη).

Πέραν των παραπάνω, δεν παρέχονται -γενικά στην αγορά- αρκετά στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, για συγκεκριμένες ειδικότητες και εργασιακούς ρόλους εργαζομένων. Ενώ οι πάροχοι εκπαίδευσης διαθέτουν πολλά προγράμματα και μαθήματα για εκπαίδευση πάνω στα Μεγάλα Δεδομένα ή τη Μηχανική Μάθηση, λείπουν από την αγορά εκείνα που θα βοηθούσαν τους εργαζόμενους να συμβαδίσουν με την εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης στον εργασιακό τους χώρο.

«Για παράδειγμα, άλλα εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης χρειάζονται οι γραφίστες και άλλα οι δημοσιογράφοι. Αυτή τη στιγμή, εξειδικευμένα courses δεν υπάρχουν. Επειδή όμως υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο κέρδους για τους παρόχους εκπαίδευσης γύρω από τέτοια εξειδικευμένα μαθήματα, πιστεύουμε ότι σύντομα αυτό θα αλλάξει και θα υπάρξει πληθώρα» εκτίμησε.

Τι έδειξε η έρευνα συνολικά για την Ευρώπη

Περίπου ένας στους επτά ενήλικες εργαζόμενους στις 11 χώρες εργάζεται συνήθως με ψηφιακά εργαλεία ή εφαρμογές που μπορούν να κάνουν αυτόματα κάποιες από τις εργασίες του, χρησιμοποιώντας αλγορίθμους.

Δύο στους δέκα ενήλικες εργαζόμενους πιστεύουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να εκτελέσει περισσότερα από τα μισά τους καθήκοντα.

Το 30% όσων χρησιμοποιούν τεχνολογίες και εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης για να κάνουν τη δουλειά τους βίωσαν κάποια απώλεια καθηκόντων. Το 41% χρειάστηκε να αναλάβει νέα καθήκοντα. Για το 68% η κύρια επίδραση των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης είναι ότι τους επιτρέπει να εκτελούν ταχύτερα τα εργασιακά τους καθήκοντα.

Το 61% των Ευρωπαίων εργαζομένων στις 11 χώρες (66% στην Ελλάδα) συμφωνούν πως είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να χρειαστούν νέες γνώσεις και δεξιότητες για να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο των εργαλείων Τεχνητής Νοημοσύνης στην εργασία τους στην επόμενη πενταετία. Ωστόσο, το 44% θεωρεί απίθανο η εταιρεία ή ο οργανισμός για τον οποίο εργάζονται να τους παρέχει κατάρτιση για την Τεχνητή Νοημοσύνη.

«Η έρευνα του Cedefop για τις δεξιότητες Τεχνητής Νοημοσύνης υπογραμμίζει τη σημαντική ανάγκη για αναβάθμιση και επανεκπαίδευση των ενήλικων εργαζομένων στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στον μετασχηματισμό των θέσεων εργασίας τους λόγω της τεχνολογίας Τεχνητής Νοημοσύνης. Αν και υπάρχει αξιοσημείωτο δυναμικό των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης για την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας στις θέσεις εργασίας, για πολλούς εργαζόμενους (55%) υπάρχουν ακόμη περιορισμένα κέρδη παραγωγικότητας μετά την υιοθέτηση Τεχνητής Νοημοσύνης.

Επίσης, η υπέρβαση του φυλετικού και ηλικιακού διαχωρισμού που συνδέεται με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις αγορές εργασίας είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας είναι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιήσουν την Τεχνητή Νοημοσύνη στο πλαίσιο της εργασίας τους.

Τα συστήματα αρχικής και συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη θα πρέπει να στοχεύουν στην περαιτέρω ενίσχυση της ενσωμάτωσης των ικανοτήτων και δεξιοτήτων Τεχνητής Νοημοσύνης στα σχολικά προγράμματα σπουδών» επισημαίνουν οι μελετητές.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ