icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ο Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής θρύλος που γεννήθηκε πριν από 70 χρόνια, «έγραψε» και άφησε πίσω του μεγαλύτερη ιστορία ως άνθρωπος. Επαναστάστης με αιτία, ήθελε απλώς να πεθάνει μια Κυριακή που η Κορίνθιανς θα κατακτούσε το πρωτάθλημα...

Σόκρατες, ο «Δρ Σωκράτης» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ένας από τους μεγαλύτερους μεσοεπιθετικούς στην Ιστορία και μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες που φόρεσαν ποτέ παπούτσια με τάπες για να οργώσουν το πολυπατημένο χορτάρι.

Ρομαντικός βιρτουόζος της μπάλας και γιατρός, ο Σώκρατες «μιλούσε» στη στρογγυλή θεά και ανακούφιζε τους αθεράπευτα «άρρωστους» με το ποδόσφαιρο συμπατριώτες του.

Ήρθε στον κόσμο, σε μια φτωχογειτονιά του Πόρτο Αλέγκρε στις 19 Φεβρουαρίου του 1954, με έναν σκοπό. Να τον αλλάξει.

Την περίοδο εκείνη ο πατέρας του διάβαζε την Πολιτεία του Πλάτωνα και αποφάσισε να τον προικίσει με μια πολύ βαριά κληρονομιά. Του έδωσε το όνομα του σπουδαίου Έλληνα φιλοσόφου.

Ο ίδιος έγινε ένας φιλοσοφημένος αρτίστας με αδέρφια τον Σωσθένη και τον Σοφοκλή. Ένας επαναστάτης με αιτία που τα έβαλε ακόμα και με τη δικτατορία της Βραζιλίας.

«Όπλο» του η λευκή κορδέλα που τιθάσευσε το φουντωτό μακρύ μαλλί του, αλλά όχι το «φλογερό» πνεύμα του. Μέσα από αυτήν περνούσε πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα όπως «Ελευθερία και Δικαιοσύνη», «Οι άνθρωποι χρειάζονται Δικαιοσύνη» και «Ναι στην Αγάπη, Όχι στον Τρόμο», με αφορμή τον βομβαρδισμό της Λιβύης από τους Αμερικανούς.

Έχοντας άλλωστε για πρότυπο τους Φιντέλ (έτσι ονόμασε τον γιο του) Κάστρο, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και Τζον Λένον, ασκούσε πολιτική στο γήπεδο και αρθρογραφούσε για την πολιτική και την οικονομία.

«Όταν ονόμασα τον γιο μου Φιντέλ, η μητέρα μου, μού είπε πως είναι λίγο βαρύ όνομα για να δώσω σε ένα παιδί. Της απάντησα “μητέρα, κοίτα τι έκανες με μένα”», είχε αποκαλύψει.

Ο Σόκρατες άρχισε την καριέρα του από την Μποταφόγκο, αλλά συνδέθηκε άρρηκτα με την Κορίνθιας, καθώς ταυτιζόταν με τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις του. Εκεί ίδρυσε την ξακουστή «Δημοκρατία της Κορίνθιας», όπου όλοι στην ομάδα είχαν ισάξια ψήφο για κάθε απόφαση που έπρεπε να παρθεί. Από τον φύλακα και τον μασέρ, μέχρι τον πρόεδρο.

Και όλα αυτά, σε μία περίοδο που η Βραζιλία βρισκόταν κάτω από την μπότα των στρατιωτικών, δίνοντας ο ίδιος μάχη, εντός και εκτός γηπέδου, να την αποτινάξει.

Μετά από πρωτοβουλία του, οι ποδοσφαιριστές της Κορίνθιανς φόρεσαν μπλουζάκια με την επιγραφή «Θα ψηφίσω στις 15 του μήνα», προτρέποντας τον λαό να συμμετάσχει στις πρώτες εκλογές έπειτα από 21 χρόνια (τον Νοέμβρη του 1982). Μια μεγάλη νίκη που κατάφερε απέναντι στο καθεστώς.

«Έκανε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να ψηφίσουν και να αλλάξουν τα πράγματα. Να συνειδητοποιήσουν, μαζί με άλλα κινήματα που συνέβαιναν στη χώρα, ότι μπορούν να φέρουν την αλλαγή. Ίσως ήταν η πιο τέλεια στιγμή που έχω βιώσει», δήλωσε στο τέλος της χρονιάς, με την Τιμάο να κατακτά το Παουλίστα και τους ποδοσφαιριστές να φορούν φανέλα με τη λέξη «Δημοκρατία» στον τελευταίο αγώνα.

Μεγάλες του αγάπες το ποδόσφαιρο και η ιατρική, τα οποία ολοκλήρωσαν τον Σόκρατες ως προσωπικότητα.

«Εάν είχα παραμείνει γιατρός, θα είχα γνωρίσει μόνο έναν τομέα της κοινωνίας και μόνο τη μία πλευρά της ζωής. Θα ήμουν κι ένας ποδοσφαιριστής περιορισμένων ικανοτήτων. Σήμερα οι άνθρωποι πωλούν την ιδέα στα παιδιά ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να σε κάνει πλούσιο και διάσημο – αλλά αυτό είναι όλο. Δεν σημαίνει τίποτα, το κυριότερο είναι να γνωρίσεις και τις δύο πλευρές της ζωής και να βιώσεις να γνωρίσεις ανθρώπους. Το καλύτερο πράγμα που μου έδωσε το ποδόσφαιρο ήταν η ευκαιρία να γνωρίσω τους ανθρώπους. Γνώρισα ανθρώπους που υπέφεραν πολύ και επίσης εκείνους από την άλλη πλευρά της κοινωνίας, που είχαν τα πάντα, ώστε να μπορώ να δω και τις δύο πλευρές της κοινωνίας που ζούμε», είχε πει.

Ο ύψους 1,93μ. γίγαντας της ζωής και του ποδοσφαίρου, κατέκτησε περισσότερη λαϊκή αναγνώριση από τίτλους. Η αξία τους, όπως και των γκολ του, ήταν ήσσονος σημασίας απέναντι στη δράση του.

Tόσο κλασάτος που φλέρταρε με την οκνηρία, το απαράμιλλο στυλ και τα τυφλά «τακουνάκια» γιγάντωσαν τον μύθο του. Αλλά οι απόψεις, οι πολιτικές νίκες και η άρνηση υποταγής σε κάθε είδους κατεστημένο τον εκτόξευσαν.

«Το 1964 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα. Ήμουν 10 ετών και θυμάμαι τον πατέρα μου να καίει τα βιβλία του για να μην τον συλλάβουν. Αυτό φούντωσε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Το ποδόσφαιρο ήρθε κατά τύχη. Ήμουν ένα παιδί της δικτατορίας. Πάντα είχα το βλέμμα μου στραμμένο στις κοινωνικές αδικίες της χώρας και είχα συναδέλφους και συμφοιτητές που έπρεπε να κρύβονται ή να αποδράσουν. Απλώς έτυχε να είμαι καλός στο ποδόσφαιρο» είχε δηλώσει κάποτε, προσθέτοντας:

«Oι άνθρωποι μού έδωσαν δύναμη ως δημοφιλή ποδοσφαιριστή. Εάν ο κόσμος δεν έχει δύναμη να μιλήσει, τότε μπορώ να μιλήσω εγώ εκ μέρους του. Αν ήμουν στην άλλη πλευρά, όχι στο πλευρό του κόσμου, δεν θα υπήρχε κανείς να ακούσει τις απόψεις μου».

Ο λαός έκανε τον Σόκρατες δημοφιλή και εκείνος έγινε η φωνή του. Διαπρύσιος κήρυκας ιδεών, ανώτερων από το ποδόσφαιρο, όπως η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη. Ακόμα και όταν οι χορδές του υγραίνονταν από την αγαπημένη του μπίρα.

Ερωμένες του το τσιγάρο και το αλκοόλ. Μεγάλος πότης και μανιώδης καπνιστής από τα 13 του, δεν θέλησε ποτέ να τα απαρνηθεί και να δραπετεύσει από τα πάθη του.

«Καπνίζω, πίνω, σκέφτομαι», είχε δηλώσει, όπως και «Πίνω για να ζω. Δεν ήμουν ποτέ εξαρτημένος. Το έβλεπα πάντα σαν σύντροφο και ποτέ δεν είχα στερητικό σύνδρομο όταν δεν έπινα».

Μόνιμα ανικανοποίητος, κάθε που έπληττε, πατούσε το κουμπί της αυτοκαταστροφής, ακροβατώντας συνεχώς στο χείλος της. Το έβρισκε πάντα διαθέσιμο δίπλα του, στο άδειο σκαμπό κάποιου μπαρ όπου τα έπινε συνήθως μόνος.

Το να τον ακούς να μιλάει, συχνά με ένα μπουκάλι μπίρα στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, ήταν το ίδιο μεθυστικό με το να τον βλέπεις να παίζει.

Πολιτικοποιημένος, αλλά ποτέ πολιτευόμενος, μάγευε στο γήπεδο χωρίς να προσπαθεί, έπινε χωρίς να μεθάει και κάπνιζε χωρίς να λογαριάζει την υγεία του, αν και γιατρός. Γιατί ο Σόκρατες ήταν αντισυμβατικός, ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό.

«Είμαι αντιαθλητής. Δεν μπορώ να αρνηθώ τα παραστρατήματα. Θα πρέπει να με δεχθεί κάποιος όπως είμαι. Αρκετές φορές, αντί για προπόνηση, ήθελα να βγω έξω, να καπνίσω, να παρτάρω με τους φίλους μου. Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή από το ποδόσφαιρο», είχε εξομολογηθεί.

«Πίνω όταν θέλω να πιω. Είμαι ενήλικος και έχω ήδη πατέρα, δεν χρειάζομαι άλλον», είχε πει επίσης σε έναν ρεπόρτερ που πήρε τις μπίρες από μπροστά του για να μην φαίνονται στο πλάνο και «χαλάσει η εικόνα του».

Ερωτηθείς, δε, για το αν είχε δοκιμάσει κοκαΐνη, απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Όχι. Έχω τρεις απολαύσεις: τις γυναίκες, το ποτό και το τσιγάρο. Αν αποκτήσω ακόμα μία, σημαίνει ότι θα πρέπει να αντικαταστήσω μία από αυτές».

Ο Σόκρατες δεν κλοτσούσε απλώς μια μπάλα. Έθεσε το ποδόσφαιρο στην υπηρεσία του λαού. Το μετέτρεψε σε «όπλο» και εργαλείο για να κάνουν επανάσταση. Μαζί.

Γιατί εκτός από σπουδαία μορφή τέχνης όπως το έβλεπε ο ίδιος, το ποδόσφαιρο είναι φύσει δημοκρατικό. Και καθολικά προσβάσιμο, οφείλει να υπηρετεί, να διαφυλάσσει και να μεταλαμπαδεύει τις αξίες της Δημοκρατίας.

«Ένα από τα χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου είναι η έκφραση της Δημοκρατίας. Υπάρχει χώρος για όλα τα ταλέντα ή για το καθόλου ταλέντο. Υπάρχουν κοινωνικές τάξεις όπου κάποιοι ξεχωρίζουν από τους άλλους, αλλά στο ποδόσφαιρο είναι όλοι μαζί», υποστήριζε.

Όπως και ότι «μιλάμε για τέχνη και το βασικό είναι η έκφρασή της. Δεν είναι η νίκη που μετράει, δεν είναι η επιτυχία, δεν είναι η ομορφιά. Στη ζωή όσοι αναζητούν μόνο τη νίκη είναι κομφορμιστές. Όσοι αναζητούν την τέχνη το κάνουν γι΄ αυτούς και να δείξουν στον κόσμο ποιοι είναι. Το να κερδίσεις δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Το ποδόσφαιρο είναι μία τέχνη και πρέπει να εμφανίζει δημιουργικότητα. Αν οι Βαν Γκογκ και Ντεγκά ήξεραν ότι θα λάμβαναν τέτοιας αναγνώρισης δεν θα είχαν δημιουργήσει αυτά που έκαναν. Θα πρέπει να απολαμβάνεις την τέχνη και να μην σκέφτεσαι πώς θα κερδίσεις».

Και από τη στιγμή που «κανείς παίκτης δεν εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο εγκαταλείπει τους παίκτες», αφού άσκησε την ιατρική, παίρνοντας την ειδικότητα του ορθοπεδικού, επέστρεψε σε αυτό στα 50 του, βγάζοντας τη γλώσσα ακόμα και στα συνήθη στενά ηλιακά όρια που διέπουν τους άγραφους «νόμους» του ποδοσφαίρου.

Καλλιτέχνης μέσα και έξω από τις λευκές γραμμές, στοχαστής και όχι απλά ποδοσφαιριστής, ο Σόκρατες έμεινε πιστός -όχι στις γυναίκες (παράτησε μία από τις τέσσερεις συζύγους του για μια 20χρονη τενίστρια), αφού όπως είπε του άρεσε η αναπαραγωγή- αλλά στις αξίες του.

Όμως όπως οι περισσότεροι μεγάλοι, «έφυγε» νωρίς. Μόλις στα 57 του. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2011, λαβωμένος από το προσωπικό του κώνειο (ο εξασθενημένος από την κίρρωση ύπατος οργανισμός του δεν άντεξε μια τροφική δηλητηρίαση), αλλά με τη γροθιά υψωμένη, όπως επαναστατικά πανηγύριζε τα γκολ του.

Έτσι τον αποχαιρέτησαν. Με τα μάτια υγρά και τη γροθιά ψηλά. Μια Κυριακή που η Κορίνθιανς θα κατακτούσε το πρωτάθλημα. Επιθυμία που είχε εκφράσει ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο – και η μοίρα, όπως και η μπάλα, δεν του χάλασε χατήρι.

Ο ποδοσφαιριστής – θρύλος που χαρακτήρισε το γκολ του με τη Σοβιετική Ένωση στο πρώτο ματς της Selecao, για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 («Μετράω την επιτυχία από τις εμπειρίες που ζούμε. Και το να παίζω σε μια ομάδα σαν εκείνη ήταν σαν να βγαίνεις ραντεβού με την γυναίκα που αγαπάς», είχε πει για την καλύτερη ομάδα που δεν κατέκτησε Μουντιάλ) ως «ατελείωτο οργασμό», αλλά θα τα αντάλλασε όλα για μια καλύτερη Βραζιλία, «έγραψε» και άφησε πίσω του μεγαλύτερη ιστορία ως άνθρωπος.

Αφού όπως είχε πει και ο ίδιος: «Οι πολιτικές μου νίκες ήταν σημαντικότερες από τις ποδοσφαιρικές. Ένα παιχνίδι τελειώνει σε 90 λεπτά, όμως η ζωή συνεχίζεται». Και ο Σόκρατες, καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του, πάλεψε ανιδιοτελώς για τις ζωές όλων.