icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η καταστροφή του δάσους θα θερμάνει το μικροκλίμα στην αστική περιοχή της Αθήνας κατά τουλάχιστον 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου. Τα καλοκαίρια θα γίνουν ακόμη πιο ξηρά. Οι θερμοκρασίες του αέρα θα κυμαίνονται γύρω στους 39 βαθμούς κατά τη διάρκεια των καυσώνων

Οι εικόνες καταστροφής από την πρόσφατη φωτιά στην Αττική που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα κι έφτασε ως το Πάτημα Χαλανδρίου, κάνοντας στάχτη δάσος, σπίτια κι επιχειρήσεις, είναι ακόμη νωπές.

Η αλλαγή του κλίματος στην Αττική και η επίδραση των δασικών πυρκαγιών απασχόλησε και την γερμανική Tageszeitung, που φιλοξένησε συνέντευξη του περιβαλλοντολόγου Αλέξανδρου Δημητρακόπουλου, ο οποίος χαρακτήρισε σοκ για τους Έλληνες την τεράστια πυρκαγιά που ξέσπασε κοντά στην Αθήνα, το διοικητικό κέντρο του ελληνικού κράτους, η οποία απείλησε άμεσα ζωές και περιουσίες. Και αυτό, όπως λέει, παρά το γεγονός ότι υπήρχε πλούσιος εξοπλισμός δασοπυρόσβεσης.

Ερωτηθείς για το πώς έφτασε η φωτιά στην ελληνική πρωτεύουσα τόσο γρήγορα, ο καθηγητής ανέφερε πως ο κίνδυνος πυρκαγιάς ήταν πολύ υψηλός. Υπήρχαν υψηλές θερμοκρασίες αέρα 36 βαθμών Κελσίου και ξηρασία. Υπήρχαν επίσης ισχυροί άνεμοι με ένταση έξι έως επτά μποφόρ, κάτι φυσιολογικό για αυτή την εποχή του χρόνου, καθώς τα μελτέμια (ισχυροί, ξηροί βόρειοι και βορειοανατολικοί άνεμοι) πνέουν από τις 10 Αυγούστου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα.

Ωστόσο, όπως είπε ο κ. Δημητρακόπουλος στην Tageszeitung από το βράδυ της Κυριακής έως το πρωί της Δευτέρας, δεν υπήρξε καμία πυροσβεστική ενέργεια. Ως αποτέλεσμα, η πυρκαγιά έκαιγε ανενόχλητη για περισσότερες από δώδεκα ώρες με ισχυρούς ανέμους. Λόγω των ισχυρών ανέμων, νέες εστίες ή αναζωπυρώσεις σημειώθηκαν επανειλημμένα κοντά σε νέους οικισμούς. Η μεγάλη πυκνότητα οικισμών σε φλεγόμενες ή πυρόπληκτες δασικές περιοχές σήμαινε ότι πολύτιμοι πόροι δασοπυρόσβεσης χρησιμοποιούνταν για την προστασία των κατοικιών εις βάρος της ενεργού πυρόσβεσης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, εκ του αποτελέσματος κρίνεται πως η δύναμη της πυροσβεστικής που επιχείρησε στη φωτιά δεν ήταν αρκετή. Μάλιστα θέτει και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των δυνάμεων δασοπυρόσβεσης. Αυτό αφορά τις πραγματικές πυροσβεστικές τους δραστηριότητες, τη χρήση του πυροσβεστικού εξοπλισμού και την ύπαρξη και αποτελεσματικότητα των σχεδίων πυρόσβεσης. Εν ολίγοις, δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο προσωπικό και εξοπλισμό διαθέτεις κανείς για την καταπολέμηση των πυρκαγιών, αλλά και με το πώς τα αναπτύσσει.

Στην επισήμανση της Tageszeitung ότι οι ζημιές από την πυρκαγιά είναι τεράστιες-μία γυναίκα έχασε τη ζωή της, σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση, έχουν καεί 102 τετραγωνικά χιλιόμετρα, περίπου τα μισά από αυτά στον ιστορικό δήμο Μαραθώνα, δεκάδες σπίτια και καταστήματα έγιναν στάχτη- ο κ. Δημητρακόπουλος είπε πως η καταστροφή θα μπορούσε να είχε περιοριστεί. «Αυτό όμως θα απαιτούσε περισσότερη τεχνογνωσία και επιμέλεια στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, αποτελεσματικότερο σχεδιασμό των τοπικών σχεδίων πυρόσβεσης και ορθολογική οργάνωση των μέτρων πυρόσβεσης», σημείωσε.

Ερωτηθείς γιατί πλήττεται τόσο συχνά και τόσο σοβαρά η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας από πυρκαγιές (σύμφωνα με την μετεωρολογική υπηρεσία Meteo, το 37% των δασών της περιοχής αυτής έχει καεί τα τελευταία οκτώ χρόνια), ο κ. Δημητρακόπουλος είπε πως αυτό οφείλεται στο ξηρό και θερμό κλίμα, στη μεσογειακή βλάστηση και, κυρίως, στη μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση στο Αττικό λεκανοπέδιο, όπου ζει περίπου ο μισός ελληνικός πληθυσμός. Στην Ελλάδα, το 98% των δασικών πυρκαγιών προκαλούνται εκούσια ή ακούσια από τον άνθρωπο.

Όσο για το αν μπορούν να αναπτυχθούν από μόνα τους νέα δάση στις καμένες περιοχές, ο κ. Δημητρακόπουλος εξήγησε πως τα καμένα μεσογειακά οικοσυστήματα, όπως τα πευκοδάση και οι θάμνοι, αναγεννώνται με φυσικό τρόπο μέσω σπόρων και δενδρυλλίων, αν παραμείνουν αδιατάρακτα για τουλάχιστον δέκα χρόνια, δηλαδή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, ιδίως μέσω της βόσκησης και της καλλιέργειας. «Η φύση επουλώνει τις δικές της πληγές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εφόσον δεν παρεμβαίνει ο homo economicus», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Τι σημαίνουν όμως οι καμένες εκτάσεις στον «πράσινο πνεύμονα» της Αττικής για το κλίμα και τη ζωή στην Αθήνα; Σύμφωνα με τον καθηγητή βραχυπρόθεσμα, για μία έως δύο εβδομάδες, μπορούμε να περιμένουμε αύξηση των αιωρούμενων σωματιδίων PM 10 και PM 2.5 και του όζοντος στην ατμόσφαιρα. Αυτό θα οδηγήσει σε αναπνευστικά προβλήματα. Μεσοπρόθεσμα, η καταστροφή του δάσους θα θερμάνει το μικροκλίμα στην αστική περιοχή της Αθήνας κατά τουλάχιστον 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου. Τα καλοκαίρια θα γίνουν ακόμη πιο ξηρά. Οι θερμοκρασίες του αέρα θα κυμαίνονται γύρω στους 39 βαθμούς κατά τη διάρκεια των καυσώνων. Η Αθήνα θα γίνει Κάιρο!

Μακροπρόθεσμα, το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και η κλιματική αλλαγή θα επιδεινωθούν από την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα λόγω της καύσης των δασών. Αυτό θα έχει αναπόφευκτα αντίκτυπο στον τουρισμό, εκτιμά ο κ. Δημητρακόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε και στο σοβαρό πρόβλημα της έλλειψης νερού με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη σταδιακά η Ελλάδα. «Το τοπικό κλίμα έχει γίνει θερμότερο και ξηρότερο τα τελευταία 30 ή 35 χρόνια – με όλες τις συνέπειες για όλα τα έμβια όντα», καταλήγει ο καθηγητής.

Με πληροφορίες από tageszeitung