Με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται καθημερινά αισθητές σε όλο τον κόσμο - και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες χώρες - πολλοί υποστηρίζουν ότι οι χώρες και οι εταιρείες που ευθύνονται για τη ρύπανση εξ αρχής θα πρέπει να «πληρώνουν τον λογαριασμό»
Απονομή «κλιματικής δικαιοσύνης»: Τι θα γινόταν εάν οι ρυπαίνοντες πλήρωναν και το κόστος της κλιματικής κρίσης
Με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται καθημερινά αισθητές σε όλο τον κόσμο - και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες χώρες - πολλοί υποστηρίζουν ότι οι χώρες και οι εταιρείες που ευθύνονται για τη ρύπανση εξ αρχής θα πρέπει να «πληρώνουν τον λογαριασμό»
Με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται καθημερινά αισθητές σε όλο τον κόσμο - και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες χώρες - πολλοί υποστηρίζουν ότι οι χώρες και οι εταιρείες που ευθύνονται για τη ρύπανση εξ αρχής θα πρέπει να «πληρώνουν τον λογαριασμό»
Με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται καθημερινά αισθητές σε όλο τον κόσμο - και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες χώρες - πολλοί υποστηρίζουν ότι οι χώρες και οι εταιρείες που ευθύνονται για τη ρύπανση εξ αρχής θα πρέπει να «πληρώνουν τον λογαριασμό»
Τον Αύγουστο του 2022, το Πακιστάν κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε από καταστροφικές πλημμύρες. Οι πρωτοφανείς βροχές των μουσώνων σκότωσαν περισσότερους από 1.500 ανθρώπους και άφησαν την πλημμυρισμένη χώρα με οικονομικές ζημιές που ξεπέρασαν τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ωστόσο, μία επιστημονική μελέτη έναν μόλις μήνα αργότερα ανέφερε πως οι ακραίες βροχοπτώσεις ήταν μάλλον αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης. Εξάλλου, η σχέση μεταξύ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των ακραίων καιρικών φαινομένων με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι σε παγκόσμια κλίμακα είναι πλέον καλά τεκμηριωμένη.
Οι ακραίοι καύσωνες, οι εκτεταμένες φωτιές, οι πλημμύρες, οι κυκλώνες και η ξηρασία είναι μόνο μερικά από τα φαινόμενα που μαστίζουν τον πλανήτη, έχοντας οδηγήσει σε εκατοντάδες θανάτους και εκτεταμένες καταστροφές, αφήνοντας πίσω τους χώρες βυθισμένες στο πένθος, τη θλίψη και το οικονομικό χρέος.
Με τους ειδικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και χρόνια και να υποστηρίζουν πως η κατάσταση πρόκειται να επιδεινωθεί, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι τραγικές. Για παράδειγμα, εάν η παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί κατά 2,9 βαθμούς Κελσίου, το μέσο ΑΕΠ των 65 πιο ευάλωτων στο κλίμα χωρών του κόσμου θα μειωθεί κατά 20% έως το 2050 και κατά 64% έως το 2100.
Και τώρα ποιος πληρώνει;
Η συζήτηση σχετικά με το ποιος θα πρέπει να πληρώσει για τις απώλειες και τις ζημιές από το κλίμα έχει καταστεί μείζον γεωπολιτικό ζήτημα και αναμένεται να βρεθεί ψηλά στην ατζέντα των επερχόμενων συνομιλιών για το κλίμα του Cop27 στο Sharm el-Sheikh της Αιγύπτου, τον Νοέμβριο του 2024.
Μέχρι το 2030, τα ευάλωτα κράτη είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν 290-580 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες κλιματικές «υπολειμματικές ζημίες», ενώ μέχρι το 2050, το συνολικό κόστος των απωλειών και των ζημιών θα μπορούσε να ανέλθει στο 1-1,8 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, έχει περιγράψει την κλιματική κρίση ως μία «μελέτη περίπτωσης ηθικής και οικονομικής δικαιοσύνης», υποστηρίζοντας πως οι «ρυπαίνοντες πρέπει να πληρώσουν», καθώς οι ευάλωτες χώρες «χρειάζονται ουσιαστική δράση».
Υπάρχει ευθύνη
Τι θα γινόταν λοιπόν αν ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου αυτοί που ευθύνονται για τη μόλυνση του περιβάλλοντος πραγματικά πλήρωναν για την κλιματική «ζημία» που έχουν προκαλέσει; Πόσα θα έπρεπε να πληρώσουν, και θα σήμαιναν αυτές οι πληρωμές το τέλος της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων;
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2024 από το Dartmouth College στο New Hampshire, στις ΗΠΑ, παρείχε την πρώτη αξιολόγηση της ευθύνης των χωρών για την τροφοδότηση της κλιματικής κρίσης.
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκπομπές των ΗΠΑ κόστισαν στον κόσμο πάνω από 1,9 εκατομμύρια δολάρια σε κλιματικές ζημίες μεταξύ 1990 και 2014. Οι επόμενοι τέσσερις μεγαλύτεροι «εκπέμποντες ρύπων», δηλαδή οι Κίνα, Ρωσία, Ινδία και Βραζιλία, προκάλεσαν επιπλέον 4,1 εκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιες οικονομικές απώλειες κατά την ίδια χρονική περίοδο. Συνδυαστικά, οι απώλειες αυτές ισοδυναμούν με περίπου 11% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ.
«Δείχνουμε ότι υπάρχει επιστημονική βάση για τους ισχυρισμούς περί ευθύνης [για το κλίμα]», λέει ο Justin Mankin, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης και επίκουρος καθηγητής γεωγραφίας στο Dartmouth College.
Ένας παγκόσμιος χρηματοδοτικός μηχανισμός
Εάν οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν σοβαρά την κλιματική κρίση, τότε οι χώρες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα χρηματοδοτικό μηχανισμό για τις απώλειες και τις ζημίες στο πλαίσιο της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) – το όργανο του ΟΗΕ για την κλιματική κρίση – στο οποίο θα κατέβαλαν χρήματα ανάλογα με το δίκαιο μερίδιό τους, λέει η Sadie DeCoste, διοργανώτρια του Tipping Point UK, ενός Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού (ΜΚΟ) που εργάζεται για την απονομή της «κλιματικής δικαιοσύνης».
Το δίκαιο μερίδιο θα μπορούσε να υπολογιστεί με βάση την ιστορική και τρέχουσα συμβολή των χωρών στις παγκόσμιες εκπομπές, λέει η DeCoste και να μη βασίζεται σε εθελοντικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται μόνο από τις χώρες που είναι πιο πρόθυμες να πληρώσουν.
Παρόλο που τα πιο ευάλωτα στο κλίμα κράτη έχουν ζητήσει τη δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού, ο οποίος θα αξιολογεί τις ανάγκες των χωρών μετά από μια κλιματική καταστροφή και θα ζητά συγκεκριμένα κονδύλια από τις κυβερνήσεις, μέχρι σήμερα, οι πλούσιες χώρες έχουν αντισταθεί σθεναρά σε αυτές τις εκκλήσεις, επιμένοντας ότι η ανθρωπιστική βοήθεια είναι αρκετή για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Υπόλογες και οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων
Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων είναι επίσης όλο και περισσότερο υπόλογες για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Μια έκθεση του 2017 από το CDP, μια Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση, διαπίστωσε ότι μόλις 100 εταιρείες ορυκτών καυσίμων ευθύνονται για την παραγωγή του 71% όλων των παγκόσμιων αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπονται από το 1988.
Μια άλλη έκθεση της εταιρείας συμβούλων Profundo και της Μη Κερδοσκοπικής Οργάνωσης Transport and Environment κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πέντε μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ευρώπης ευθύνονται για ζημίες ύψους περίπου 13 εκατομμυρίων δολαρίων τα τελευταία 30 χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης, της επιδείνωσης της δημόσιας υγείας και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Οι εταιρείες αυτές αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την εξόρυξη και την πώληση ορυκτών καυσίμων, τα οποία τροφοδότησαν την άνοδο της θερμοκρασίας και επιδείνωσαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Φόροι για την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων
Εφόσον οι μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο θεωρούνταν υπεύθυνες για τις εκπομπές αυτές, θα έπρεπε να είναι αναγκασμένες να καταβάλλουν ένα ετήσιο ποσό, με βάση το μερίδιό τους στην παγκόσμια ρύπανση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν τις κλιματικές επιπτώσεις και το κόστος της μετάβασης σε καθαρή ενέργεια.
Οι ρυπαίνοντες θα μπορούσαν επίσης να πληρώσουν για τυχόν συνεχιζόμενες εκπομπές μέσω ενός διεθνούς φόρου στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, όπως προτείνεται από έναν συνασπισμό ευάλωτων στο κλίμα κρατών.
Εδώ, οι εταιρείες θα φορολογούνται για κάθε τόνο άνθρακα, πετρελαίου ή φυσικού αερίου που εξορύσσουν. Ξεκινώντας με χαμηλό συντελεστή και αυξάνοντάς τον κάθε χρόνο, ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να συγκεντρώσει δισεκατομμύρια για να βοηθήσει τις χώρες να ανοικοδομήσουν και να ανακάμψουν από τις καταστροφές.
Μη βιώσιμες συμπεριφορές
Ταυτόχρονα, οι βιομηχανίες που χρησιμοποιούν πολλά ορυκτά καύσιμα, όπως οι αερομεταφορές και η ναυτιλία, θα μπορούσαν επίσης να φορολογηθούν για να δημιουργηθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την πληρωμή όσων υποφέρουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
«Οι μη βιώσιμες συμπεριφορές, όπως οι συχνές πτήσεις και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος, θα μπορούσαν επίσης να φορολογηθούν» ώστε να συγκεντρωθεί ένα κεφάλαιο για τις χώρες που καταστρέφονται από την κλιματική αλλαγή, λέει η DeCoste.
Οι πιο ρυπογόνες συμπεριφορές τείνουν να συνδέονται με τον τρόπο ζωής ενός μικρού αριθμού ανθρώπων με πολύ υψηλά εισοδήματα – μόλις το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπεύθυνο για το 50% των εκπομπών από τις πτήσεις, για παράδειγμα, ενώ το 90% των ανθρώπων δεν έχει πετάξει ποτέ.
Ο ρόλος των δικαστηρίων
Παρόλο που το βάρος για την αναδιανομή των κεφαλαίων πέφτει στις κυβερνήσεις, τα δικαστήρια είναι μια άλλη σημαντική οδός μέσω της οποίας τα θύματα των κλιματικών καταστροφών θα μπορούσαν να αποζημιωθούν.
«Η απόδοση του κλίματος μάς επιτρέπει να ποσοτικοποιήσουμε τη συμβολή συγκεκριμένων παραγωγών ορυκτών καυσίμων σε επιπτώσεις, όπως η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η οξίνιση των ωκεανών», λέει η Kathy Mulvey, διευθύντρια εκστρατείας για την απόδοση ευθυνών για το κλίμα στην Ένωση Ανήσυχων Επιστημόνων στις ΗΠΑ.
Μία έρευνα του 2013 εντόπισε 90 παραγωγούς ορυκτών καυσίμων και τσιμέντου, οι οποίοι ονομάστηκαν οι «μεγάλοι του άνθρακα», οι οποίοι θεωρούνται υπεύθυνοι για το 63% των παγκόσμιων εκπομπών.
«Αυτό ήταν ζωτικής σημασίας για να ξεκινήσουν οι [νομικές] υποθέσεις», λέει ο Richard Wiles, πρόεδρος του Center for Climate Integrity, ενός οργανισμού που αναλαμβάνει υποθέσεις σχετικές με το κλίμα στις ΗΠΑ. «[Ως δικηγόρος], έπρεπε να είσαι σε θέση να πεις ότι η Exxon ήταν υπεύθυνη για ένα μέρος αυτών των ζημιών με δεδομένα και ότι η εταιρεία που κατηγορείς για εγκλήματα μπορεί πραγματικά να αποδειχθεί ότι συνέβαλε στη ζημία».
Με αυτόν τον τρόπο, φέρνεις την εκάστοτε εταιρεία έναντι των ευθυνών της. Μάλιστα, εκπρόσωπος της ExxonMobil ανέφερε ότι η εταιρεία «έχει αναγνωρίσει εδώ και καιρό την πραγματικότητα και τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και έχει αφιερώσει σημαντικούς πόρους για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων».
Η υπόθεση του Περουβιανού αγρότη
Μια σημαντική υπόθεση που αποσκοπεί στη χρήση της επιστήμης για την απόδοση ευθυνών είναι η αγωγή ενός αγρότη από το Περού κατά της μεγαλύτερης εταιρείας κοινής ωφέλειας της Γερμανίας, της RWE.
Η αγωγή είναι η πρώτη υπόθεση του είδους της και θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για το κατά πόσον οι ρυπαίνοντες πρέπει να παρέχουν αποζημίωση για τις κλιματικές ζημίες σε αναλογική βάση.
Στην υπόθεση, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, ο αγρότης Saúl Luciano Lliuya στοχεύει να καταστήσει την RWE υπεύθυνη για τον ρόλο των εκπομπών της στο λιώσιμο ενός παγετώνα πάνω από τη γενέτειρά του, Huaraz, στις περουβιανές Άνδεις.
Ο Lliuya λέει ότι η RWE θα πρέπει να καταβάλει το 0,47% του κόστους κατασκευής αντιπλημμυρικών έργων για την προστασία του Huaraz – το οποίο θα ανέρχεται σε περίπου 20.000 ευρώ. Το ποσό βασίζεται σε μια επικαιροποίηση της μελέτης του Heede από το Ινστιτούτο Climate Accountability Institute, το οποίο αποδίδει αυτό το μερίδιο των παγκόσμιων εκπομπών στην RWE.
Οι δικηγόροι του Lliuya βασίζουν την υπόθεσή τους στην επιστήμη της κλιματικής απόδοσης, συμπεριλαμβανομένης μιας μελέτης του 2021, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το λιώσιμο του παγετώνα Palcaraju «αποδίδεται εξ ολοκλήρου» στην άνοδο της θερμοκρασίας και ότι η αλλαγή της γεωμετρίας της παγετώδους λίμνης και της κοιλάδας έχει «αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο πλημμύρας».
Πράσινη μετάβαση
Οι δικαστικές υποθέσεις, οι αποζημιώσεις και οι έξτρα φόροι θα μπορούσαν να αναγκάσουν πολλές εταιρείες να βάλουν ένα τέλος στη χρήση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, αφού θα τους έδινε το κίνητρο να στραφούν στην παραγωγή καθαρής ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή.
Μάλιστα, εάν οι ρυπαίνοντες γνώριζαν ότι θα έπρεπε να πληρώσουν όλο το κόστος των δραστηριοτήτων τους, η ενεργειακή μετάβαση, ενδεχομένως, να γινόταν πολύ πιο γρήγορα.
Επιπλέον, για τις χώρες που είναι ευάλωτες στο κλίμα, τα κεφάλαια από τους ρυπαίνοντες θα αποτελούσαν σανίδα σωτηρίας, ενώ η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση θα τους επέτρεπε να επενδύσουν σε ανθεκτικές υποδομές που θα τις προστάτευαν από μελλοντικά ακραία φαινόμενα, όπως οι τυφώνες και οι πλημμύρες – καθώς και από απειλές που κινούνται πιο αργά, όπως η άνοδος της στάθμης των θαλασσών.
Τα χρήματα θα επέτρεπαν επίσης στις χώρες να ενισχύσουν τα συστήματα δημόσιας υγείας τους και να καλύψουν το κόστος υγείας που σχετίζεται με το κλίμα, όπως οι υδατογενείς ασθένειες, οι οποίες αυξάνονται συνεχώς λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Με πληροφορίες από BBC

Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι