Το καθαρό νερό γίνεται όλο και πιο σπάνιο σε πολλές χώρες, όχι όμως στη Γροιλανδία. Το στρώμα πάγου της περιέχει περίπου το 6,5 τοις εκατό του γλυκού νερού στον κόσμο και υπολογίζεται ότι πάνω από 350 τρισεκατομμύρια λίτρα καταλήγουν στον ωκεανό ετησίως. Και με την κλιματική κρίση να επιταχύνει το λιώσιμο της Αρκτικής, όλο και περισσότερο από το νερό της Γροιλανδίας πρόκειται να εκρέει από το νησί κάθε χρόνο.

Σε ορισμένα μέρη που αντιμετωπίζουν έλλειψη νερού, τα ίδια αυτά μόρια νερού ενδεχομένως να λαμβάνονται από τη θάλασσα και να μετατρέπονται ξανά σε γλυκό νερό με τη χρήση αφαλάτωσης, με μεγάλο ηλεκτρικό και οικονομικό κόστος. Αυτό ενέπνευσε μια startup να επιδιώξει ένα ασυνήθιστο και φιλόδοξο επιχειρηματικό εγχείρημα που έχει εγκριθεί εν μέρει από την κυβέρνηση της Γροιλανδίας – τη συλλογή νερού από το λιώσιμο των παγετώνων και τη μεταφορά του στο εξωτερικό.

«Έχουμε έναν από τους καλύτερους πόρους στον κόσμο σε αυτή την περιοχή και μάλιστα άφθονο, και θέλουμε να προωθήσουμε αυτό το μήνυμα στους επενδυτές και στις δυνητικές αγορές», λέει η Naaja H. Nathanielsen, υπουργός επιχειρήσεων και εμπορίου της Γροιλανδίας.

Η startup πίσω από την ιδέα, η Arctic Water Bank, σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα φράγμα στη Νότια Γροιλανδία, να συλλέξει το νερό από το λιώσιμο των πάγων και, στη συνέχεια, να το μεταφέρει σε όλο τον κόσμο με πλοίο σε χύδην μεταφορείς νερού. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, η εταιρεία λέει ότι το έργο θα είναι εντελώς ουδέτερο ως προς τον άνθρακα και θα προκαλέσει ελάχιστη ζημιά στο τοπικό περιβάλλον.

«Πρόκειται για ένα από τα καθαρότερα νερά στον κόσμο. Όποιος έχει δοκιμάσει το νερό της Γροιλανδίας γνωρίζει ότι είναι καθαρός, λευκός χρυσός», λέει ο Samir Ben Tabib, συνιδρυτής και επικεφαλής των διεθνών σχέσεων της startup.

Η Arctic Water Bank είναι πρωτίστως, τονίζει ο Ben Tabib, μια επιχείρηση, αλλά πιστεύει ότι θα μπορούσε επίσης να προσφέρει υπηρεσίες στους κατοίκους της Γροιλανδίας και στον ευρύτερο κόσμο. Υποστηρίζει ότι η εταιρεία του θα βοηθήσει τους κατοίκους της Γροιλανδίας αξιοποιώντας τους φυσικούς πόρους της χώρας και πληρώνοντας φόρους για το εισόδημα που παράγεται από αυτούς, και είναι μια φιλοδοξία που συμμερίζεται η κυβέρνηση. «Ο στόχος είναι διττός», λέει η Nathanielsen. «Πρόκειται για νέες πηγές εισοδήματος για το εθνικό ταμείο και για την ανάπτυξη τοπικών επιχειρήσεων και τη συναφή δημιουργία θέσεων εργασίας».

Μακροπρόθεσμα, λέει ο Ben Tabib, η Arctic Water Bank θα μπορούσε ακόμη και να βοηθήσει στην άμβλυνση της επικείμενης παγκόσμιας κρίσης νερού. «Πιθανώς δεν είναι κάτι που η μικρή μας επιχείρηση μπορεί να λύσει μόνη της, αλλά στη Γροιλανδία, το γλυκό νερό είναι ένας πόρος που απλά ξεβράζεται στη θάλασσα».

Αυτή τη στιγμή, η νεοσύστατη επιχείρηση έχει τις αρχικές άδειες που χρειάζεται. Σύμφωνα με έγγραφα που επικαλείται το WIRED, η κυβέρνηση παραχωρεί στην εταιρεία αποκλειστικά δικαιώματα για τα επόμενα 20 χρόνια να χρησιμοποιεί όλο το νερό και τον πάγο από έναν ποταμό κοντά στην πόλη Νάρσαγκ. Κατά μέσο όρο, ο ποταμός αυτός παράγει 21,3 δισεκατομμύρια λίτρα νερού κάθε χρόνο, σχεδόν εξ ολοκλήρου νερό από το στρώμα πάγου της Γροιλανδίας που λιώνει. Όμως, προτού μπορέσει να μεταφερθεί οποιοδήποτε νερό, πρέπει να κατασκευαστεί ένα φράγμα, και η Arctic Water Bank θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι να ολοκληρωθεί μια μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για να ξεκινήσει η κατασκευή.

Αυτό δεν είναι τόσο μεγάλο εμπόδιο όσο φαίνεται. Η Γροιλανδία μπορεί να είναι ένα από τα πιο ανέγγιχτα περιβάλλοντα στον κόσμο – περίπου στο μέγεθος της Δυτικής Ευρώπης και με λιγότερους από 60.000 κατοίκους – αλλά η κατασκευή φραγμάτων δεν είναι κάτι το ανήκουστο, λέει ο Karl Zinglersen, επικεφαλής του Τμήματος Περιβάλλοντος και Ορυκτών στο Ινστιτούτο Φυσικών Πόρων της Γροιλανδίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το πρώτο υδροηλεκτρικό φράγμα κατασκευάστηκε για την εξυπηρέτηση της πρωτεύουσας Νουκ και έκτοτε έχουν κατασκευαστεί μια χούφτα μικρότερα υδροηλεκτρικά φράγματα σε όλη τη χώρα. Η διαδικασία της μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι πολύ διεξοδική, λέει ο Zingerlsen, αλλά από την εμπειρία του σπάνια, αν όχι ποτέ, σταματά ένα έργο.

Η Arctic Water Bank εκτιμά ότι το συνολικό κόστος του εργοταξίου-φράγματος και των ναυτιλιακών εγκαταστάσεων θα ανέλθει σε 100 εκατομμύρια δολάρια. Ο Ben Tabib λέει ότι ο ίδιος και οι τρεις συνιδρυτές του εξετάζουν διάφορους επενδυτές, μερικούς από τη Γροιλανδία, μερικούς από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων μερικών αμερικανικών εταιρειών ιδιωτικών κεφαλαίων. Ο Ben Tabib δεν αποκαλύπτει όμως με ποιους συγκεκριμένα συζητά η νεοφυής επιχείρηση.

Αυτή δεν είναι η πρώτη προσπάθεια των συνιδρυτών να εκμεταλλευτούν το νερό της Γροιλανδίας. Μια ξεχωριστή startup που ίδρυσαν, η Arctic Ice, στέλνει πάγο παγετώνων που «αλιεύεται» από τη θάλασσα σε κοκτέιλ μπαρ σε μακρινές τοποθεσίες, μεταξύ άλλων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επίσης, δεν είναι οι πρώτοι που ονειρεύονται ένα περίπλοκο σχέδιο για τη μεταφορά γλυκού νερού από την Αρκτική. Έχουν περάσει περισσότερα από 200 χρόνια από τότε που προτάθηκε για πρώτη φορά η ιδέα της ρυμούλκησης παγόβουνων σε νοτιότερες περιοχές, μια ιδέα που δεν αποδείχθηκε ποτέ εφαρμόσιμη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ολλανδία σχεδίαζε να εισάγει νερό από τα φιόρδ της Νορβηγίας, αλλά και αυτό αποδείχθηκε μη βιώσιμο.

Ο David Zetland, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leiden που ερευνά την πολιτική οικονομία του νερού, αφηγείται την ιστορία ενός Αμερικανού επιχειρηματία που σχεδίαζε να γεμίσει μια τεράστια πλαστική σακούλα με νερό από παγετώνα και να χρησιμοποιήσει ένα ρυμουλκό για να την τραβήξει από την Αλάσκα στην Καλιφόρνια. Ο επιχειρηματίας κατέληξε να χάσει πολλά χρήματα. «Λόγω των μονοπωλίων, στον κλάδο του νερού οι κακές ιδέες μπορούν να επιμείνουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς», λέει ο Zetland.

Παραδείγματα όπως αυτό κάνουν τον Zetland να είναι επιφυλακτικός ως προς το ότι το σχέδιο της Arctic Water Bank θα μπορέσει ποτέ να ανταγωνιστεί τις τιμές της αγοράς για το νερό της βρύσης. Αν πετύχει, πιστεύει, θα γίνει για τον ίδιο λόγο που έγινε και με το νερό των Φίτζι: Καλό μάρκετινγκ. Αλλά σε αντίθεση με την εν λόγω εταιρεία, η Arctic Water Bank σχεδιάζει να πουλήσει το νερό της χονδρικώς σε διανομείς, όχι απευθείας στον καταναλωτή σε μπουκάλι.

Ο Zetland επισημαίνει ότι οι χώρες με ακτογραμμή θα έχουν πάντα τη δυνατότητα αφαίρεσης του αλατιού από το θαλασσινό νερό – μια λύση στην οποία βασίζονται ήδη χώρες με έλλειψη νερού, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Ομάν, για το μεγαλύτερο μέρος του πόσιμου νερού τους και στην οποία στρέφεται η Αυστραλία σε περιόδους ξηρασίας. Η τιμή για την αφαλάτωση, περίπου 1 δολάριο ανά 1.000 λίτρα, είναι αδύνατο να ανταγωνιστεί το εισαγόμενο νερό, πιστεύει ο ίδιος.

Όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτή την κριτική, ο Ben Tabib λέει ότι το νερό της εταιρείας του δεν απευθύνεται, στην αρχική του φάση, στον αναπτυσσόμενο κόσμο και ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της startup, το εξαγόμενο νερό θα μπορέσει να ανταγωνιστεί το αφαλατωμένο νερό στην τιμή -αν και δεν έχουν να μοιραστούν το εκτιμώμενο κόστος ανά λίτρο. Μέχρι στιγμής η startup δεν έχει οριστικοποιήσει συμφωνίες με διανομείς, αλλά πολλοί έχουν ενδιαφερθεί, λέει ο Ben Tabib, και είναι βέβαιος ότι κάποιες συμφωνίες θα είναι σε ισχύ πριν το φράγμα είναι έτοιμο, αν και δεν θέλει να μοιραστεί με ποιους έχει συνομιλήσει η εταιρεία.

Ο Guy Alaerts, βετεράνος της βιομηχανίας νερού, δεν είναι τόσο γρήγορος όσο ο Zetland στο να ξεγράψει τις εισαγωγές νερού ως λύση για το μέλλον. «Η αφαλάτωση είναι πολύ ακριβή από άποψη ενέργειας, οπότε αν η ενέργεια είναι ακριβή, τότε ίσως να γίνει ανταγωνιστική η εισαγωγή νερού αντ’ αυτής». Καθηγητής στο IHE Delft Institute for Water Education στην Ολλανδία, ο Alaerts εργάστηκε για περισσότερα από 20 χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα ως υπεύθυνος του τομέα της παροχής νερού και της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Γνωρίζει από πρώτο χέρι τα είδη των προβλημάτων λειψυδρίας που αντιμετωπίζει ο κόσμος.

Επισημαίνει δύο τρέχουσες ατζέντες: Τη μακροχρόνια που αφορά την εξασφάλιση αξιόπιστου και ασφαλούς πόσιμου νερού για πληθυσμούς με χαμηλό εισόδημα, όπως για παράδειγμα οι παραγκούπολεις στη Βραζιλία και οι φτωχογειτονιές στην Ασία, και μια νεότερη που αφορά την εξασφάλιση των υδάτινων πόρων ενόψει της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού. «Όλοι πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι ένας υγρός τόπος με μερικές ερήμους, αλλά μέχρι το 2050 θα είναι διαφορετικά. Ο κόσμος θα είναι ουσιαστικά ένας ξηρός τόπος με μόνο ορισμένες τοποθεσίες και χώρες να έχουν πολύ νερό». Σε αυτό το μέλλον, απαιτείται ένα «μενού» δημιουργικών λύσεων, και η εισαγωγή νερού μπορεί να είναι μία από αυτές, λέει.

Υπάρχουν όμως προβλήματα: Χρειάζεται προηγμένη υποδομή για τη δέσμευση του νερού επί τόπου, και το νερό που μεταφέρεται μπορεί να φτάσει μόνο σε μέρη που διαθέτουν λιμάνια εξοπλισμένα με ειδικό εξοπλισμό για την άντλησή του. Στη συνέχεια πρέπει να αποθηκευτεί και να τροφοδοτηθεί στην υπάρχουσα παροχή με υγιεινό τρόπο.

«Θα έλεγα ότι ως γενική λύση για την παγκόσμια έλλειψη πόσιμου νερού, δεν πρόκειται να λειτουργήσει, αλλά ως ένα είδος έκτακτης ανάγκης ή συμπληρωματικής παροχής υδάτινων πόρων, μπορεί να λειτουργήσει σε ορισμένα μέρη», λέει ο Alaerts.

Εκτός από την οικονομική σκοπιμότητά της, υπάρχει και το ζήτημα των εκπομπών από τη ναυτιλία. Ο Ben Tabib υπόσχεται ότι το έργο θα έχει ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα επί τόπου, καθώς το φράγμα θα λειτουργεί και ως υδροηλεκτρικός σταθμός, και ότι, εκτός από την τροφοδοσία των εγκαταστάσεων στην ξηρά, μέρος της ενέργειας αυτής θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου. Εάν η τεχνολογία το επιτρέψει μόλις το φράγμα λειτουργήσει -και ο Ben Tabib αναγνωρίζει ότι προς το παρόν δεν το επιτρέπει-, το καύσιμο αυτό θα χρησιμοποιηθεί για την τροφοδοσία των πλοίων που μεταφέρουν τα προϊόντα της Arctic Water Bank, καθιστώντας την όλη επιχείρηση ουδέτερη ως προς τον άνθρακα.

«Κοιτάζουν την υπερωκεάνια ναυτιλία, και τέτοιο πλοίο δεν υπάρχει», λέει ο Tom Baxter, ο οποίος έχει 40 χρόνια εμπειρίας στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου. Υπάρχουν μικρότερα σκάφη που κινούνται με υδρογόνο, αλλά τίποτα που να λειτουργεί με το καύσιμο και να λειτουργεί σε αυτή την κλίμακα. Ένα τέτοιο σκάφος θα χρειαζόταν επίσης πιστοποίηση μόλις δημιουργηθεί. Και παράλληλα με την υποδομή για τη μεταφορά νερού στο πλοίο, η τοποθεσία της Γροιλανδίας θα χρειαζόταν μια εγκατάσταση που θα μπορούσε να αποθηκεύσει το υδρογόνο και να το μεταφέρει στο πλοίο. Η δημιουργία μιας τέτοιας εγκατάστασης θα έπαιρνε πέντε χρόνια, λέει ο Baxter.

Αλλά ο Robert Steinberger-Wilckens, καθηγητής στις κυψέλες καυσίμου και στην έρευνα για το υδρογόνο στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, είναι πιο αισιόδοξος. Το να τεθεί σε λειτουργία μια εγκατάσταση παραγωγής και αποθήκευσης υδρογόνου σε τέσσερα χρόνια είναι εφικτό, λέει. «Αλλά θα δυσκολευτείτε να βρείτε ένα πλοίο που να λειτουργεί με υδρογόνο μέχρι τότε». Ο Ben Tabib λέει ότι η εταιρεία εξετάζει τόσο την κατασκευή δικών της πλοίων όσο και τη μετατροπή υφιστάμενων.

Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι το ίδιο το υδρογόνο. «Ακόμη και αν το υγροποιήσετε, θα χρειαστεί επτά φορές περισσότερο χώρο από το ντίζελ», λέει ο Steinberger-Wilckens. Η χρήση ενός παράγωγου καυσίμου -ίσως μεθανόλης ή αμμωνίας που δημιουργείται από το υδρογόνο- θα μπορούσε να μειώσει αυτή την απαίτηση χώρου, αλλά ακόμη και τότε ένα πλοίο θα χρειαζόταν μια δεξαμενή καυσίμου δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη από ένα παρόμοιο πετρελαιοκίνητο πλοίο. Χώρος που διαφορετικά θα μετέφερε νερό.

Τόσο ο Baxter όσο και ο Steinberger-Wilckens πιστεύουν ότι η δημιουργία ενός υπερωκεάνιου πλοίου με καύσιμο υδρογόνο είναι θεωρητικά εφικτή, αλλά κανένας από τους δύο δεν μπορεί να δει πώς το σχέδιο της Arctic Water Bank θα μπορούσε να έχει οικονομικό νόημα. «Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να ρωτήσετε έναν μηχανικό είναι «Μπορείς να το κάνεις αυτό;» λέει ο Baxter. «Θα έπρεπε να ρωτάτε: «Πρέπει να το κάνεις αυτό;».

Αλλά ακόμη και αν η μεταφορά με μηδενικές εκπομπές δεν είναι δυνατή αμέσως, ο Alaerts επισημαίνει ότι αν οι συμβατικοί μεταφορείς νερού είναι σε θέση να μεταφέρουν νερό πιο καθαρά από ό,τι, ας πούμε, η Σαουδική Αραβία είναι σε θέση να αφαλατώσει το νερό της, αυτό μπορεί τελικά να είναι καλό για το κλίμα, με ή χωρίς υδρογόνο. «Δεν νομίζω ότι κανείς έχει αξιολογήσει το αποτύπωμα νερού και ενέργειας των δύο επιλογών: Της μεταφοράς του νερού ή της αφαλάτωσης του νερού», λέει ο Alaerts.

«Η μεταφορά νερού από τη Γροιλανδία στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν είναι πολύ μεγάλη απόσταση, αλλά αν πρέπει να το μεταφέρετε στην Καλιφόρνια, που είναι μια ξηρότερη περιοχή, τότε θα πρέπει να κάνετε όλο τον γύρο της ηπείρου, και αυτό μπορεί να είναι πολύ ακριβό. Νομίζω ότι τα μαθηματικά θα πρέπει να γίνονται κατά περίπτωση», λέει.

Εάν τα ποσά των εκπομπών και των οικονομικών μεγεθών μπορούν να τετραγωνιστούν, υπάρχει ακόμα ένα τελικό ζήτημα: Η οπτική όλων αυτών. Να στέλνεις γλυκό νερό από παγετώνες που υποχωρούν ταχύτατα σε ανεπτυγμένα κράτη, βοηθώντας τα ενδεχομένως να μετριάσουν τις ελλείψεις νερού που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή, όταν οι χώρες αυτές οδηγούν δυσανάλογα την κλιματική αλλαγή με τις εκπομπές τους; Είναι ένας αμήχανος φαύλος κύκλος ανατροφοδότησης.

Αλλά τέτοια περιβαλλοντικά ζητήματα δεν είναι το πρωταρχικό μέλημα του Ben Tabib και των συνιδρυτών του. Αντιθέτως, επισημαίνουν όλο το καλό που θέλουν να κάνουν για τη Γροιλανδία και το υπέροχο νερό που θα απολαμβάνουν οι πελάτες τους.

«Καταλαβαίνω γιατί κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι το έργο είναι κακό για το περιβάλλον, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή δεν γνωρίζουν καλύτερα. Θα βελτιωνόταν το κλίμα αν δεν παίρναμε αυτό το νερό; Όχι, δεν θα γινόταν», λέει ο Ben Tabib. «Αλλά με το έργο, εξασφαλίζουμε ότι κάποιοι άνθρωποι θα μπορούν να πίνουν πραγματικά καλό νερό».

Με πληροφορίες από Wired