Μεγέθυνση κειμένου
Η ιστορία του Donnie MacRae που αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, πέθανε σε νοσοκομείο από σπάνια ασθένεια και μετά τη νεκροψία, του αφαιρέθηκαν ο εγκέφαλος και μέρους του νωτιαίου μυελού
Ο Donnie MacRae είχε εντελώς διαφορετικά σχέδια για τη ζωή του, πριν η Ευρώπη πέσει θύμα ενός μανιακού κατά συρροή δολοφόνου και των πιστών ακολούθων του. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Γκέρλοχ, στα βορειοδυτικά Highlands της Σκωτίας, ως μέλος μιας οικογένειας με μεγάλη παράδοση στη γκάιντα και τη ραπτική.
Ονειρευόταν να εκμεταλλευτεί χειροποίητα υφάσματα τουίντ από το χωριό του και να στήσει τη δική του επιχείρηση ραπτικής στο Blair Atholl, ένα άλλο χωριό της Σκωτίας όπου ζούσε και εργαζόταν ο αδελφός του. Κάθε του σχέδιο ανατράπηκε με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο 32χρονος MacRae βρέθηκε να πολεμά στο St Valery της Γαλλίας, όπου και αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί τον Ιούνιο του 1940.
Ο Donnie πέθανε έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Μαρτίου 1941 από μια σπάνια πάθηση που ονομάζεται παράλυση Landry – γνωστή στο Ηνωμένο Βασίλειο ως σύνδρομο Guillain-Barré – όπου το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο νευρικό σύστημα. Ο θάνατος τον βρήκε σε νοσοκομείο αιχμαλώτων πολέμου και θάφτηκε από τους Γερμανούς.
Ογδόντα χρόνια αργότερα κι αφού ενταφιάστηκε δεύτερη φορά στο Βερολίνο, η οικογένειά του ανακάλυψε ότι είχε ταφεί χωρίς τον εγκέφαλό του.
Επειδή έπασχε από μια σπάνια νευρολογική πάθηση, όταν πέθανε διενεργήθηκε νεκροψία και ο ιατροδικαστής κράτησε τον εγκέφαλό του και μέρος του νωτιαίου μυελού, που εστάλησαν για έρευνα στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής Kaiser Wilhelm στο Μόναχο.
Συνολικά, περίπου 160 μικρές φέτες από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό του φυλάσσονται έκτοτε στα αρχεία του ερευνητικού κέντρου του Μονάχου που μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο Ψυχιατρικής Μαξ Πλανκ.
Αν και η οικογένεια MacRae γνώριζε για τη σύλληψη και το θάνατο του Donnie, δεν ενημερώθηκε ποτέ για τη διενέργεια αυτοψίας ή για τη λήψη δειγμάτων από τον εγκέφαλό του.
Μόνο το 2020, όταν επικοινώνησε ο καθηγητής Paul Weindling από το Πανεπιστήμιο Oxford Brookes, η ανιψιά του, Libby MacRae, έμαθε τι είχε συμβεί.
Ο καθηγητής Weindling είναι μέλος μιας διεθνούς ομάδας ερευνητών που εξετάζουν τα αρχεία χιλιάδων εγκεφάλων που φυλάσσονταν στην Εταιρεία Max Planck στη Γερμανία.
Στόχος του προγράμματος είναι να ταυτοποιηθούν όλα τα θύματα και να τους αποδοθεί οι δέουσες τιμές από τους συγγενείς τους.
«Μια ομάδα που παραβλέπεται είναι σίγουρα οι αιχμάλωτοι πολέμου, των οποίων οι εγκέφαλοι πάρθηκαν για νευροπαθολογική έρευνα από τους Γερμανούς και αποθηκεύτηκαν για πολλά, πολλά χρόνια», λέει ο καθηγητής Weindling μιλώντας στο BBC.
Οι Γερμανοί ήθελαν να βρίσκονται στην πρωτοπορία της ιατρικής έρευνας και ο λόγος για τον οποίο ο εγκέφαλος του Donnie κατέληξε στο ινστιτούτο του Μονάχου έγκειται στον τρόπο θανάτου του και το μυστήριο γύρω από αυτόν.
Όταν αιχμαλωτίστηκε είχε τραυματιστεί από σφαίρες στο αριστερό γόνατο και στην πλάτη.
Αν και το τραύμα επουλώθηκε, αργότερα εισήχθη εκ νέου στο νοσοκομείο, όπου η κατάστασή του επιδεινώθηκε τους επόμενους μήνες.
Στην αρχή είχε διπλωπία, μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα των χεριών του και δυσκολία στην ομιλία. Αυτό οδήγησε γρήγορα σε παράλυση και στα δύο χέρια και σε αδυναμία ομιλίας. Τις ημέρες πριν από το θάνατό του δεν μπορούσε να κινηθεί.
Η ασθένεια από την οποία έπασχε συνήθως δεν είναι θανατηφόρα και, ως εκ τούτου, διενεργήθηκε αυτοψία, η οποία περιελάμβανε και ανατομή του εγκεφάλου του.
Η δρ Sabine Hildebrandt, λέκτορας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ με έντονο ενδιαφέρον για την ηθική της περιόδου, δήλωσε στο BBC ότι η αφαίρεση ιστού μετά το θάνατο εκείνη την εποχή δεν ήταν ασυνήθιστη.
«Δεν λέω ότι ήταν κάτι ηθικά ορθό, αλλά αποτελούσε κομμάτι ρουτίνας της επιστημονικής εργασίας εκείνη την εποχή», λέει η δρ Hildebrandt.
Οι φέτες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού του Donnie σταθεροποιήθηκαν σε διάλυμα και τοποθετήθηκαν σε γυάλινες αντικειμενοφόρους πλάκες μικροσκοπίου για να χρησιμοποιηθούν για την έρευνα της κατάστασής του.
Εκτός από τον Donnie, ο καθηγητής Weindling και η ομάδα του ανακάλυψαν τα αρχεία άλλων τεσσάρων Βρετανών αιχμαλώτων πολέμου, στους οποίους αφαιρέθηκε ο εγκέφαλος και κρατήθηκαν για ερευνητικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια του 1941.
Πρόκειται για τους Patrick O’Connell, Donald McPhail, Joseph Elston και William Lancaster.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, καμία από τις οικογένειες των ανδρών αυτών δεν είχε ιδέα για το τι είχε συμβεί στους συγγενείς τους.
Ήταν μεταξύ των περίπου 2.000 εγκεφάλων που είχαν ληφθεί για έρευνα από τα κορυφαία ινστιτούτα του Βερολίνου και του Μονάχου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των παιδιών που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Στα θύματα περιλαμβάνονταν επίσης Πολωνοεβραίοι και καθολικοί, άτομα με ψυχικές ασθένειες, πολιτικοί κρατούμενοι, Βέλγοι αντιστασιακοί και Γάλλοι και Πολωνοί στρατιώτες.
Είναι επίσης γνωστό ότι και άλλα γερμανικά ινστιτούτα έχουν συλλέξει μέρη του σώματος για έρευνα.
Η Δρ Χίλντεμπραντ εξηγεί ότι η παραγωγή της έρευνας από τα γερμανικά ινστιτούτα ήταν τεράστια και οι ερευνητές σε όλο τον κόσμο «ζήλευαν» τον όγκο της εργασίας που έβγαινε από τη χώρα.
Μετά τον πόλεμο, οι Σύμμαχοι διερεύνησαν την πραγματική φύση των ναζιστικών εγκλημάτων και στη δίκη της Νυρεμβέργης, σχεδόν 200 άτομα καταδικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου.
Ωστόσο, τα ερευνητικά ινστιτούτα Kaiser Wilhelm και οι ανατόμοι που συμμετείχαν σε αυτά επιτράπηκε να συνεχίσουν το έργο τους.
Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι, αν και σήμερα θεωρείται βαθιά ανήθικο να διατηρείται ανθρώπινος ιστός χωρίς συγκατάθεση, εκείνη την εποχή ήταν ο κανόνας.
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έγινε το παραμικρό σε ό,τι έχει να κάνει με το υλικό που φυλασσόταν στα γερμανικά αρχεία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρξε μια πίεση από τη γερμανική κυβέρνηση να απαλλαγεί από κάθε δείγμα που είχε «προέλθει» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδίως από δείγματα που προέρχονταν από διωκόμενες ομάδες.
Θα γινόταν μαζική ταφή εκατοντάδων χιλιάδων διαφανειών στο Μόναχο και ορίστηκε μια σύντομη προθεσμία λίγων μηνών.
Ο καθηγητής Heinz Wässle, ο οποίος ήταν τότε επικεφαλής του νευρολογικού τμήματος του Ινστιτούτου Max Planck για την έρευνα του εγκεφάλου στο Βερολίνο, δήλωσε ότι υπήρχε πίεση να γίνουν όλα πολύ γρήγορα.
«Δεν μπορούσαμε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διαπιστώσουμε ποιες από τις τομές προέρχονταν από θύματα και ποιες ήταν απλώς συνηθισμένο νευροπαθολογικό υλικό, επομένως η απόφασή μας ήταν να θάψουμε όλες τις τομές από το 1933 έως το 1945».
Ωστόσο, το ινστιτούτο του Μονάχου επέλεξε μια διαφορετική πολιτική.
Έθαψε μόνο όσες είχαν ύποπτη σχέση με τα λεγόμενα προγράμματα ευθανασίας, τα οποία αναφέρονταν στη συστηματική θανάτωση όσων οι Ναζί θεωρούσαν «ανάξιους ζωής» λόγω υποτιθέμενων γενετικών ασθενειών ή ελαττωμάτων.
Έτσι, πολλές διαφάνειες, που θεωρήθηκαν ότι είχαν επιστημονικό ενδιαφέρον, διατηρήθηκαν.
Τα δείγματα του Donnie MacRae κρατήθηκαν για ερευνητικούς σκοπούς μέχρι το 2015, οπότε και τέθηκαν σε συλλογή αρχείου.
Τώρα, περισσότερα από 80 χρόνια μετά τον θάνατό του, βρίσκονται σε εξέλιξη εργασίες για την επανένωση του υλικού αυτού με τα υπόλοιπα λείψανα του Donnie στον πολεμικό του τάφο στο Βερολίνο.
Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι