icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Πέντε πρώην εργαζόμενες δηλώνουν ότι βιάστηκαν και πάνω από 20 ότι δέχθηκαν σεξουαλική επίθεση από τον δισεκατομμυριούχο

Στο επίκεντρο κατηγοριών για βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις σε πρώην εργαζόμενες του πολυτελούς καταστήματος στο Λονδίνο, βρίσκεται ο πρώην ιδιοκτήτης των Harrods, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ.

Πέντε γυναίκες έχουν αναφέρει ότι βιάστηκαν, ενώ πάνω από 20 ότι ο δισεκατομμυριούχος, ο οποίος πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, τους επιτέθηκε σεξουαλικά.

Τις συγκλονιστικές μαρτυρίες έφερε στο φως το BBC, με το ντοκιμαντέρ και podcast «Al-Fayed: Predator at Harrods» να συγκεντρώνει στοιχεία που δείχνουν ότι επί ιδιοκτησίας Αλ Φαγέντ, το Harrods, όχι μόνο δεν παρενέβη, αλλά βοήθησε στη συγκάλυψη των καταγγελιών για κακοποίηση.

Από την πλευρά τους, οι σημερινοί ιδιοκτήτες του διάσημου πολυκαταστήματος δήλωσαν «εντελώς συγκλονισμένοι» από τους ισχυρισμούς, ζητώντας συγγνώμη από τα θύματα. Από την άλλη, ο δικηγόρος Bruce Drummond, μέλος της νομικής ομάδας που εκπροσωπεί αρκετές από τις γυναίκες, έκανε λόγο για πολύ σκοτεινό ιστό διαφθοράς και κακοποίησης στην εταιρεία.

«Καλλιεργούσε ενεργά τον φόβο»

Τα περιστατικά, σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες, έγιναν σε Λονδίνο, Παρίσι, Σεν Τροπέ και Άμπου Ντάμπι.

Μία από τις γυναίκες, η οποία κατήγγειλε ότι ο αλ Φαγέντ τη βίασε στο διαμέρισμά του στο Παρκ Λέιν κατέστη σαφές ότι δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της, ενώ έκανε ξεκάθαρο ότι δεν ήθελε να υπάρξει σεξουαλική πράξη.

Μια άλλη γυναίκα ανέφερε ότι ήταν έφηβη όταν το τότε αφεντικό των Harrods τη βίασε στο Mayfair, χαρακτηρίζοντας τον αλ Φαγέντ τέρας, χωρίς καμία ηθική πυξίδα, που καλλιεργούσε ενεργά τον φόβο στους εργαζόμενους.

Σημειώνεται ότι ο πρώην ιδιοκτήτης των Harrods αντιμετώπιζε καταγγελίες για σεξουαλική επίθεση και εν ζωή, ωστόσο, όπως αναφέρει το BBC, οι νέες αποκαλύψεις είναι πρωτοφανούς κλίμακας και σοβαρότητας, εκτιμώντας ότι τα θύματα ενδέχεται να είναι περισσότερα.

«Ήταν άθλιος»

Ο Αλ Φαγέντ, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή το 2023, σε ηλικία 94 ετών, ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα στην Αίγυπτο, ενώ μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1974. Ο γάμος του με την αδελφή ενός εκατομμυριούχου Σαουδάραβα εμπόρου όπλων τον βοήθησε να δημιουργήσει διασυνδέσεις και να χτίσει την επιχειρηματική του αυτοκρατορία.

Στο μέσο της δεκαετίας του 1980 αγόρασε τα Harrods, ενώ μέσω των τηλεοπτικών του εμφανίσεων έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη δημοσιότητα μετά τον θάνατο του γιου του Ντόντι και της πριγκίπισσας Νταϊάνα σε τροχαίο. Στη δημοφιλή, ωστόσο, σειρά του Netflix «The Crown», ο δισεκατομμυριούχος παρουσιάζεται με θετικό τρόπο, που έρχεται σε αντίθεση με τις καταγγελίες των γυναικών.

«Ήταν άθλιος», λέει μία από τις γυναίκες, η Σοφία, η οποία εργάστηκε ως προσωπική του βοηθός από το 1988 έως το 1991, καταγγέλλοντας ότι προσπάθησε να τη βιάσει πάνω από μία φορά.

«Όλοι βλέπαμε ο ένας τον άλλον να περνάει από εκείνη την πόρτα σκεπτόμενος, ‘εσύ καημένη, είσαι εσύ σήμερα’ και νιώθοντας εντελώς ανίσχυροι να το σταματήσουμε», πρόσθεσε, από την πλευρά της, η Άλις.

Αρκετές μαρτυρίες, κάποιες εκ των οποίων ανώνυμες, αποκαλύπτουν ένα μοτίβο σεξουαλικού αρπακτικού για τον Αλ Φαγέντ, ο οποίος όταν ήταν ιδιοκτήτης των Harrods, επισκεπτόταν τακτικά το πολυκατάστημα όπου εντόπιζε νεαρές γυναίκες που έβρισκε ελκυστικές. Στη συνέχεια αυτές προάγονταν στα γραφεία του στους πιο υψηλούς ορόφους, όπως είπαν στο ντοκιμαντέρ πρώην υπάλληλοι του Harrods, γυναίκες και άνδρες.

«Με βίασε»

Μια άλλη γυναίκα εργαζόταν ως προσωπική βοηθός στο Harrods τη δεκαετία του 1990, όταν κλήθηκε στο πολυτελές διαμέρισμά του στο Παρκ Λέιν όπου τη βίασε.

Η Ρέιτσελ λέει ότι ο Φαγέντ τής ζήτησε να καθίσει στο κρεβάτι του και μετά έβαλε το χέρι του στο πόδι της, ξεκαθαρίζοντας τι ήθελε. «Θυμάμαι ότι ένιωθα το σώμα του πάνω μου, το βάρος του. Μόνο που τον ακούω να κάνει αυτούς τους θορύβους. Και… απλά μετέφερα τη σκέψη μου κάπου αλλού», είπε.

Το BBC μίλησε με 13 γυναίκες οι οποίες καταγγέλλουν ότι ο δισεκατομμυριούχος τις κακοποίησε σεξουαλικά στο σπίτι του, ενώ τέσσερις από αυτές έπεσαν θύματα βιασμού.

Η Τζέμα, η οποία εργαζόταν ως προσωπική βοηθός του αλ Φαγέντ μεταξύ 2007-2009 υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια επαγγελματικών ταξιδιών στο εξωτερικό η συμπεριφορά του γινόταν ακόμα πιο τρομακτική. Υποστηρίζει ότι βιάστηκε στο Παρίσι, στη βίλα που διέμενε ο βασιλιάς Εδουάρδος Η’ και η σύζυγό του Γουάλις Σίμπσον, μετά την παραίτησή του από τον βρετανικό θρόνο.

Περιγράφει ότι ένα βράδυ ξύπνησε ξαφνιασμένη στην κρεβατοκάμαρά της. Ο Φαγέντ ήταν δίπλα στο κρεβάτι της φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα. Στη συνέχεια προσπάθησε να πάει στο κρεβάτι μαζί της. «Του είπα, ‘όχι, δεν σε θέλω’. Και συνέχισε απλώς να προσπαθεί να μπει στο κρεβάτι, σε αυτό το σημείο ήταν κάπως από πάνω μου και [εγώ] πραγματικά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου. Ήμουν κάπως μπρούμυτα στο κρεβάτι και εκείνος απλώς πίεσε τον εαυτό του πάνω μου».

Λέει ότι αφού τη βίασε ο Φαγέντ, έκλαψε, ενώ εκείνος σηκώθηκε και της είπε επιθετικά να πλυθεί με Dettol. «Προφανώς ήθελε να σβήσω κάθε ίχνος του», εξηγεί.

Άλλες οκτώ γυναίκες έχουν επίσης καταγγείλει ότι δέχθηκαν σεξουαλική επίθεση από τον Αλ Φαγέντ στα σπίτια του στο Παρίσι, ενώ πέντε εξ αυτών έκαναν λόγο για απόπειρα βιασμού.

«Κοινό μυστικό»

Η κακοποίηση γυναικών φαίνεται ότι αποτελούσε κοινό μυστικό, όπως παραδέχονται πρώην εργαζόμενοι.

«Την κακοποίηση των γυναικών, την γνώριζα όταν ήμουν στο κατάστημα», λέει ο Tony Leeming, διευθυντής τμήματος Harrods από το 1994 έως το 2004. «Δεν ήταν καν μυστικό», θυμάται ο ίδιος, που λέει πάντως ότι δεν γνώριζε για πιο σοβαρές κατηγορίες, όπως ο βιασμός. 

«Γνωρίζαμε ότι είχε αυτό το πολύ έντονο ενδιαφέρον για νεαρά κορίτσια», λέει ο Eamon Coyle, ο οποίος εντάχθηκε στο Harrods το 1979 ως ασφάλεια καταστημάτων και στη συνέχεια έγινε αναπληρωτής διευθυντής ασφαλείας από το 1989-95.

Εν τω μεταξύ, ο «Στηβ», που εργάστηκε για τον δισεκατομμυριούχο μεταξύ 1994-95, είπε στο BBC ότι το προσωπικό ασφαλείας «ήξερε ότι ορισμένα πράγματα συνέβαιναν σε ορισμένες γυναίκες υπαλλήλους στο Harrods και στο διαμέρισμα της Park Lane».

Οι γυναίκες αναφέρουν επίσης πως όταν ξεκίνησαν να εργάζονται απευθείας για τον Αλ Φαγέντ υποβλήθηκαν σε ιατρικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων και επεμβατικών εξετάσεων σεξουαλικής υγείας, κάτι που τους παρουσιαζόταν ως προνόμιο.

Παράλληλα, κάνουν λόγο για καλλιέργεια κουλτούρας φόβου στο πολυκατάστημα, που ξεκινούσε από τον πιο χαμηλόβαθμο και έφτανε στον πιο υψηλόβαθμο υπάλληλο. Κάποιες, μάλιστα, πίστευαν ότι τα τηλέφωνα των Harrods παρακολουθούνταν και ότι οι γυναίκες ένιωθαν φόβο να μιλήσουν η μία στην άλλη για την κακοποίηση από τον Αλ Φαγέντ, καθώς θεωρούσαν ότι τις κατέγραφαν κρυφές κάμερες.

Από την πλευρά του, ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής ασφαλείας, Eamon Coyle, επιβεβαίωσε τους φόβους τους, εξηγώντας ότι μέρος της δουλειάς του ήταν να ακούει τις κασέτες των καταγεγραμμένων κλήσεων. Σε όλο το κατάστημα είχαν εγκατασταθεί κάμερες, όπως και στις σουίτες των διευθυντικών στελεχών. «Παρακολουθούσε όλους όσους ήθελε να παρακολουθήσει», είπε.

Σε ανακοίνωσή της, η σημερινή διοίκηση των Harrods καταδίκασε τις ενέργειες του Αλ Φαγέντ, διαβεβαιώνοντας ότι σήμερα, ο οργανισμός είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που διηύθυνε ο δισεκατομμυριούχος μέχρι το 2010.

Προσπάθειες να τον αποκαλύψουν

Στο παρελθόν υπήρξαν αρκετές προσπάθειες για να βγουν στη δημοσιότητα οι πράξεις του Αλ Φαγέντ. Το Vanity Fair, με άρθρο του το 1995 έκανε λόγο για ρατσισμό, παρακολούθηση του προσωπικού και σεξουαλικά ανάρμοστη συμπεριφορά. Το περιοδικό δέχθηκε, ωστόσο, αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση. Ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ συμφώνησε αργότερα να την αποσύρει, αρκεί να κλειδώνονταν όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει το περιοδικό για τη σεξουαλική του παραβατική συμπεριφορά, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μιας δίκης. Ο διακανονισμός αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης από ανώτερο στέλεχος της Harrods.

Σοβαρές καταγγελίες φιλοξένησε το 1997 και η εκπομπή The Big Story του ITV.

Μία από τις γυναίκες που μίλησαν στο BBC ανέφερε ότι, το 2008, ήταν 15 ετών όταν κατήγγειλε την επίθεση που δέχθηκε. Η καταγγελία της έγινε πρωτοσέλιδο αλλά δεν οδήγησε σε έρευνα κατά του Αλ Φαγέντ.

Το 2017, η εκπομπή Dispatches του Channel 4 μετέδωσε επίσης καταγγελίες για σεξουαλική επίθεση και παρενόχληση, με μία γυναίκα να παραιτείται για πρώτη φορά από το δικαίωμά της στην ανωνυμία. Κάτι που έδωσε σε ορισμένες γυναίκες το θάρρος να μιλήσουν, ενώ ακολούθησε έρευνα από το κανάλι έναν χρόνο αργότερα.

Πολλές γυναίκες, όμως, αποφάσισαν να μιλήσουν δημόσια μόνο μετά τον θάνατο του Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ.

Μετρητά και συμφωνία εμπιστευτικότητας

Το ντοκιμαντέρ του BBC αποκαλύπτει ότι το 2009, μια γυναίκα, στο πλαίσιο του διακανονισμού, έπρεπε να υπογράψει συμφωνία μη δημοσιοποίησης (NDA), μια νομικά δεσμευτική σύμβαση που διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες παραμένουν εμπιστευτικές.

Η γυναίκα αποχώρησε από τη δουλειά της λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης, ωστόσο τότε δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει τη σοβαρότητα των επιθέσεων του Αλ Φαγέντ. Τα Harrods τής κατέβαλαν χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα να καταστρέψει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να υπογράψει τη σύμβαση εμπιστευτικότητας. Παρών στην υπογραφή της συμφωνίας ήταν και μέλος της ομάδας ανθρώπινου δυναμικού του πολυκαταστήματος.

Αγωγές για αποζημίωση κατά των Harrods κατέθεσαν 14 γυναίκες, ενώ οι σημερινοί ιδιοκτήτες που δεν ζητούν από τις γυναίκες να υπογράψουν σύμβαση εμπιστευτικότητας, άρχισαν να τις διευθετούν τον Ιούλιο του 2023.

Πολλές γυναίκες εξετάζουν πλέον το ενδεχόμενο να στραφούν νομικά κατά της επιχείρησης. Δύο δικηγόροι που εκπροσωπούν ορισμένες από αυτές τις γυναίκες υποστηρίζουν ότι το κατάστημα ήταν υπεύθυνο για την ασφάλεια των εργαζομένων του και απέτυχε. Στην πραγματικότητα, δεν έγινε τίποτα για να αποτραπούν οι σεξουαλικές επιθέσεις. Αντίθετα, έγιναν ξεκάθαρες προσπάθειες από ανώτερα στελέχη να κρύψουν τις καταγγελίες κάτω από το χαλί. Πλέον, αρκετές γυναίκες σκοπεύουν να κινηθούν νομικά.

Ο Φαγέντ πούλησε το διάσημο πολυκατάστημα που βρίσκεται στην ακριβή λονδρέζικη συνοικία Νάιτσμπριτζ το 2010, στο κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ, έναντι 1,5 δισεκατομμυρίου λιρών.

Τα Harrods δήλωσαν στο BBC: «Από το 2023 που ήρθαν στο φως νέες πληροφορίες σχετικά με ιστορικές καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση από τον Αλ Φαγέντ, αποτελεί προτεραιότητά μας να διευθετήσουμε τις αξιώσεις με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο. Η διαδικασία αυτή εξακολουθεί να είναι διαθέσιμη για κάθε νυν ή πρώην υπάλληλο της Harrods. Αν και δεν μπορούμε να αναιρέσουμε το παρελθόν, ήμασταν αποφασισμένοι να πράξουμε το σωστό ως οργανισμός, με γνώμονα τις αξίες που πρεσβεύουμε σήμερα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν θα μπορέσουν ποτέ να επαναληφθούν στο μέλλον».

Το ξενοδοχείο Ritz στο Παρίσι δήλωσε ότι «καταδικάζει έντονα όλες τις μορφές συμπεριφοράς που δεν ευθυγραμμίζονται με τις αξίες του ιδρύματος».

Με πληροφορίες από BBC