icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ένας χρόνος πέρασε από τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα, που ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο την ανικανότητα του συστήματος απέναντι στην έμφυλη βία. Έναν χρόνο μετά, οι γυναίκες συνεχίζουν να ζουν με τον ίδιο φόβο και ανασφάλεια

Ήταν μόλις 28 ετών. Μια νέα γυναίκα που ζούσε με τον φόβο. Φόβο που της προκαλούσε η κακοποιητική συμπεριφορά του πρώην συντρόφου της. Η ζωή της Κυριακής Γρίβα, γεμάτη απειλές και άγχη, τελείωσε με τραγικό τρόπο εκεί ακριβώς όπου είχε στραφεί για προστασία: έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων.

Ήταν 1η Απριλίου 2024, όταν, γεμάτη τρόμο, πήγε στην Αστυνομία για να καταγγείλει την απειλή που βίωνε. Δεν γνώριζε ότι εκεί, μπροστά σε εκείνους που ήλπιζε ότι θα την προστατεύσουν, θα γινόταν θύμα μιας αποτρόπαιης πράξης βίας.

Λίγα λεπτά μετά την καταγγελία, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον πρώην σύντροφό της, μπροστά σε μια αδιάφορη πόρτα που δεν άνοιξε ποτέ για εκείνη.

Ζητούσε με αγωνία βοήθεια, αλλά οι απαντήσεις που έλαβε ήταν κενές. «Το περιπολικό δεν είναι ταξί», της είπαν. Βγήκε από το τμήμα μόνη της και η ζωή της έσβησε βίαια και ακαριαία, μπροστά στο αστυνομικό φυλάκιο.

Η γυναικοκτονία της Κυριακής συγκλόνισε, εξόργισε και έβαλε στο επίκεντρο την αδιαφορία και την ανικανότητα του συστήματος απέναντι στην έμφυλη βία. Φώτισε την ανάγκη να ακουστούν οι φωνές των γυναικών, να γίνει πράξη η προστασία και η υποστήριξή τους. Ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο την ανάγκη για ενίσχυση των μηχανισμών πρόληψης και προστασίας των γυναικών από την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες.

Όμως στους 12 μήνες που πέρασαν, τίποτα δεν άλλαξε. Στους πρώτους τρεις μήνες του 2025 μετράμε ήδη πέντε γυναικοκτονίες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Γυναικοκτονία.

Κι αυτός ο αριθμός δεν είναι ένα στατιστικό στοιχείο. Είναι μια υπενθύμιση ότι η πατριαρχία σκοτώνει. Ότι γυναίκες και θηλυκότητες ζουν με ένα βαθύ, διαρκή και αγωνιώδη φόβο, ότι ο άνθρωπος που αγαπούν και εμπιστεύονται μπορεί να είναι ο κακοποιητής και δολοφόνος τους.

Οι γυναικοκτονίες είναι τιμωρητικά εγκλήματα με μισογυνικά κίνητρα, και ως τέτοια πρέπει να αναγνωριστούν. Δεν είναι «η κακιά η ώρα», δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά η κορύφωση συνεχούς έμφυλης βίας που συχνά κλιμακώνεται.

Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες είναι κατώτερες, υποτελείς στην ανδρική εξουσία, και δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν», «ελεγχθούν» και «σωφρονιστούν» μέσω της έμφυλης βίας.

Η νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία αλλά και η δέσμευση όλων για μηδενική ανοχή στην έμφυλη βία είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρόληψη της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας.

Η γυναικοκτονία δεν είναι «έγκλημα πάθους», δεν είναι «έγκλημα τιμής». Είναι ένα διακριτό αδίκημα και ως τέτοιο πρέπει να κατοχυρωθεί νομικά, να αναδειχθεί η πραγματική αιτία, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονία διαπράττει σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν».

Στην Ευρώπη, μόνον σε δυο χώρες, τη Γαλλία και το Βέλγιο, έχει αναγνωριστεί ο όρος, ενώ μόνο στις χώρες της Λατινικής Αμερικής έχει συμπεριληφθεί στον ποινικό τους κώδικα είτε κατονομάζοντας το αδίκημα είτε ως διακριτή κατηγορία.

Η νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία και οι θεσμικές αλλαγές είναι απαραίτητες. Παράλληλα, η εκπαίδευση της αστυνομίας, η ψυχολογική υποστήριξη και η κοινωνική ευαισθητοποίηση παραμένουν κλειδιά για την ουσιαστική καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών.