icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Στην Ιστορία δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, τα γεγονότα του παρελθόντος δεν μπορούν να είναι μονοδιάστατα - ούτε οι ήρωες του ’21 ήταν «άγιοι» χωρίς πάθη ή αδυναμίες

Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί, ενδεχομένως, την πιο αμφιλεγόμενη και μπερδεμένη περίοδο στην ελληνική ιστορία, με δεκάδες μύθους και υπερβολές  – ειδικά στα σχολικά βιβλία – να «στρογγυλεύουν» τα γεγονότα με στόχο τη δημιουργία εθνικού αισθήματος.

Ξεκίνησε η εξέγερση των Ελλήνων την 25η Μαρτίου και σήκωσε, τελικά, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα ανήμερα της θρησκευτικής γιορτής του Ευαγγελισμού; Τι ρόλο έπαιξαν οι ξένες δυνάμεις στην έκβαση του Αγώνα και, φυσικά, γιατί ακόμη μιλάμε για «κρυφό σχολειό»;

Στην Ιστορία δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, τα γεγονότα του παρελθόντος δεν μπορούν να είναι μονοδιάστατα – ούτε οι ήρωες του ’21 ήταν «άγιοι» που δεν είχαν πάθη ή αδυναμίες.

Εξετάζουμε πάντα το παρελθόν με ανοιχτό μυαλό και ψυχή, χωρίς να περιμένουμε από αυτό να δικαιώσει το παρόν μας. Άλλωστε, καμία άβολη αλήθεια ή μύθος δεν μπορεί να σβήσει τη μεγαλείο της Επανάστασης του ’21, η οποία είχε τη δική της ξεχωριστή λάμψη – και δεν χρειάζονται ψεύτικες αφηγήσεις ή υπερβολές για να αναδειχθεί και να παραμείνει αξιοθαύμαστη στους αιώνες.

Οι άνθρωποι, εξάλλου, «δεν κινδυνεύουμε ως Έλληνες, αλλά ως ελληνολάτρεις», όπως είχε πει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις.

ΜΥΘΟΣ: Η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου του 1821

Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως Εθνική Εορτή του Αγώνα για την Ανεξαρτησία μετά από Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα, το οποίο συνέδεσε συμβολικά τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού με εκείνη της Επανάστασης.

Η συγκεκριμένη ημερομηνία, ωστόσο, δεν έχει ιστορική βάση. Οι πολύ θρησκευόμενες κοινωνίες, εξάλλου, όπως ήταν την εποχή εκείνη η ελληνική, παραδοσιακά δεν πολεμούν τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές.

Η αλήθεια είναι ότι η Επανάσταση ξεκίνησε σε διάφορα μέρη λίγες ημέρες πριν. Επιπλέον, δεν ισχύει ότι ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ύψωσε το λάβαρο της Επαναστάσεως, στην Αγία Λαύρα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Μάλιστα, ο ίδιος, αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι τη συγκεκριμένη ημέρα βρισκόταν στο Αίγιο.

Ο μύθος γύρω από την ημερομηνία ξεκίνησε από τον Γάλλο ιστορικό και Φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ, το 1824, και ενισχύθηκε από το διάταγμα του Όθωνα, το 1838.

ΜΥΘΟΣ: Το Κρυφό Σχολειό

Η αντίληψή μας για το κρυφό σχολειό έχει επηρεαστεί, σε μεγάλο βαθμό, από τον πίνακα του Νικόλαου Γύζη – στην αρχή ονομαζόταν «Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας» και μόνο μετά την δημοσίευση του ποιήματος «Το Κρυφό Σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη καθιερώθηκε με αυτό το όνομα – ο οποίος παρουσιάζει μία ρομαντική εικόνα ενός μοναχού να διδάσκει πέντε παιδιά, υπό το βλέμμα ενός πολεμιστή που κρατά το τουφέκι του.

Ο πίνακας δημιουργήθηκε αρκετές δεκαετίες μετά την Επανάσταση και αναδεικνύει τη σχέση της Εκκλησίας με την εκπαίδευση, την οποία οι διανοούμενοι της εποχής χρησιμοποίησαν για να ενισχύσουν τον εθνικό λόγο.

Η ιδέα ότι οι Έλληνες έκρυβαν τα σχολεία τους από τους Οθωμανούς είναι κάπως υπερβολική, σύμφωνα με τους ιστορικούς: παρόλο που υπήρξαν περιπτώσεις που οι Οθωμανοί δεν ευνοούσαν τη δημιουργία σχολείων – ή καλύτερα προέβαλαν εμπόδια για να λάβουν το λεγόμενο «μπαξίσι» – τα «κρυφά σχολεία» δεν λειτούργησαν με τον τρόπο που συχνά παρουσιάζονταν από τους δασκάλους, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1990.

Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν νυχτερινά σχολεία, καθώς τα παιδιά δούλευαν στα χωράφια την ημέρα, ενώ τον ρόλο των δασκάλων, τις περισσότερες φορές, αναλάμβαναν ιερείς αφού ήταν οι μόνοι εγγράμματοι, εκείνη την εποχή  – αν και με περιορισμένη μόρφωση.

ΜΥΘΟΣ: Οι Οθωμανοί ήθελαν να εξαφανίσουν την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό

Οι Οθωμανοί σουλτάνοι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τις γλώσσες που μιλούσαν οι υπήκοοί τους ή με ποιον τρόπο θα ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Ενθάρρυναν μάλιστα τους υποτελείς τους να εξασκούν τα πολιτισμικά, γλωσσικά και θρησκευτικά τους χαρακτηριστικά γιατί δεν ήθελαν να υπάρχουν μεγάλα συμπαγή σύνολα που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν και να αντισταθούν μαζικά στον Σουλτάνο.

Μάλιστα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχαν αρκετά σχολεία όπου διδάσκονταν τα ελληνικά, τα οποία είχαν ιδρύσει Έλληνες έμποροι, ενώ στα οθωμανικά αρχεία δεν έχει βρεθεί ούτε μία διαταγή ή αναφορά που να λέει ότι απαγορευόταν να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα.

ΜΥΘΟΣ: Ο Πατριάρχης ευλόγησε την Επανάσταση

Οι πατριάρχες, από την πρώτη στιγμή της Οθωμανοκρατίας, αποτελούσαν ουσιαστικά μέρος του οθωμανικού διοικητικού μηχανισμού, με πολιτικό ρόλο και αρμοδιότητες, όπως να δικάζουν σε υποθέσεις των  Χριστιανών.

Ωστόσο, η βασική τους υποχρέωση απέναντι στον Σουλτάνο ήταν να διασφαλίζουν την υποταγή των υπηκόων. Έτσι, ο Σουλτάνος – μετά τη λειτουργία του Πάσχα στις 10 Απριλίου 1821 – διέταξε να συλληφθεί ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και να απαγχονιστεί στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, όχι επειδή είχε συμβάλει ενεργά στην οργάνωση της Επανάστασης, αλλά καθώς με αυτόν τον τρόπο έδειξε την οργή του απέναντι σε έναν αξιωματούχο της αυτοκρατορίας του που δεν έκανε τη δουλειά που του είχε ανατεθεί – κάτι που ο Σουλτάνος δεν έκανε μόνο με αλλόθρησκους.

Μάλιστα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ είχε αφορίσει την Επανάσταση και είχε καταδικάσει τις απόψεις του Ρήγα Φεραίου, καθώς πίστευε ότι η τυραννία ήταν «θεόσταλτη» και πως οι Έλληνες έπρεπε να την υποφέρουν με υπομονή, όπως προέβλεπε η χριστιανική διδασκαλία.

Άλλωστε, ακόμα και στην ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στις 8 Οκτωβρίου 1838, σε μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου της Αθήνας, ο Γέρος του Μοριά είχε πει πως οι πατριάρχες έκαναν ό,τι τους πει ο Σουλτάνος. «Ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος».

Ο πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη που παρουσιάζει τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ να «ευλογεί» την Επανάσταση, δημιουργήθηκε 30 χρόνια αργότερα (1851), και διαδόθηκε με σκοπό να ενισχύσει την ιδέα ότι η Εκκλησία στήριξε την Επανάσταση, κάτι που, όμως, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της μυθοπλασίας που αναπτύχθηκε από κρατικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς.

Ωστόσο, υπήρξαν αρκετοί απλοί ιερείς και μοναχοί που όχι μόνο ήταν με το μέρος των εξεγερμένων Ελλήνων αλλά πολέμησαν και στο πλευρό τους.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η Ελλάδα δεν θα είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της αν οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν υποστήριζαν την Επανάσταση

Από τις τελευταίες μεγάλες ενέργειες που έκριναν την Επανάσταση ήταν η Ναυμαχία στο Ναβαρίνο (ή Ναυαρίνο). Μετά την πτώση της Ακρόπολης, στις 24 Μαΐου 1827, την επικράτηση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα, η Επανάσταση του ’21 έπνεε τα λοίσθια.

Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για το έθνος, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση και άρχισε να διάκειται ευμενώς προς τους Έλληνες. Έτσι, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, μια σημαντική δύναμη από πλοία του Βρετανικού, Γαλλικού και Ρωσικού στόλου βύθισαν τον οθωμανικό και αιγυπτιακό στόλο, δίνοντας ανάσα στους Έλληνες.

Παρόλο, όμως, που η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με τη ναυτική υπεροχή τους έκρινε την τύχη του πολέμου – καθώς η συντριβή του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου άνοιξε τον δρόμο για την αποχώρηση του Ιμπραήμ και την απελευθέρωση της Πελοποννήσου είναι λάθος να λέμε πως οι ξένοι μας απελευθέρωσαν.

 Όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος, με διδακτορικό στην Ιστορία και συγγραφέας Σταύρος Παναγιωτίδης, «οι ξένοι αναγκάστηκαν ή επέλεξαν να κάνουν αυτή την κίνηση, ακριβώς επειδή οι Έλληνες είχαν πιο πριν επαναστατήσει. Εάν δεν είχε προηγηθεί η Επανάσταση, καμία ενέργεια δεν θα είχε γίνει».

Μάλιστα, ο ιστορικός συμπληρώνει πως ακόμη και η σύναψη των επαναστατικών δανείων (το πρώτο το 1824 και το δεύτερο έναν χρόνο αργότερα) – με τους επαχθείς όρους που συνοδεύουν συνήθως όλα τα επισφαλή δάνεια – ήταν μια πολιτική κίνηση από την Αγγλία που έδειχνε τη στήριξη της χώρας σε έναν λαό «που νόμιμα εξεγείρεται ενάντια ενός αλλόθρησκου ηγεμόνα».

Όταν ο Ιμπραήμ, λοιπόν, πήγε να καταπνίξει την Επανάσταση ήρθαν οι Άγγλοι και ξεσήκωσαν και τις άλλες Δυνάμεις για να βοηθήσουν «όχι από φιλευσπλαχνία, αλλά από συμφέρον, για να μην χάσουν τα λεφτά τους».