icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

«Συγγνώμη» λέμε όταν πατάμε κάποιον, κατά λάθος, στο λεωφορείο - όχι όταν γίνεται ένα έγκλημα μπροστά στα μάτια μας και εμείς στεκόμαστε αμέτοχοι

Την εύλογη οργή της οικογένειας της Κυριακής Γρίβα προκάλεσε η δημοσιοποίηση των ποινών που επιβλήθηκαν στους αστυνομικούς που δεν κατάφεραν – ή δεν προσπάθησαν αρκετά – να προστατεύσουν την 28χρονη, η οποία δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 2024 από τον 39χρονο πρώην σύντροφό της μπροστά από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, στο οποίο είχε προστρέξει για βοήθεια.

Μην μπορώντας να συγκρατήσει την οργή της, η Δέσποινα Καλλέα, μητέρα της Κυριακής, μιλώντας σε εκπομπή του Open, χαρακτήρισε τις ποινές «κλήση για παράνομο παρκάρισμα», ενώ από την πλευρά του ο Αθανάσιος Γρίβας, πατέρας της 28χρονης, ανέφερε στο STAR πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έδωσε «άδεια» στους αστυνομικούς για να «ξεκουραστούν».

Με ανακοίνωσή τους, οι συνήγοροι της οικογένειας, Έλενα Τζούλη και ο Γιάννης Απατσίδης, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους κάνοντας λόγο για ποινές χάδι και για «απόπειρα συγκάλυψης της πειθαρχικής ευθύνης των επιλεκτικά και μόνον ελεγχθέντων Αστυνομικών», ενώ κατηγόρησαν τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη ότι παραμένει «θεατής», που παρακολουθεί «αποσβολωμένος τον συστημικό τρόπο που λειτουργεί η κρατική και αστυνομική αυθαιρεσία στη χώρα».

Σημειώνεται πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο επέβαλε, σύμφωνα με πληροφορίες, τέσσερις μήνες αργία με το ερώτημα της απόλυσης στην αξιωματικό υπηρεσίας, δύο μήνες στην επόπτρια και δύο μήνες στον φρουρό για τον τρόπο που ενήργησαν την ημέρα της γυναικοκτονίας έξω από το αστυνομικό τμήμα, ενώ μόνο στον τηλεφωνητή της Άμεσης Δράσης, τον αστυνομικό που είπε στην Κυριακή ότι το «περιπολικό δεν είναι ταξί», επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο.

Για την υπόθεση, βέβαια, δεν έχουν ασκηθεί διώξεις, καθώς ο εισαγγελέας δεν έχει αποφανθεί σχετικά.

Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε

Ωστόσο, εκτός από την αγανάκτηση και την οργή για τις ποινές «χάδι», εύλογη είναι πλέον και η ανησυχία – και η απογοήτευση – όλων όσοι βλέπουν πια πως όχι μόνο η αστυνομία, συχνά, δεν είναι σε θέση να προστατέψει τον πολίτη – ακόμα και αν προστρέχει σε αυτή ο ίδιος για βοήθεια – αλλά και πως οι απανταχού υπεύθυνοι δεν έχουν το θάρρος και την αξιοπρέπεια να αναλάβουν ευθύνες που τους αναλογούν.

Γιατί από τις αρχές Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τις έγγραφες εξηγήσεις τους, ο ένας αστυνομικός «πετά το μπαλάκι των ευθυνών» στον άλλον, οι περισσότεροι υποστηρίζοντας πως ενήργησαν σωστά – ή έστω όπως προβλεπόταν.

Η αξιωματικός υπηρεσίας είπε απολογούμενη ότι «σύμφωνα με την κυρία υποδιοικήτρια δεν συνέτρεχε λόγος για τη μεταφορά της [Κυριακής] με περιπολικό (π.χ. μέθη, ανηλικότητα), καθόσον δεν ήταν η ίδια σε ένταση ή σε κατάσταση φόβου και ανασφάλειας, ώστε να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της προστατευτικής φύλαξης».

Aπό την πλευρά του, ο σκοπός υποστήριξε πως «δεν μου αναφέρθηκε οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά οποιουδήποτε προσώπου, ώστε να αντιληφθώ την επικινδυνότητα του περιστατικού», ενώ ο τηλεφωνητής της Άμεσης Δράσης, που είπε στην Κυριακή Γρίβα ότι το περιπολικό δεν είναι ταξί, παραδέχθηκε απλώς ότι το σχόλιο του ήταν άστοχο: «Φυσικά και κατανοώ το άκαιρο και το άτοπο αυτής της απάντησης, αλλά αυτό που στην ουσία εννοούσα – και το μετέφερα με άστοχο τρόπο – ήταν ότι δεν προβλέπεται η μεταφορά πολιτών με περιπολικά οχήματα».

Η ασφάλεια του πολίτη πάνω από όλα

Στο τέλος της ημέρας, όμως, η Κυριακή Γρίβα είναι νεκρή.

Και οι αστυνομικοί βέβαια εξέφρασαν τη λύπη τους για το «ατυχές περιστατικό», αφήνοντας να εννοηθεί πως έκαναν «ό,τι καλύτερο μπορούσαν».

Ακόμα και έτσι όμως, το καλύτερό τους δεν ήταν αρκετό.

Και όταν κάποιος δεν έχει τα προσόντα, τις δεξιότητες, την εμπειρία – και ούτε τη διάθεση να αναλάβει την ευθύνη – για ένα τόσο σημαντικό πόστο, απλώς πρέπει να απομακρύνεται.

Εκείνοι, όμως, σε λίγους μήνες θα είναι πάλι στη θέση τους.

Και άντε εσύ, την επόμενη φορά που θα αισθανθείς απειλή, να νιώσεις σιγουριά πως η αστυνομία θα μπορεί να σε προστατέψει.

Το πολύ-πολύ, αν γίνει πάλι καμιά «στραβοτιμονιά», να ακούσουμε δυο-τρία παραπάνω «συγγνώμη».

Μόνο που «συγγνώμη» λέμε όταν πατάμε κάποιον, κατά λάθος, στο λεωφορείο – όχι όταν γίνεται ένα έγκλημα μπροστά στα μάτια μας και εμείς στεκόμαστε αμέτοχοι!