icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Καταχειροκροτήθηκε η πρόεδρος του συλλόγου πληγέντων δυστυχήματος «Τέμπη 2023», υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως οι οδηγίες του μπαζώματος δόθηκαν από τον ίδιο τον Μητσοτάκη

Η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα της 20άχρονης Μάρθης που έχασε τη ζωή της στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, μαζί με 56 ακόμα επιβάτες, μίλησε για τρίτη φορά ενώπιον των μελών του Ευρωκοινοβουλίου, μετά την απόφαση της Επιτροπής Αναφορών PETI να μείνει ανοιχτή η αναφορά της και να παραπεμφθεί στις αρμόδιες Επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου TRAN και LIBE.

Καταχειροκροτούμενη, η πρόεδρος του συλλόγου πληγέντων δυστυχήματος «Τέμπη 2023», άφησε αιχμές για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τον πρώην υπουργό Μεταφορών Κώστα Καραμανλή, αλλά και για στελέχη του ΟΣΕ, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «τα Τέμπη καταδεικνύουν με τον χειρότερο τρόπο τη διαφθορά στο σιδηρόδρομο, ως μέρος ενός γενικότερου διεφθαρμένου συστήματος».

Με τη συγκλονιστική ομιλία της, η κα Καρυστιανού «λύγισε» τους ευρωβουλευτές που ήταν παρόντες, ενώ και η ίδια δεν κατάφερε να κρύψει τη συγκίνησή της, όταν προβλήθηκε βίντεο για τα Τέμπη, μαζί με τα ονόματα των θυμάτων που «έφυγαν» τόσο άδικα και πρόωρα την αποφράδα εκείνη νύκτα.

«Λυπάμαι που το 2024 ήρθαμε εδώ για να αποκαταστήσουμε αλήθειες που στη χώρα μας υποστήριζαν πριν από 2.500 χρόνια. Θέλουμε Δικαιοσύνη και Δημοκρατία, επιζητούμε ελεύθερη και ακέραιη ενημέρωση. Σωστά αναρωτιέστε μαζί μ’ όλο τον ελληνικό λαό πώς είναι δυνατόν ο ανθρώπινος παράγοντας να αποτελεί τη μοναδική δικλείδα ασφαλείας εν έτει 2023. Αυτό φυσικό ήταν κάτι άγνωστο για εμάς και σίγουρα θα αποτρέπαμε τα παιδιά μας από την επιλογή του τρένου εάν γνωρίζαμε τη φρικτή πραγματικότητα. Μαθαίνουμε εκ των υστέρων πως η καθημερινή λειτουργία των τρένων ήταν γεμάτη από βλάβες και ατυχήματα» τόνισε αρχικά, προσθέτοντας:

«Εκ μέρους των μηχανοδηγών, πολλαπλά υπομνήματα και υπενθυμίσεις είχαν φτάσει στο γραφείο του πρωθυπουργού, του υπουργού Μεταφορών και της ΡΑΣ, χωρίς κανένα να απαντηθεί, αλλά ούτε και η κατάσταση να βελτιωθεί. Στα υπομνήματα μιλούσαν για πιθανούς θανάτους».

«Πώς μπορείς να αδιαφορείς για κάτι τέτοιο; (…)» διερωτήθηκε στη συνέχεια, σημειώνοντας πως «δεν άλλαξε ποτέ τίποτα. Το υπουργείο Μεταφορών όφειλε να επισπεύσει τη θέσπιση των ευρωπαϊκών κανόνων ως όφειλε», αλλά «δεν έκανε τίποτα. Η ελληνική κυβέρνηση όφειλε, σε συμμόρφωση με την ΕΕ, να θεσπίσει εθνικούς κανόνες. Ουδέποτε το έκανε παρανόμως. Ούτε καν μετά το δυστύχημα στα Τέμπη».

Ακολούθως, αφού ανέφερε πως «είμαι μια μητέρα από την Ελλάδα και μαζί με άλλους γονείς φέρουμε μαζί την απώλεια και το βαθύ αίσθημα της αδικίας και της αγανάκτησης για τη χρόνια παθογένεια του πολιτικού συστήματος που υπονομεύει τις ζωές μας», έκανε λόγο για «κατάφωρη οργή» λόγω της «αποδόμησης των θεσμών που διέπουν ένα κράτος Δικαίου».

«Ένας σταθμάρχης σε θέση απόλυτης ευθύνης. Ο διορισμός του ήταν παράνομος και έγινε σε γνώση του υπουργείου Μεταφορών, κάτω από αδιαφανείς συνθήκες» συνέχισε, σημειώνοντας πως αυτός «ο κρατικός υπάλληλος ήταν μπροστά σε έναν απαρχαιωμένο πίνακα τηλεδιοίκησης που θα δυσκόλευε και τον πιο έμπειρο».

Παράλληλα, η κα Καρυστιανού αναφέρθηκε στην τραγική κατάσταση που επικρατεί στον σιδηρόδρομο, μιλώντας για «μεγάλο και υπαρκτό κίνδυνο».

«Μέχρι αυτήν τη στιγμή που σας μιλώ, η άνοδος γίνεται κάθοδος και το αντίστροφο, ενώ τρένα κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Μέχρι αυτή τη στιγμή που σας μιλώ επικρατούν τυφλές συνθήκες κίνησης αφού ούτε σηματοδότηση υπάρχει, ούτε έλεγχος κυκλοφορίας. Έχουν κατά τύχη και τελευταία στιγμή αποφευχθεί κι άλλες μετωπικές συγκρούσεις κατά τη χρόνια που διανύουμε. Μιλάμε για έναν εξαιρετικά μεγάλο και υπαρκτό κίνδυνο μετακίνησης των επιβατών» εξήγησε, συμπληρώνοντας:

«Οι άνθρωποι μας και εμείς μαζί γίναμε θύματα μιας σκόπιμης παραπλάνησης. Οι διαχειριστές της ζωής και των ευρωπαϊκών κονδυλίων, αποφάσισαν ότι οι πολίτες μπορούν να θυσιάζονται στο βωμό της υποτιθέμενης βελτίωσης».

«Ακούγαμε για τεράστια ποσά που δαπανώνται για τον σιδηρόδρομο – για αναβαθμίσεις. Η  Ευρωπαϊκή Ένωση από 2014 έχει δώσει 700 εκατομμύρια» υπενθύμισε ακόμα, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζοντας ότι ακούγαμε «ψέματα, ανήθικα και ξεδιάντροπα ψέματα στο κοινοβούλιο, σε συνεντεύξεις. Παντού».

«Ο πρωθυπουργός της χώρας είχε προγραμματίσει να βρεθεί στα εγκαίνια για το νέο σύστημα τηλεδιοίκησης. Δεν υπήρχε κανένα σύστημα τηλεδιοίκησης για να εγκαινιαστεί. Πρόκειται για μια ακόμα κοροϊδία» επισήμανε, χαρακτηρίζοντας τραγική ειρωνεία το γεγονός.

Αναφερόμενη, δε, στην περιβόητη σύμβαση 717, είπε πως «έλαβε 7 παρατάσεις που τριπλασίασαν το κόστος και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί (…) Η εταιρεία ζήτησε, για λάθη που έκανε η ίδια σε 70 σημεία του δικτύου, και έλαβε πρόστιμα αδικαιολόγητα ποσά», σημειώνοντας ότι οι ενστάσεις έγιναν δεκτές από τον υπουργό.

«Μπορούμε να καταλάβουμε πώς χάθηκαν 700 εκατομμύρια (…) Δεν είναι ανάγκη να ελέγξουμε και να ελέγξετε που πήγαν αυτά τα χρήματα;» διερωτήθηκε ακολούθως, για να στρέψει στοχευμένα τα πυρά της.

«Πρωθυπουργός και υπουργοί είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα αξιοποίησης αυτών των κονδυλίων. Χρήματα φορολογούμενων. Ελλήνων και Ευρωπαίων. Δεν έχει γίνει κανένας έλεγχος για το πού κατέληξαν αυτά τα χρήματα και αν κατέληξαν ορθώς. Δεν έγινε καμία έρευνα για τυχόν παράνομο πλουτισμό. Δεν έγινε καμία έρευνα για ζημία Δημοσίου. Ο σιδηρόδρομος πουλήθηκε ή για να το θέσω ορθά χαρίστηκε στους Ιταλούς. Στο συμβόλαιο αγοράς όμως, παρουσιάζεται μια σημαντική επένδυση ύψους 800 εκατομμυρίων που όφειλαν να πραγματοποιήσουν οι αγοραστές, για αναβάθμιση του δικτύου. Αρκούσε στο υπουργείο μεταφορών να ολοκληρώσει τα συστήματα ασφαλείας. Το ποσό αυτό θα ενίσχυε σημαντικά το παρατημένο σιδηροδρομικό σύστημα και θα βελτίωνε τις συνθήκες λειτουργίας του. Εν ολίγοις, θα είχαμε τα παιδιά μας στο σπίτι και έναν σημαντικά αναβαθμισμένο σιδηρόδρομο».

Όσον αφορά στον Κώστα Καραμανλή, είπε πως «ο πρώην υπουργός αδιαφόρησε για το αναφαίρετο δικαίωμα της μαζικής μεταφοράς των πολιτών, που είναι η ασφάλεια. Χάρισε στον αγοραστή το εν λόγω ποσό, μετατρέποντας τελικά την πώληση των ελληνικών σιδηροδρόμων, από μια αμφίβολη κίνηση, σε ένα μοναδικό σκάνδαλο παγκοσμίως».

Η Μαρία Καρυστιανού αναφέρθηκε επίσης στο φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που είχε «εύφλεκτες μη δηλωμένες ύλες» και άρα παράνομες, κάνοντας λόγο για «ταχύτατες και άμεσες προσπάθειες συγκάλυψης» σχετικά με το μπάζωμα του χώρου.

«Έχουμε άφθονα αποδεικτικά στοιχεία», κατέστησε σαφές και μίλησε για «αδικαιολόγητη μετακίνηση χωμάτων με υπολείμματα ανθρώπων και των παράνομων ουσιών» τα οποία σκορπίστηκαν με βιασύνη σε άλλες περιοχές.

«Άγνωστες και αδήλωτες περιοχές φιλοξενούν μέλη των αγαπημένων μας. Παραβιάστηκε κατάφωρα το πρωτόκολλο αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων» επισήμανε.

«Οι οδηγίες μπαζώματος που έγιναν με σκοπό να αποκρύψουν και να καταστρέψουν σημαντικά στοιχεία της δικογραφίας, δόθηκαν, σύμφωνα με δημόσια παραδοχή σε συνεντεύξεις από τον πρωθυπουργό. Η όλη επιχείρηση ονομάστηκε επιχειρησιακό σχέδιο (…)», υπογράμμισε η Μαρία Καρυστιανού, ενώ σε άλλο σημείο τόνισε ότι στη χώρα μας «οι άνθρωποι στις μεγαλύτερες θέσεις ευθύνης, αρνούνται και αποφεύγουν την ευθύνη, κρυμμένοι στη βουλευτική ασυλία τους. Και όταν τα πράγματα ζορίζουν, αντεπιτίθενται με επιχειρήματα, του τύπου, “έχουν ξανασυμβεί εγκλήματα κατά πολιτών με κυβερνητικές ευθύνες χωρίς να αποδοθεί τιμωρία. Γιατί τώρα;” Τους φαίνεται λογικό και δίκαιο να συνεχίζει το σάπιο σύστημα να παραμένει σάπιο».

«Σε ένα κράτος Δικαίου, είναι επιτρεπτό να γίνει τέτοια παρέμβαση από την εκτελεστική εξουσία; Σε ένα δημοκρατικό κράτος, θα αδιαφορούσε τόσο απροκάλυπτα για τη μη τήρηση των πρωτοκόλλων και των νόμων, η δικαστική εξουσία;», διερωτήθηκε επίσης, προσθέτοντας: «Βέβαια, σε ένα κράτος Δικαίου και σε μια δημοκρατική κοινωνία, δεν θα διορίζονταν οι ανώτατοι δικαστικοί από την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως συμβαίνει δυστυχώς στην Ελλάδα εδώ και 10ετίες».

«Το έγκλημα στα Τέμπη καταδεικνύει με τον χειρότερο τρόπο τη διαφθορά στο σιδηρόδρομο ως μέρος ενός γενικότερου διεφθαρμένου συστήματος» υπογράμμισε ακόμα, τονίζοντας ότι «Εμάς εδώ τους γονείς που βλέπετε, αλλά και εκείνους τους γονείς των οποίων τον πόνο και το δίκιο εκπροσωπούμε σήμερα εδώ, εμάς, μάς κατηγορούν. Κατηγορούμαστε από πολιτικούς και δημοσιογράφους επειδή ακουγόμαστε, επειδή επιζητούμε την αλήθεια και τη δικαίωση των νεκρών μας, επειδή αγαπάμε και υπερασπιζόμαστε τα παιδιά μας, είτε ζουν είτε είναι πεθαμένα. Επειδή επιδιώκουμε και εργαζόμαστε για την αποκατάσταση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας».

«Εδώ βρίσκονται 3 από τους γονείς των χαμένων μας παιδιών. Δυο μανάδες και ένας πατέρας. Δεν είμαστε όμως μόνοι μας. Έχουμε μαζί μας τον πόνο και την ψυχή όλων των υπόλοιπων οικογενειών που χάσαμε ό,τι πιο ιερό γεννήσαμε. Είμαστε ακόμα οι σχεδόν 1.4 εκατ. όσοι κατάφεραν τελικά, παρά τον αλγόριθμο, να υπογράψουν το ψήφισμα για την τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Είμαστε σχεδόν όλη η κοινωνία, είμαστε πλέον μια ομάδα, μια ελληνική ψυχή», πρόσθεσε η Μαρία Καρυστιανού, για να καταλήξει εν μέσω χειροκροτημάτων:

«Σας ζητάμε να αναλάβετε πρωτοβουλία να εξετάσετε ως κατεπείγον το ζήτημά μας στην επιτροπή σας ΤΡΑΝ πριν τη λήξη αυτής της κοινοβουλευτικής περιόδου. Για την ασέβεια, την παραπλάνηση της κοινωνίας για την αλήθεια εγκλήματος Τεμπών, την κατάλυση του Κράτους Δικαίου, τη φίμωση της Δημοκρατίας, όλα οφείλουν να διορθωθούν. Είναι θέμα χρόνου να συμβεί κάτι ανάλογο. Και τότε δεν θα υπάρχουν δικαιολογίες για κανέναν».

Στην αίθουσα του ευρωκοινοβουλίου βρέθηκαν η πρόεδρος της Επιτροπής TRAN του Ευρωκοινοβουλίου Karima Delli, ο Επικεφαλής Μονάδας Μεταφορών- Κινητικότητας της Κομισιόν Keir Fitch καθώς και νομικοί, εκπρόσωποι εργαζομένων στον ελληνικό σιδηρόδρομο, επιζώντες και συγγενείς θυμάτων, ευρωβουλευτές και βουλευτές.