icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η συνέχιση των συγκρούσεων, αλλά και μια κακή ειρήνη θα επιδείνωνε το ήδη υψηλό κόστος αποτροπής μελλοντικών επιθέσεων

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να καταστήσει το 2025, στου οποίου το κατώφλι βρισκόμαστε, ένα καθοριστικό έτος για τους πολέμους σε Γάζα και Ουκρανία, δεδομένου ότι ο πρόεδρος της μεγαλύτερης παγκόσμιας υπερδύναμης έχει δεσμευτεί να βάλει τέλος και στους δύο.

Ακόμα και αν το καταφέρει αυτό, και οι δύο πόλεμοι έρθουν στο πολυπόθητο τέλος τους, οι οικονομικές τους συνέπειες θα είναι μακροχρόνιες και οι συμφωνίες που πιθανώς θα επιτευχθούν δεν θα διασφαλίσουν απαραίτητα μια καλύτερη κατάσταση.

Πρόκειται για τις δύο χειρότερες ανθρωπιστικές τραγωδίες του 21ου αιώνα. Πιθανώς πάνω από 180.000 μαχητές και 40.000 άμαχοι έχουν χάσει τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων παιδιών. Επιπλέον, οι λεγόμενοι έμμεσοι θάνατοι των Παλαιστινίων – από την πείνα και τις ασθένειες – ενδέχεται να ξεπερνούν τους 60.000.

Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους, ίσως για πάντα. Τα ερείπια στη Γάζα μόνο μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να απομακρυνθούν. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν – όπως δείχνει η αιφνίδια κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.

Βέβαια, οι παγκόσμιες χρηματαγορές δεν φαίνονται ιδιαίτερα αγχωμένες, τουλάχιστον προς το παρόν. Στα τέλη Νοεμβρίου, ένας δείκτης μετοχών του Bloomberg για τις παγκόσμιες αγορές είχε αυξηθεί περίπου 25% από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 και 32% από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γάζα, τον Οκτώβριο του 2023.

Γιατί τέτοια ψυχραιμία;

Οι πόλεμοι έχουν νικητές και ηττημένους. Η οικονομία της Ουκρανίας έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Της Γάζας έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Η διακοπή της παροχής φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου έχει πλήξει τους Ευρωπαίους καταναλωτές και βιομηχάνους, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου βιομηχανικοί γίγαντες, όπως η Volkswagen και η Thyssenkrupp, προειδοποιούν ότι μπορεί να αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή και το εργατικό δυναμικό τους.

Από την άλλη, όμως, οι αμερικανικές εταιρείες υγροποιημένου φυσικού αερίου έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους στην Ευρώπη, ενώ αμυντικές εταιρείες όπως η γερμανική Rheinmetall βλέπουν τις μετοχές τους να εκτοξεύονται, λόγω των αναμενόμενων αυξήσεων στις παραγγελίες.

Τελικά, για χώρες εκτός ζωνών πολέμου, η καθαρή επίπτωση στην παραγωγή μπορεί να είναι πολύ μικρή. Υπολογιστής του Ινστιτούτου Kiel για την Παγκόσμια Οικονομία, με βάση δεδομένα από περισσότερες από 150 συγκρούσεις από το 1870, εκτιμά αθροιστική ζημία περίπου 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή μόλις 0,25% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ. Στην πράξη, με τη μεγάλη αμυντική βιομηχανία και την επάρκεια ενεργειακών αποθεμάτων, οι ΗΠΑ μπορεί ακόμη και να επωφεληθούν.

Δεν είναι όλη η παραγωγή ίση

Υπάρχει διαφορά μεταξύ παραγωγής χάλυβα για κατασκευές και παραγωγής πυραύλων για καταστροφή. «Το ΑΕΠ δεν είναι καλός δείκτης για εμπόλεμες χώρες», λέει ο Sergei Guriev, κοσμήτορας του London Business School. «Η παραγωγή αρμάτων μάχης που θα καταστραφούν στην Ουκρανία δεν βελτιώνει την ποιότητα ζωής».

Επιπλέον, η παραγωγή δεν αποτυπώνει ολόκληρη την οικονομική εικόνα. Η επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά των κρατών που χρηματοδοτούν τον εξοπλισμό και πληρώνουν τους στρατιώτες.

«Η Ρωσία έχει αναπτύξει τεράστια ικανότητα κατασκευής όπλων. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι δεν θα συνεχίσουν να τη χρησιμοποιούν», λέει ο Jonathan Federle, ερευνητής στο Ινστιτούτο Kiel. «Αυτό αποτελεί επίμονη απειλή ασφαλείας».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αυξήσει τις δαπάνες της για να ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες και την παραγωγή όπλων, κάτι που οι ηγέτες της ΕΕ έχουν θέσει ως κορυφαία προτεραιότητα για το 2025. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Bloomberg Intelligence, μέχρι το 2034, οι απαραίτητες δαπάνες θα μπορούσαν να προσθέσουν έως και 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια στα κρατικά χρέη των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ, πιέζοντας περαιτέρω τα ήδη εύθραυστα οικονομικά και περιορίζοντας την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν άλλες οικονομικές κρίσεις. Προστίθεται, επίσης, το ενδεχόμενο κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, που εκτιμάται πρόσφατα στα 500 δισεκατομμύρια δολάρια από την Παγκόσμια Τράπεζα.

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Σε αυτό το γεωπολιτικό «παιχνίδι», οι ΗΠΑ θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Αν ο Τραμπ καταφέρει να συνάψει συμφωνίες που θα διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και μια μορφή ειρήνης για τους Παλαιστίνιους, μπορεί να ενισχύσει την παγκόσμια ασφάλεια. Σε περίπτωση, όμως, που η διαπραγματευτική του προσέγγιση περιλαμβάνει την αποδοχή των σχεδίων του Πούτιν στην Ουκρανία ή τη μόνιμη κατοχή της Γάζας από το Ισραήλ, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εύθραυστο και δαπανηρό.

«Το πώς τελειώνουν οι συγκρούσεις έχει σημασία», λέει ο Guriev. «Αν κάποιος δει το αποτέλεσμα ως νίκη για τους επιτιθέμενους, αυτό αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω επιθέσεων».

Η συνέχιση των συγκρούσεων ή μια κακή ειρήνη φέρουν σοβαρούς κινδύνους – από το αυξανόμενο ανθρώπινο κόστος μέχρι τα ακραία απρόβλεπτα γεγονότα, όπως επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή που θα πλήξει τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Σενάρια όπως αυτά θα έχουν επιπτώσεις σε όλες τις χώρες, ελάχιστες από τις οποίες θα ξεφύγουν από τις συνέπειες.

«Δεν πιστεύω ότι στον 21ο αιώνα υπάρχει δημοκρατικός πολιτικός ή διευθύνων σύμβουλος που σκέφτεται, “Αυτοί οι πόλεμοι είναι καλοί για μένα”», λέει ο Guriev. «Όλοι θέλουν να τελειώσουν».

Με πληροφορίες από Bloomberg