icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Καθώς η βιογραφική ταινία του Bob Dylan (Μπομπ Ντίλαν) “A Complete Unknownμε τον Timothée Chalamet (Τιμοτέ Σαλαμέ) βγήκε στα ελληνικά σινεμά την Πέμπτη (23/01) ανατρέχουμε στην περίοδο όταν ο μουσικός κινδύνευσε να μείνει, για πάντα, ένας «εντελώς άγνωστος» καλλιτέχνης… μέχρι που μια μοναδική περιοδεία το 1974 με τους The Band εδραίωσε τη θέση του Tambourine Man στην ιστορία της μουσικής.

Η “Never Ending Tour” ξεκίνησε το 1988 και – εκτός από ένα διάλειμμα που επιβλήθηκε από THN πανδημία του COVID-19 το 2020 – μετά το οποίο μετονομάστηκε σε “Rough And Rowdy Ways World Wide Tour”, συνεχίζεται εδώ και 36 χρόνια, χωρίς κανείς από τους συντελεστές να δείχνει την παραμικρή διάθεση για ανάπαυλα.

Μάλιστα, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025, ο Ντίλαν αναμένεται να έχει δώσει 52 συναυλίες – ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό αριθμό performances για έναν 83χρονο.

Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Η πολυσυζητημένη ταινία “A Complete Unknown”, μεταφέρει το κοινό μισό αιώνα πίσω, παρουσιάζοντας έναν πολύ διαφορετικό Μπομπ Ντίλαν: νεότερο, πιο αδύνατο και ίσως αρκετά πιο ανήσυχο – αλλά και κάπως «απελπισμένο».

«Εσκεμμένη κακοτεχνία»

Την εποχή εκείνη, ο Ντίλαν είχε πρόσφατα χωρίσει τους δρόμους του τόσο με τον μακροχρόνιο μάνατζερ Albert Grossman όσο και με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia Records, με την οποία είχε υπογράψει δώδεκα χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν ένας ακόμα καλλιτέχνης που οργάνωνε μουσικές βραδιές στα καφέ-μπαρ του Greenwich Village.

Είχε εμφανιστεί στη σκηνή ελάχιστες φορές μετά από ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του το 1966, προτιμώντας την οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό του Σάρα και τα τέσσερα παιδιά τους.

Το τελευταίο του άλμπουμ που περιείχε το soundtrack για το γουέστερν “Pat Garrett And Billy The Kid” του σκηνοθέτη Sam Peckinpah – στο οποίο πρωταγωνίστησε επίσης, είχε χαρακτηριστεί από τους κριτικούς ως «εσκεμμένη κακοτεχνία», με τον Αμερικανό παραγωγό ταινιών Jon Landau του περιοδικού Rolling Stone να δηλώνει ότι ο Ντίλαν ήταν «η λιγότερο σημαντική» ροκ φιγούρα της δεκαετίας του ’70.

Ίσως να φαίνεται αδιανόητο τώρα αλλά, όπως αναφέρει ο Independent, το 1973 ο Ντίλαν φαινόταν «ξεπεσμένος» ή, τέλος πάντων, όχι και κάτι ιδιαίτερο.

Πίσω στον δρόμο

Η σωτηρία ήρθε με τη μορφή του David Geffen, μιας από τις πιο μεταμορφωτικές φιγούρες της μουσικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’70, ο οποίος του πρόσφερε συμβόλαιο με τη νέα του δισκογραφική εταιρεία, την Asylum. Ωστόσο, επέμενε πως ο Ντίλαν έπρεπε πάση θυσία να ξεκινήσει τις περιοδείες.

Μια τυχαία συνάντηση με τον κιθαρίστα Robbie Robertson, το καλοκαίρι του 1973, ήταν η τελική ώθηση που έστειλε τον Tambourine Man πίσω στον δρόμο. Εξάλλου, οι δυο τους μοιράζονταν μια μακρά ιστορία: η γκαραζο-μπάντα του Robertson, οι The Hawks, είχε υποστηρίξει τον Ντίλαν στην αμφιλεγόμενη «ηλεκτρική» περιοδεία του οκτώ χρόνια νωρίτερα.

Εκείνες οι συναυλίες το 1965, όταν οι folkies φώναζαν “Judas!” καθώς ο Ντίλαν έπαιζε rock’n’roll, τον εδραίωσαν ως πολιτιστικό φαινόμενο και μεγάλη μουσική φυσιογνωμία της γενιάς – αν και, όπως είχε πει αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Rolling Stone, η πίεση του δρόμου «με εξάντλησε […] έπαιρνα ναρκωτικά, μόνο και μόνο για να συνεχίσω».

Μετά τον σοβαρό τραυματισμό με τη μοτοσικλέτα του, μια μαύρη Triumph 500, τον Ιούλιο 1966, ο Ντίλαν αποσύρθηκε στο Woodstock στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Οι πρώην Hawks ακολούθησαν και στο υπόγειο ενός άσχημου παλιού σπιτιού που είχαν νοικιάσει και βαφτίσει “Big Pink” έπαιζαν με τον Ντίλαν διάφορες διασκευές μεγάλων τραγουδιών και συνέθεταν δικά τους νέα κομμάτια.

Αυτές οι συναντήσεις στο Big Pink διαμόρφωσαν τη μουσική εξέλιξη του Ντίλαν που ακολούθησε – κάτι που αποδεικνύεται από τα αναγνωρισμένα, επηρεασμένα από τη country άλμπουμ John Wesley Harding (1967) και Nashville Skyline (1969).

Μόλις σε τρεις ημέρες

Ο Robertson και οι πρώην Hawks, εν τω μεταξύ, μετονομάστηκαν σε “The Band”: επρόκειτο για τους Rick Danko (μπασίστα, τραγουδιστή), τον Garth Hudson στα πλήκτρα, τον Richard Manuel (πιανίστα/τραγουδιστή) και τον ντράμερ Levon Helm.

Ωστόσο, μέχρι το 1973, το συγκρότημα είχε χαθεί μέσα στα δικά τους προβλήματα που περιλάμβαναν τρελές καταχρήσεις και ένα σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού του Manuel, ενώ ο Robertson, ο κύριος συνθέτης των κομματιών τους, αντιμετώπιζε επίσης ένα εξουθενωτικό συγγραφικό μπλοκάρισμα.

Η μπάντα χρειαζόταν κάποιον που θα τους έβγαζε από το τέλμα και ο Ντίλαν ένα σχήμα που θα τον ενέπνεε να δείξει τη δυναμική που έκρυβε μέσα του: μπήκαν στη Village Recorders του Λος Άντζελες τον Νοέμβριο του 1973 και ηχογράφησαν το 14ο άλμπουμ του μουσικού “Planet Waves” – το πρώτο του για την Asylum – μέσα σε μόλις τρεις ημέρες.

Θα αποδεικνυόταν το άλμπουμ του Ντίλαν με την καλύτερη αποδοχή εδώ και χρόνια, ενώ το “Forever Young”, γραμμένο για τα παιδιά του, παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, παρά την επιτυχία του δίσκου, όλοι γνώριζαν ότι ο δρόμος ήταν το σημείο όπου ο Ντίλαν θα επιβεβαίωνε πραγματικά την αναγέννησή του.

20 εκατομμύρια groupies

Ο κόσμος των συναυλιών rock’n’roll είχε αλλάξει αφάνταστα από τότε που ο ίδιος είχε παραιτηθεί οκτώ χρόνια νωρίτερα. Ήταν πλέον μια κομψή, πολλών εκατομμυρίων δολαρίων βιομηχανία και η νέα τεχνολογία εξασφάλιζε επιτέλους ότι οι μουσικοί θα μπορούσαν να ακούγονται πάνω από τις κραυγές των groupies.

Οι Ντίλαν και The Band συνεργάστηκαν με τον κορυφαίο ιμπρεσάριο της χίπικης εποχής, Bill Graham, για να κλείσουν μία περιοδεία 40 ημερών σε αθλητικές αρένες στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Τα εισιτήρια είχαν κόστος μεταξύ 6 και 9,50 δολαρίων (39-60 δολάρια σε χρήματα του 2024 – κάποιος να το πει στους Oasis) και ήταν διαθέσιμα μόνο μέσω ταχυδρομικής παραγγελίας.

Η ζήτηση κατέκλυσε την ταχυδρομική υπηρεσία US Mail και ξεπέρασε εύκολα την προσφορά – πάνω από 20 εκατομμύρια έκαναν αίτηση για 651.000 εισιτήρια – και η περιοδεία έγινε εύκολα και γρήγορα η πιο κερδοφόρα της περιόδου.

Το tour ξεκίνησε στις 3 Ιανουαρίου 1974 από το Chicago Stadium, με τον Ντίλαν να δείχνει πως απολαμβάνει ξανά τις live συναυλίες και να τραγουδά με την ψυχή του επιτυχίες όπως “Hero Blues”, “Forever Young” και φυσικά το “ Like A Rolling Stone”.

Ουρλιάζοντας στον ουρανό

Αυτές οι εμφανίσεις ήταν η τέλεια αφορμή για την επανένωση μιας γενιάς και του ανθρώπου που την καθόρισε. Τα χρόνια που μεσολάβησαν ήταν εξαντλητικά, κυρίως εξαιτίας του πολέμου του Βιετνάμ – που τελείωνε εκείνη την περίοδο – και του Watergate.

Ο Ντίλαν, βέβαια, είχε επιστρέψει. Είχε αναστηθεί ξανά, με τα τραγούδια του – γεμάτα σοφία, συναίσθημα, καυστικό χιούμορ και ζωή – τόσο ζωντανά όσο ποτέ.

Η περιοδεία ήταν μια επιβεβαίωση της πίστης αυτής της γενιάς στον Ντίλαν και της πίστης του Ντίλαν και της μπάντας στον εαυτό τους. Χρόνια αργότερα, ο Robertson είχε πει στο Uncut ότι η περιοδεία απέδειξε ότι τα ρίσκα που είχαν πάρει το 1965 «δεν ήταν τρελά […] Δεν ήταν απίστευτα διαφορετικό από ό,τι είχαμε κάνει με τον Bob πριν […] αυτό το είδος της δυναμικής. Κατεβαίναμε πολύ κάτω όταν έμπαινε το τραγούδι, και όταν άρχιζαν τα σόλο, πηγαίναμε ουρλιάζοντας στον ουρανό».

Οι κριτικοί ήταν, στο σύνολό τους, ενθουσιασμένοι. «Αυτός δεν μπορεί να είναι ο Μπομπ Ντίλαν, που μοιάζει ακριβώς όπως τις παλιές καλές μέρες: κοκαλιάρης, με σγουρά μαλλιά, μαύρες σουέντ μπότες, μπλε τζιν, όλα τα σχετικά», έγραψε η Barbara Charone του NME, για εκείνη τη μαγική πρεμιέρα στο Σικάγο.

Ο Robert Christgau, ο επιδραστικός «πρύτανης της αμερικανικής ροκ κριτικής», περιέγραψε το σετ της 28ης Ιανουαρίου στο Nassau Coliseum της Νέας Υόρκης ως «θρίαμβο» και το “Before the Flood” ως «το πιο τρελό και δυνατό ροκ εν ρολ που έχει καταγραφεί ποτέ». Παρομοίως, ο Chris Charlesworth του Melody Maker χαρακτήρισε τη συναυλία στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης «την καλύτερη συναυλία που είναι πιθανό να δώσει η Νέα Υόρκη φέτος ή του χρόνου».

Παρά την επιτυχία της περιοδείας, οι δρόμοι για τον Ντίλαν και τους The Band σύντομα θα χώριζαν: «Ήταν ισχυρές προσωπικότητες και μέχρι το τέλος του tour υπήρξαν μικρές διαφωνίες», είχε πει ο βοηθός του Ντίλαν, Arthur Rosato, στον βιογράφο του μουσικού, Clinton Heylin.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ίδιοι δαίμονες που είχαν ταλαιπωρήσει τους The Band το 1973 επανεμφανίστηκαν με σφοδρότητα. Ο Robertson αποχώρησε μετά από μια μεγάλη, αποχαιρετιστήρια συναυλία με όλα τα αστέρια το 1976, που κινηματογραφήθηκε από τον Μάρτιν Σκορτσέζε στο “The Last Waltz”.

Τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ ανασχηματίστηκαν χωρίς αυτόν το 1983 και συνέχισαν να περιοδεύουν μέχρι το θάνατο του Danko το 1999, ακόμα και αφού ο Manuel κρεμάστηκε μετά από μια συναυλία στη Φλόριντα το Μάρτιο του 1986. Ο θάνατος του Robertson το 2023 αφήνει τον Hudson το μοναδικό επιζών μέλος των The Band.

Ο Ντίλαν, ωστόσο, συνεχίζει. Μετά το Planet Waves και την περιοδεία επανένωσης ακολούθησε το Blood On The Tracks του 1975, ένα από τα πιο αναγνωρισμένα άλμπουμ του. Οι κριτικές του μετοχές μειώθηκαν και αυξήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, καθώς έκανε μερικούς από τους χειρότερους δίσκους του δίπλα σε μερικούς πολύ καλούς.

Μέσα σε όλα αυτά, παρέμεινε ένας θρύλος, μια σταθερή εισπρακτική επιτυχία, εν μέρει χάρη σε εκείνη την περιοδεία του 1974, η οποία τον καθιέρωσε ως έναν καλλιτέχνη με άπειρη ικανότητα αναγέννησης και μία συλλογή τραγουδιών που ποτέ δεν θα πάψει να έχει απήχηση στη γενιά που είχε την τύχη να τον ακολουθήσει σε εκείνες τις πρώτες περιοδείες του, αλλά και στις επόμενες γενιές που θα τον ανακαλύψουν.