Μεγέθυνση κειμένου
Ο Reid Davenport, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “Life After”, πιστεύει ότι η ευθανασία έχει να κάνει και με την «εξοικονόμηση κόστους»
Το 1983, η Elizabeth Bouvia, μια 26χρονη γυναίκα με εγκεφαλική παράλυση στην Καλιφόρνια, προσπάθησε να πεθάνει από την πείνα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. «Πήρα μια σίγουρη, λογική απόφαση», είχε τότε δηλώσει η ίδια. Οι γιατροί άρχισαν να την ταΐζουν με το ζόρι, κάτι στο οποίο εκείνη αντιστάθηκε. Η δικαστική υπόθεση που ακολούθησε τη μετέτρεψε σε επίκεντρο της δημόσιας προσοχής. «Η Elizabeth Bouvia είναι νέα, όμορφη, έξυπνη – και έτοιμη να πεθάνει», ανέφεραν την εποχή εκείνη πολλά εξώφυλλα.
Η Bouvia, η οποία εκτός από εγκεφαλική παράλυση έπασχε και από σοβαρή αρθρίτιδα, υποστήριζε ότι η ζωή δεν της δεν είχε νόημα και πως ήταν «ανυπόφορη» – και ας της έδιναν οι γιατροί άλλα 15-20 χρόνια με την κατάλληλη θεραπεία. Το δικαστήριο, ωστόσο, αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαίωμα να πεθάνει.
Αφότου η Bouvia άκουσε τη δικαστική απόφαση, αποφάσισε να εξαφανιστεί από τα φώτα της
δημοσιότητας. Ο Reid Davenport, σκηνοθέτης της ταινίας “Life After”, ωστόσο, ήθελε να μάθει περισσότερα. Το ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που κάνει πρεμιέρα τον Ιανουάριο στο Sundance, εξετάζει την ιστορία της Bouvia και θέτει ευρύτερα ερωτήματα σχετικά με την ευθανασία και τον υποβοηθούμενο θάνατο.
Η περίπτωση του Καναδά
Ο Davenport έχει επίσης εγκεφαλική παράλυση και η έρευνα για το ντοκιμαντέρ τού άφησε την αίσθηση ότι οι ανάπηροι ή οι χρόνια πάσχοντες που ζητούν βοήθεια για να πεθάνουν, συχνά, αντιδρούν στην έλλειψη υποστήριξης ή πιστεύουν ότι ο κόσμος δεν τους θέλει.
«Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία αποτελεί σαφή και υπαρκτό κίνδυνο για τα άτομα με αναπηρία», αναφέρει ο Davenport στον Guardian.
Σήμερα, σε ορισμένες χώρες, η Bouvia θα είχε το δικαίωμα να πεθάνει. Το 2021, ο Καναδάς επέκτεινε το πρόγραμμα υποβοηθούμενης αυτοκτονίας (Medical Assistance in Dying program – Maid) για να επιτρέπει στους αιτούντες με χρόνιες ασθένειες ή αναπηρίες να ζητούν ευθανασία με ιατρική υπερδοσολογία, ακόμη και αν ο θάνατός τους από ασθένεια δεν είναι «ευλόγως προβλέψιμος». Η χώρα σχεδιάζει, μάλιστα, να αρχίσει να επιτρέπει αιτήσεις και από άτομα με αποκλειστικά ψυχικές ασθένειες το 2027.
Περισσότεροι από 13.000 Καναδοί πέθαναν μέσω υποβοηθούμενης θανάτωσης το 2022 – το 4,1% των θανάτων στην χώρα. Αυτό σηματοδοτεί αύξηση 30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, όπως αναφέρει ο Guardian.
Παράλληλα, δέκα πολιτείες των ΗΠΑ και η Περιφέρεια της Κολούμπια επιτρέπουν την «ιατρική βοήθεια στον θάνατο», αν και με αυστηρότερα κριτήρια, όπως διάγνωση φυσικού θανάτου εντός έξι μηνών.
Από την άλλη, η Καλιφόρνια, η οποία έχει πληθυσμιακό μέγεθος παρόμοιο με εκείνο του Καναδά, είχε μόνο 853 υποβοηθούμενους θανάτους το 2022. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο συζητά επί του παρόντος νομοθεσία για τη νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
«Ποιος ξέρει;»
Στο “Life After”, ο Davenport και η Colleen Cassingham, η παραγωγός της ταινίας, εντόπισαν τις αδελφές της Bouvia με τη βοήθεια ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ και πληροφορήθηκαν πως η ίδια πέθανε το 2014, περίπου μια δεκαετία αργότερα από ό,τι είχαν προβλέψει οι γιατροί.
Οι συνεντεύξεις, καθώς και υλικό από οικιακό βίντεο που παραχώρησε η οικογένεια, δίνουν την εικόνα μιας γυναίκας που επωφελήθηκε από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την καλύτερη υποστήριξη: η Bouvia διάβαζε πολύ και φαινόταν ικανοποιημένη – «οριακά ευτυχισμένη». Αντί να βρίσκεται σε νοσοκομείο, ζούσε στο δικό της διαμέρισμα, με μόνιμη νοσοκόμα.
«Θα έλεγα ότι βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι τη δεκαετία του ’80», λέει ο Davenport, αν και αναγνωρίζει ότι είναι δύσκολο να πει κανείς κάτι τέτοιο, επειδή η Bouvia δεν μπορούσε πια να μιλήσει για τον εαυτό της.
Παρόλο που όλοι θα ήθελαν να μάθουν εάν άλλαξε γνώμη, η αδελφή της, Teresa Castner, ανασηκώνει τους ώμους στο ντοκιμαντέρ σαν να λέει: «Ποιος ξέρει;» – και συμπληρώνει «Νομίζω ότι αποδέχτηκε τη μοίρα της, ότι συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε να πεθάνει έτσι».
Οι αδελφές της Bouvia λένε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη όταν κατάφερε να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία.
«Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί μεταξύ της Elizabeth Bouvia και των επιχειρημάτων που προβάλλουν τα άτομα με αναπηρία σχετικά με [την υποβοηθούμενη αυτοκτονία]», λέει ο Davenport.
Τα υπερφορτωμένα συστήματα υγείας
Στο ντοκιμαντέρ, ο Davenport ταξιδεύει στον Καναδά: οι ασθενείς και οι γιατροί που του μιλούν εκφράζουν την ανησυχία τους ότι τα αιτήματα ευθανασίας μη τελικού σταδίου έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με τα όρια των υπερφορτωμένων συστημάτων υγείας και πρόνοιας του Καναδά, καθώς και με το γεγονός ότι τα άτομα με αναπηρία – συμπεριλαμβανομένης της Bouvia, σύμφωνα με ορισμένες δημόσιες δηλώσεις της – συχνά φοβούνται ότι αποτελούν «βάρος» για τις οικογένειές τους ή την κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας στον Καναδά, ένας από τους διαδηλωτές κρατάει μια πινακίδα που λέει: «Υποβοηθούμενη αυτοκτονία: Η φθηνότερη υγειονομική περίθαλψη στον κόσμο».
Οι υποστηρικτές της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας θεωρούν πως σημαίνει «να έχεις τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σου», όπως λέει ο Davenport, αλλά για τον ίδιο, «η απόφαση δεν είναι πραγματικά ελεύθερη επιλογή σε πολλές περιπτώσεις. Υπάρχουν άλλοι παράγοντες που υπαγορεύονται από εξωτερικές δυνάμεις», όπως η οικονομική δυσπραγία, η έλλειψη υποστήριξης στο σπίτι ή οι πολύμηνες λίστες αναμονής για ειδικούς γιατρούς.
Ο Davenport πιστεύει ότι ο ενθουσιασμός για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία έχει «να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την εξοικονόμηση κόστους». Ο κοινοβουλευτικός υπεύθυνος προϋπολογισμού του Καναδά, όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ, εκτίμησε ότι η επέκταση της Maid θα εξοικονομούσε 149 εκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης.
Διαβασε ακομα
Τελικά έχουμε δικαίωμα να επιλέξουμε πώς θα πεθάνουμε;Μία όχι και τόσο ακραία επιλογή
Ορισμένοι ειδικοί έχουν χαρακτηρίσει τους φόβους σχετικά με τη Maid υπερβολικούς. Σημειώνουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς είναι άνθρωποι με ανίατες ασθένειες που επιλέγουν να πεθάνουν με τους δικούς τους όρους.
«Πρέπει να πληρούν αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας», λέει στον Guardian το 2022 η Jocelyn Downie, καθηγήτρια νομικής που μελετά τη νομοθεσία για το τέλος της ζωής.
Ο ακριβής αριθμός των Καναδών που έχουν πεθάνει μέσω της Maid, καθώς και η κατανομή των τύπων των ασθενών, είναι δύσκολο να γίνει γνωστός – εν μέρει επειδή οι ιατρικές αρχές στο Οντάριο και το Κεμπέκ δίνουν ρητή εντολή στους γιατρούς να «μην αναγράφουν στα πιστοποιητικά θανάτου αν οι άνθρωποι πέθαναν από ευθανασία».
Ωστόσο, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, περίπου το 3,5% των ανθρώπων που πέθαναν μέσω της Maid στον Καναδά το 2022 ήταν άτομα με χρόνιες, μη τερματικές ασθένειες.
«Εργάζομαι στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και βλέπω συνεχώς ανθρώπους με σοβαρές χρόνιες ιατρικές παθήσεις», ανέφερε το 2024 στο βρετανικό μέσο η Mona Gupta, ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ και πρόεδρος μιας ομάδας που μελέτησε τη Maid και τις ψυχικές ασθένειες.
«Η ιδέα ότι 400 από αυτούς – σε μια χώρα 40 εκατομμυρίων ανθρώπων – είχαν φτάσει στο σημείο να έχουν εξαντλήσει όλες τις θεραπευτικές επιλογές και ήθελαν να έχουν πρόσβαση στη Maid, δεν μου φαίνεται ακραία», παραδέχεται.
Ο τελευταίος χορός της J
Ο Davenport ανησυχεί ότι η κοινωνία ενθαρρύνει τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις να θεωρούν τη ζωή ως μη άξια. Το Life After συζητά την περίπτωση της Jerika Bolen, μιας 14χρονης στο Ουισκόνσιν με νωτιαία μυϊκή ατροφία, στην οποία το 2016 επετράπη να τερματίσει την ιατρικά αναγκαία θεραπεία.
Πέθανε σε ξενώνα, αφού η κοινότητα της διοργάνωσε έναν χορό, που γιορτάστηκε ευρέως στα μέσα ενημέρωσης, με την ονομασία «Ο τελευταίος χορός της J».
«Αγαπώ αυτό το κορίτσι με κάθε κύτταρο της ύπαρξής μου [και] κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα άφηνε κάποιον να υποφέρει όπως εκείνη», αναφέρει στο ντοκιμαντέρ η μητέρα της Bolen.
Μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις
Μια ομάδα κατά της ευθανασίας, η Not Dead Yet, αμφισβήτησε ωστόσο το «μονόπλευρο χειροκρότημα για την αυτοκτονία της», ρωτώντας μια τοπική εφημερίδα: «Αν ήταν μια 14χρονη διαβητική που αρνιόταν την ινσουλίνη, οι αντιδράσεις θα ήταν οι ίδιες;».
Ανατρέχοντας στα πλάνα από τον «χορό της Bolen», ο Davenport λέει: «Μου φάνηκε ότι η Jerika περιτριγυριζόταν από ανθρώπους που πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερα νεκρή […] Σε κανέναν, πόσο μάλλον σε ένα παιδί, δεν πρέπει να λένε ότι το να βάλει τέλος στη ζωή του θα ήταν μια αξιοθαύμαστη απόφαση».
Όταν, ωστόσο, ερωτάται για το εάν οι ενήλικες με ανίατες ασθένειες θα πρέπει να μπορούν να τερματίζουν τη ζωή τους οικειοθελώς, ο ίδιος απαντά: «Θεωρητικά, νομίζω ότι η υποβοηθούμενη αυτοκτονία θα μπορούσε να είναι ασφαλής».
Ωστόσο, εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι από τη φύση της «επικίνδυνη» σε μια «νεοφιλελεύθερη» κοινωνία όπου οι γιατροί και οι ασθενείς υπόκεινται σε τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις.
Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι