icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η παχυσαρκία έπληττε το 2022 σχεδόν 160 εκατομμύρια παιδιά και εφήβους. Τριάντα χρόνια νωρίτερα ο αριθμός τους ήταν 31 εκατομμύρια

Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως επηρεάζει η παχυσαρκία, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και εφήβων, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Παχυσαρκίας στις 4 Μαρτίου. Μάλιστα, χώρες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, καταγράφουν τη μεγαλύτερη αύξηση του προβλήματος, αποτυπώνοντας την ανισότητα που διαμορφώνεται στην υγεία.

Όπως αναφέρει η έρευνα που δημοσιεύθηκε από τη βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet και πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, από το 1990 έως το 2022 το ποσοστό παχυσαρκίας τετραπλασιάστηκε μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, ενώ διπλασιάστηκε μεταξύ των ενηλίκων.

Αυτή η «επιδημία» προχωρά «πιο γρήγορα από το αναμενόμενο» επεσήμανε ο καθηγητής Φραντσέσκο Μπράνκα, διευθυντής του τμήματος «διατροφή για την υγεία και την ανάπτυξη» του ΠΟΥ στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Αρχικά οι επιστήμονες εκτιμούσαν ότι το όριο του ενός δισεκατομμυρίου παχύσαρκων ατόμων θα ξεπερνιόταν γύρω στο 2030, σημείωσε ο καθηγητής Μαζίντ Εζάτι στο Imperial College του Λονδίνου, ένας από τους βασικούς συντάκτες της έκθεσης.

Η έκθεση, που βασίστηκε στα στοιχεία περίπου 220 εκατομμυρίων ανθρώπων σε περισσότερες από 190 χώρες, εκτιμά ότι σχεδόν 880 εκατομμύρια ενήλικες ήταν παχύσαρκοι το 2022 (504 εκατ. γυναίκες και 374 εκατ. άνδρες). Το 1990 οι παχύσαρκοι ενήλικες ήταν 195 εκατ.

Από το 1990 το ποσοστό παχυσαρκίας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί μεταξύ των ανδρών (από το 4,8% το 1990 στο 14% το 2022) ενώ μεταξύ των γυναικών έχει εκτιναχθεί από 8,8% στο 18,5%, με διαφορές ανά χώρα.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η πάθηση έπληττε το 2022 σχεδόν 160 εκατομμύρια παιδιά και εφήβους (94 εκατ. αγόρια και 65 εκατ. κορίτσια). Τριάντα χρόνια νωρίτερα ο αριθμός τους ήταν 31 εκατ.

Η επιδημία και η πανδημία

Η παχυσαρκία είναι μία χρόνια και περίπλοκη ασθένεια, η οποία προκαλεί αύξηση της θνησιμότητας λόγω άλλων παθολογιών, καρδιαγγειακών παθήσεων, του διαβήτη και κάποιων καρκίνων. Η πανδημία covid-19, για την οποία η παχυσαρκία είναι επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας, αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού.

Μία ακόμη τομή, είναι η αύξηση του ποσοστού παχυσαρκίας σε χώρες με χαμηλό η μεσαίο εισόδημα. Περιοχές όπως είναι Πολυνησία, η Μικρονησία, η Καραϊβική, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, καταγράφουν πλέον ποσοστά παχυσαρκίας υψηλότερα από αυτά πολλών βιομηχανικών χωρών, κυρίως της Ευρώπης.

«Στο παρελθόν είχαμε την τάση να θεωρούμε την παχυσαρκία πρόβλημα των πλούσιων χωρών, τώρα είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα» σημείωσε ο Φραντσέσκο Μπράνκα.

Ο ίδιος εκτιμά ότι το φαινόμενο αυτό οφείλεται «στη γρήγορη αλλαγή, αλλά όχι προς το καλύτερο, των συστημάτων διατροφής στις χώρες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα».

Από την άλλη, η παχυσαρκία δείχνει «σημάδια υποχώρησης σε κάποιες χώρες της νότιας Ευρώπης, κυρίως μεταξύ των γυναικών, με την Ισπανία και τη Γαλλία να αποτελούν τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα» σύμφωνα με τον Μαζίντ Εζάτι.

Πλέον «στις περισσότερες χώρες ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων πάσχει από παχυσαρκία σε σχέση με αυτόν που είναι ελλιποβαρής».

Παράλληλα, το χαμηλότερο από το κανονικό βάρος αποτελεί σοβαρό πρόβλημα σε κάποιες περιοχές του κόσμου, όπως η νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική. Συνδέεται με αυξημένη θνησιμότητα μεταξύ των γυναικών και των πολύ μικρών παιδιών, αλλά και με αυξημένες πιθανότητες θανάτου από μολυσματικές ασθένειες.

Ανάμεσα στον υποσιτισμό και την παχυσαρκία

Πολλές χώρες με χαμηλό ή μέσο εισόδημα βρίσκονται αντιμέτωπες με έλλειψη ή με κακή ποιότητα τροφής. Ως εκ τούτου, ζουν ανάμεσα στον υποσιτισμό και την παχυσαρκία. Ένα μέρος του πληθυσμού τους εξακολουθεί να μην καταναλώνει επαρκή αριθμό θερμίδων, ενώ ένα άλλο έχει πρόσβαση σε κακής ποιότητας διατροφή.

«Αυτή η νέα έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της πρόληψης και της αντιμετώπισης της παχυσαρκίας από την αρχή της ζωής και ως την ενήλικη ζωή χάρη στη διατροφή, τη σωματική δραστηριότητα και την επαρκή φροντίδα με βάση τις ανάγκες» τόνισε σε ανακοίνωσή του ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.

Για τον ΠΟΥ οι ευεργετικές δράσεις, όπως είναι η φορολόγηση των ποτών που περιέχουν ζάχαρη, η επιδότηση των τροφών που είναι καλές για την υγεία, ο περιορισμός των διαφημίσεων βλαπτικών για τα παιδιά τροφών, η ενθάρρυνση της σωματικής δραστηριότητας, δεν εφαρμόζονται αρκετά.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ