icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

«Ο επόμενος Πάπας πρέπει να κάνει εκείνα που ο Φραγκίσκος δεν τόλμησε [...] μια πολιτική μηδενικής ανοχής και λογοδοσία όλων όσοι απέκρυψαν εγκλήματα. Να δοθεί ένα οριστικό τέλος στη σιωπή»

Όταν ο Αργεντινός ιερέας Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο έγινε ο 266ος Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, έθεσε ως προτεραιότητα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε έναν θεσμό που σε πολλούς φάνταζε απόμακρος και ελάχιστα αξιόπιστος.

Έτσι, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε το αξίωμα, ο Πάπας Φραγκίσκος έβαλε στόχο να κάνει την Εκκλησία πιο ανοιχτή για όλους, δίνοντας ρόλο-κλειδί στις γυναίκες και αγκαλιάζοντας τα ΛΟΑΤΚΙ+, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Ωστόσο, οι προσπάθειά του να βάλει τέλος στη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από κληρικούς και να σταματήσει τη συστηματική συγκάλυψη των συγκεκριμένων σκανδάλων έμεινε, για πολλούς, μόνο στα λόγια.

Παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις του για ριζικές αλλαγές και τα βήματα που επιχείρησε να κάνει, αρκετοί εκτιμούν ότι ο Πάπας Φραγκίσκος δεν κατάφερε τελικά να το φτάσει μέχρι τέλους, με αποτέλεσμα η εγκληματική δράση πολλών ιερέων να εξακολουθεί να παραμένει ατιμώρητη.

Από την άρνηση στην αναγνώριση

Το 2013, όταν ο Πάπας Φραγκίσκος ανέλαβε τον παπικό θρόνο, η Καθολική Εκκλησία ήδη δοκιμαζόταν από σκάνδαλα δεκαετιών. Η αποκάλυψη της εφημερίδας The Boston Globe το 2002 άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, καθώς έφερε στο φως τη συστηματική συγκάλυψη εκατοντάδων περιπτώσεων κακοποίησης παιδιών στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα σκάνδαλα συνέχιζαν να ξεσπούν σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Χιλή.

Αρχικά, ο Ποντίφικας συνέχισε τη γραμμή του προκατόχου του, Βενέδικτου ΙΣΤ’, απορρίπτοντας έκκληση του ΟΗΕ για την άμεση παράδοση καταδικασμένων ιερέων στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι τέτοια θέματα ανήκουν στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων.

Το πρώτο σημαντικό βήμα, από μεριάς του, ήρθε το 2014 με τη δημιουργία της Ποντιφικής Επιτροπής για την Προστασία των Ανηλίκων. Ωστόσο, η επιτροπή αυτή βρέθηκε σύντομα αντιμέτωπη με δυσλειτουργίες και εσωτερικές αντιπαραθέσεις, και χρειάστηκε σχεδόν μία δεκαετία για να παρουσιάσει την πρώτη της αναφορά, χωρίς ουσιαστικά ποσοτικά στοιχεία.

Η αρχή μιας πιο ενεργής στάσης

Η καθοριστική καμπή σημειώθηκε το 2018, όταν ο Πάπας ταξίδεψε στη Χιλή και υπερασπίστηκε δημόσια τον επίσκοπο Osorno, κατηγορούμενο για συγκάλυψη. Η αντίδραση των θυμάτων, τα οποία συνάντησε προσωπικά, τον οδήγησε να παραδεχτεί «σοβαρά λάθη κρίσης» και να ζητήσει τις παραιτήσεις όλων των Χιλιανών επισκόπων.

Η κίνηση αυτή χαιρετίστηκε ως γενναία, αλλά έφερε στο φως και πόσο λανθασμένες ήταν οι πληροφορίες που λάμβανε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ακολούθησαν αντίστοιχες αποκαλύψεις στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, με περιπτώσεις όπως η αποπομπή του Αμερικανού καρδιναλίου Theodore McCarrick – μετά από πολλαπλές κατηγορίες εναντίον του για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων και νεαρών ανδρών, κυρίως ιεροσπουδαστών, ορισμένες από τις οποίες χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1970 – αλλά και την περίπτωση του καρδιναλίου George Pell που καταδικάστηκε από αυστραλιανό δικαστήριο σε έξι χρόνια φυλάκισης για σεξουαλική κακοποίηση δύο ανήλικων αγοριών, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος Μελβούρνης τη δεκαετία του 1990.

Στη Γαλλία, ανεξάρτητη έρευνα το 2021 αποκάλυψε ότι περισσότεροι από 330.000 άτομα έπεσαν θύματα κακοποίησης από κληρικούς από το 1950.

Ισπανία: Αντίσταση και σιωπή

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε η Ισπανία. Η εφημερίδα El País ξεκίνησε έρευνα το 2018 και δημιούργησε τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων για σεξουαλικά εγκλήματα της Εκκλησίας στη χώρα: 1.550 κατηγορούμενοι και 2.870 θύματα.

Η ισπανική Εκκλησία, ωστόσο, αρνιόταν την έκταση του προβλήματος, υποστηρίζοντας μέχρι και το 2021 ότι υπήρχαν «ελάχιστες περιπτώσεις».

Ο Πάπας Φραγκίσκος άργησε να τοποθετηθεί δημόσια, μέχρι που έλαβε φάκελο με 251 νέες καταγγελίες. Αυτό οδήγησε το Κοινοβούλιο να αναθέσει έρευνα στον Συνήγορο του Πολίτη, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι περίπου 440.000 άνθρωποι (1,13% του πληθυσμού) έπεσαν θύματα κακοποίησης από μέλη του κλήρου.

Ο Πάπας, ωστόσο, δεν προέβη σε δημόσιο σχόλιο, κάτι που προκάλεσε – και πάλι – μεγάλη απογοήτευση.

Μεταρρυθμίσεις με περιορισμένη εφαρμογή

Μεταξύ των σημαντικών βημάτων που προώθησε ο Πάπας Φραγκίσκος, ωστόσο, ήταν η κατάργηση του παπικού απορρήτου για εγκλήματα κακοποίησης, η θέσπιση του “Vos estis lux mundi” που υποχρεώνει σε διερεύνηση κάθε καταγγελίας, ακόμη και ανώνυμης, και η ίδρυση γραφείων υποστήριξης θυμάτων σε κάθε επισκοπή.

Επιπλέον, φάνηκε να δείχνει προσωπικό ενδιαφέρον σε ορισμένες υποθέσεις, όπως εκείνη του ιδιωτικού καθολικού σχολείου αρρένων Gaztelueta στην Ισπανία: το Colegio Gaztelueta ανήκει στο δίκτυο σχολείων που συνδέονται με το Opus Dei, ένα από τα πιο συντηρητικά και επιδραστικά κινήματα εντός της Καθολικής Εκκλησίας.

Η ιστορία ήρθε στο φως όταν ένας νεαρός άνδρας – το όνομα του οποίου δεν αποκαλύφθηκε ποτέ για λόγους προστασίας – κατήγγειλε ότι υπέστη κακοποίηση από καθηγητή του στο Gaztelueta, σε ηλικία περίπου 12–13 ετών, στα μέσα της δεκαετίας του 2000.

Αρχικά, τόσο το σχολείο όσο και το Opus Dei αρνήθηκαν τις κατηγορίες και υποστήριξαν τον καθηγητή, με την υπόθεση να περνά από διάφορα στάδια: το 2018, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκισης από ισπανικό δικαστήριο – η ποινή όμως μειώθηκε σε δύο χρόνια σε δεύτερο βαθμό, αλλά η ενοχή παρέμεινε.

Παρά την καταδίκη, το σχολείο και κύκλοι εντός της Εκκλησίας εξακολουθούσαν να τον υπερασπίζονται, κάτι που πλήγωσε βαθιά το θύμα. Απελπισμένος από την άρνηση της Εκκλησίας να αναλάβει την ευθύνη, ο νεαρός έστειλε προσωπική επιστολή στον Πάπα Φραγκίσκο. Ο Πάπας όχι μόνο του απάντησε, αλλά δέχτηκε να τον συναντήσει προσωπικά στο Βατικανό.

Μετά από τη συνάντηση, ο Πάπας εξέφρασε ανοιχτά τη στήριξή του στο θύμα, ζήτησε την απομάκρυνση του καταδικασμένου δασκάλου από το σχολείο και διέταξε την επαναλειτουργία του σχολείου υπό νέους όρους, με αυξημένο έλεγχο και μέτρα προστασίας.

Το κίνημα Sodalicio de Vida Cristiana στο Περού

Το Sodalicio de Vida Cristiana (ή Sodalitium Christianae Vitae, SCV) ιδρύθηκε στη Λίμα του Περού το 1971 από τον Luis Fernando Figari, με στόχο τη δημιουργία μιας νέας γενιάς λαϊκών Καθολικών, πιστών στο δόγμα, αφοσιωμένων στη ζωή της Εκκλησίας. Το κίνημα απέκτησε μεγάλη επιρροή, κυρίως σε νεαρούς άνδρες και είχε την υποστήριξη του Βατικανού.

Σύντομα εξαπλώθηκε σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, αλλά και στις ΗΠΑ και την Ιταλία. Παρουσιαζόταν, μάλιστα, ως μια αυστηρή, πνευματική κοινότητα, που βασιζόταν στην πειθαρχία, την προσευχή και την «εκπαίδευση χαρακτήρα».

Το 2015, ωστόσο, οι δημοσιογράφοι Paola Ugaz και Pedro Salinas δημοσίευσαν το βιβλίο “Mitad monjes, mitad soldados” (Μισοί μοναχοί, μισοί στρατιώτες), στο οποίο αποκαλύπτονταν δεκάδες μαρτυρίες για σεξουαλική κακοποίηση, ψυχολογική χειραγώγηση, εκφοβισμό και βία, κυρίως σε ανηλίκους και νέους που στρατολογούνταν στο κίνημα.

Ο Figari κατηγορήθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά και ασκούσε ψυχολογική βία σε δεκάδες μέλη, ενώ δημιούργησε ένα καθεστώς απόλυτου ελέγχου με στρατιωτική δομή και άκρατο αυταρχισμό.

Το Βατικανό αντέδρασε με καθυστέρηση, αφήνοντας το θέμα στη Δικαιοσύνη του Περού. Το 2017, μετά από διεθνή πίεση και νέες αποκαλύψεις, απαγόρευσε στον Figari να διαμένει σε κοινότητες ή να έχει επαφή με μέλη. Ωστόσο, δεν τον καθαίρεσε από το ιερατικό σώμα και δεν προχώρησε σε δικαστική δίωξη.

Το 2022, οι Ugaz και Salinas ταξίδεψαν στη Ρώμη και παρέδωσαν προσωπικά στον Πάπα Φραγκίσκο στοιχεία και μαρτυρίες. Μετά τη συνάντηση, ο Ποντίφικας ανέθεσε νέα έρευνα στους δύο εξειδικευμένους ερευνητές του Βατικανού, Charles Scicluna και Jordi Bertomeu, η οποία διήρκεσε δύο χρόνια.

Τελικά, τον Απρίλιο του 2025, το Βατικανό ανακοίνωσε την επίσημη διάλυση του Sodalicio de Vida Cristiana ως εκκλησιαστικής οργάνωσης, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας.

Ωστόσο, παρά τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες του Πάπα Φραγκίσκου, οργανώσεις θυμάτων, όπως η Ending Clergy Abuse (ECA) και η SNAP, υποστηρίζουν πως οι κινήσεις αυτές δεν συνοδεύτηκαν από ουσιαστική λογοδοσία: οι περισσότεροι επίσκοποι που συγκάλυψαν τις κακοποιήσεις δεν αποπέμφθηκαν δημόσια, ενώ η γενική κουλτούρα ατιμωρησίας παρέμεινε.

Μετά τον θάνατο του Ποντίφικα, πολλές οργανώσεις υπογράμμισαν πως παρά τις καλές προθέσεις και τα συγκινητικά λόγια του, ο Πάπας Φραγκίσκος απέτυχε να φέρει θεσμική κάθαρση.

«Ο Φραγκίσκος είπε τα σωστά πράγματα, τα πίστευε, αλλά η βαριά γραφειοκρατία του Βατικανού τον εμπόδισε», δήλωσε ο δικηγόρος Mitchell Garabedian, εκπροσωπώντας εκατοντάδες θύματα στις ΗΠΑ.

«Ο επόμενος Πάπας πρέπει να κάνει εκείνα που ο Φραγκίσκος δεν τόλμησε […] μια πολιτική μηδενικής ανοχής και λογοδοσία όλων όσοι απέκρυψαν εγκλήματα. Να δοθεί ένα οριστικό τέλος στη σιωπή».