
Πηγή: Freepik / freepic.diller
Μεγέθυνση κειμένου
Την επόμενη φορά που θα θυμηθείς τη σοκολάτα που έχεις κρυμμένη στο συρτάρι, ο εγκέφαλός σου ίσως να μην τη φέρει απλώς στη μνήμη σου - αλλά να σε ωθήσει να την αναζητήσεις
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Metabolism το 2025 δείχνει πως συγκεκριμένοι νευρώνες στον ιππόκαμπο – το μέρος στον εγκέφαλο που εμπλέκεται στον σχηματισμό της μνήμης και στη χωρική μάθηση – καταγράφουν τις αισθητηριακές και συναισθηματικές λεπτομέρειες φαγητών με πολλές θερμίδες, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι επιλογές που κάνουμε στη διατροφή μας.
Σε πειράματα με ποντίκια, η ενεργοποίηση αυτών των νευρώνων προκάλεσε έντονες λιγούρες και υπερφαγία στα τρωκτικά – ακόμα κι όταν δεν πεινούσαν. Όταν οι επιστήμονες «σίγησαν» αυτούς τους νευρώνες, τα ποντίκια περιόρισαν την κατανάλωση ζάχαρης, μειώνοντας σημαντικά το βάρος τους.
«Κάθε ζώο πρέπει να φάει για να επιβιώσει, οπότε ο εγκέφαλος έχει αναπτύξει μηχανισμούς πείνας», λέει ο Guillaume de Lartigue, μέλος του Monell Chemical Senses Center και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Παραδοσιακά, οι επιστήμονες διαχώριζαν την πείνα σε μεταβολική – όταν το σώμα χρειάζεται ενέργεια – και ηδονική, που εμφανίζεται όταν το φαγητό φαίνεται ή μυρίζει δελεαστικά. Η συγκεκριμένη έρευνα, ωστόσο, προτείνει και μια τρίτη κατηγορία: την καθοδηγούμενη από τη μνήμη πείνα.
Ακατανίκητες λιγούρες
Παρόλο που η μελέτη έγινε σε ποντίκια, ενισχύεται μια αυξανόμενη επιστημονική άποψη: οι αναμνήσεις από φαγητά πλούσια σε λίπος και ζάχαρη μπορούν να επηρεάζουν τη διατροφική μας συμπεριφορά, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε. Και σε έναν κόσμο όπου αυτά τα τρόφιμα είναι παντού, οι νευρωνικές συνδέσεις, ενδεχομένως, εξηγούν γιατί κάποιες λιγούρες φαίνονται ακατανίκητες.
«Ο βασικός ρόλος κάθε οργανισμού είναι να καταλαβαίνει πώς να βρίσκει και να επιλέγει την τροφή του», αναφέρει στο National Geographic η Dana Small, ψυχολόγος και νευροεπιστήμονας.
Στους πρώτους ανθρώπους, όταν οι θερμίδες ήταν σπάνιες, ο εγκέφαλος έμαθε να συνδέει αισθητηριακά σήματα – όπως η μυρωδιά, η όραση ή η τοποθεσία – με τροφές πλούσιες σε ενέργεια. Μετά την κατανάλωση, αυτές οι πληροφορίες και τα συναισθήματα που προκάλεσε το φαγητό αποθηκεύονται, δημιουργώντας μια εσωτερική «βάση δεδομένων» με γεύσεις και αποτελέσματα.
«Ουσιαστικά, όταν τρώμε, υποσυνείδητα ενοποιούμε τον εξωτερικό και τον εσωτερικό μας κόσμο – κάτι που είναι ο ορισμός της μνήμης», όπως λέει η Small.
Αυτά τα σήματα επηρεάζουν την έκκριση ντοπαμίνης στα συστήματα ανταμοιβής του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος τότε αναπροσαρμόζει την «αξία» του συγκεκριμένου φαγητού και χρησιμοποιεί αυτή την πληροφορία την επόμενη φορά που συναντά τη σχετική γεύση ή εικόνα.
Έτσι, όταν περνάμε από έναν φούρνο, η μνήμη ενεργοποιείται και γεννιέται η λιγούρα για κουλουράκια, κέικ, τυρόπιτες και πολλά άλλα.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι αναμνήσεις γύρω από τα φαγητά που είναι πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη αποθηκεύονται μέσω διαφορετικών νευρωνικών μονοπατιών, που όμως και πάλι οδηγούν στην παραγωγή ντοπαμίνης.
Τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, που περιέχουν και τα δύο συστατικά, μπορούν να ενεργοποιήσουν και τις δύο διαδρομές ταυτόχρονα – κάτι που ενίσχυσε την ανταμοιβή στα ποντίκια – και εξηγεί γιατί αυτά τα φαγητά είναι τόσο ελκυστικά.
Μπορεί ο εγκέφαλος να αντιδράσει;
Τα καλά νέα είναι ότι ο εγκέφαλος μπορεί να «ξεμάθει» μια συνήθεια: η Amy Egbert, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο University of Connecticut, εξηγεί ότι το πρώτο βήμα είναι να εντοπίσουμε τι προκαλεί τη λιγούρα: είναι αληθινή πείνα, συναίσθημα ή κάτι άλλο;
Μόλις αναγνωρίσουμε το έναυσμα, μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο. Θεραπευτικές τεχνικές όπως η έκθεση (exposure therapy) και οι γνωστικές προσεγγίσεις είναι από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία, σύμφωνα με την Egbert, καθώς μας βοηθούν να επεξεργαστούμε τη σχέση που έχουμε αναπτύξει με το φαγητό και να επανεκπαιδεύσουμε τον εγκέφαλο.
Παρόλο που η Small συμφωνεί, η ίδια τονίζει ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν ισχύει γενικά για όλες τις γεύσεις: κάθε μία πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά, κάτι που απαιτεί χρόνο και κόπο.
Η νευροεπιστήμονας επισημαίνει, επίσης, τη δράση φαρμάκων όπως οι αγωνιστές GLP-1 (όπως το Ozempic), που μπορούν να περιορίσουν την ανταμοιβή του εγκεφάλου μετά το φαγητό. «Μπορεί να περιορίσει τη ντοπαμίνη και να μειώσει την επιθυμία», αναφέρει.
Ωστόσο, αυτά τα φάρμακα δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος. Όπως λέει ο de Lartigue, «το να έχεις ένα φάρμακο που μειώνει την ανταμοιβή είναι χρήσιμο για τον έλεγχο της κατανάλωσης, αλλά όταν σταματήσεις το φάρμακο, η αιτία παραμένει».
Αντίσταση! Αντίσταση! Αντίσταση!
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής κάνει τις λιγούρες ακόμα πιο απάλευτες. Πολλοί από εμάς δεν έχουμε τον χρόνο ή τα μέσα να επιλέγουμε υγιεινές τροφές, ενώ με πολύ μεγάλη ευκολία στρεφόμαστε στο πρόχειρο φαγητό και σε άκρως παχυντικά σνακ μέσα στην ημέρα.
Το κακό είναι ότι ο εγκέφαλος μπορεί να σχηματίσει μια «ισχυρή ανάμνηση» φαγητού μετά από μόλις μία δοκιμή.
Ωστόσο, ο de Lartigue υποστηρίζει πως η ίδια η γνώση ότι η μνήμη επηρεάζει την πείνα μπορεί να αλλάξει συμπεριφορές. «Το να καταλάβεις πως η μνήμη είναι ερέθισμα για υπερφαγία μπορεί να σε βοηθήσει να σπάσεις τον κύκλο», λέει.
Τα καλά νέα; Μπορεί οι «αμαρτωλές» λιγούρες να μοιάζουν αυθόρμητες αλλά είναι χτισμένες πάνω σε νευρωνικά μοτίβα – και όσο περισσότερο τα κατανοούμε, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να τα αλλάξουμε – και να πάρουμε πίσω τον έλεγχο του τι τρώμε.

Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι