icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η ιστορία της ζωής του 50χρονου μουσικού είναι από πολλές απόψεις «τυποποιημένη». Όμως μία σειρά από τεχνάσματα και ένας εξαιρετικά ταλαντούχος σκηνοθέτης έχουν ήδη κάνει πολλούς να μιλούν για μία ταινία - πραγματικό αριστούργημα

Το Better Man θα ήταν ακόμα μία συμβατική βιογραφική ταινία για κάποιον καλλιτέχνη, μόνο που τον Robbie Williams (Ρόμπι Γουίλιαμς) τον υποδύεται ένας χιμπατζής που έχει δημιουργηθεί από υπολογιστή – και είναι πραγματικά καταπληκτικό το πόσο μεγάλη διαφορά κάνει το συγκεκριμένο τέχνασμα.

Ακόμα πιο μαγικό, σύμφωνα με τον William Bibbiani, επαγγελματία κριτικό κινηματογράφου είναι πως η ταινία δεν προσποιείται ότι πρόκειται για την «πραγματική» ιστορία του καλλιτέχνη: παρόλο που υπάρχουν πολλά στοιχεία που – ενδεχομένως – να είναι εμπνευσμένα από πραγματικά γεγονότα, πολύ έξυπνα οι δημιουργοί σκέφτηκαν πως το κοινό είναι πολύ πιο εύκολο να δεχτεί τα «ελαττώματα» ενός έργου όταν αυτό δεν είναι πέρα για πέρα «αληθινό», ώστε η υπερβολή της να μην μπορεί να καταστρέψει την ψευδαίσθηση.

«Και στο Better Man, η ψευδαίσθηση είναι ότι πρόκειται για την ιστορία του Robbie Williams», λέει ο Bibbiani.

Αγαπάς να τον μισείς

Ο Williams είναι ένας από τους μουσικούς με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία, αλλά πέρα από μια χούφτα αξιοσημείωτα hit singles, όπως το Rock DJ και το Millennium, δεν έκανε ποτέ «πάταγο» στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τον υπόλοιπο κόσμο.

Πολλοί άνθρωποι τον αντιπαθούν ή δεν τον θεωρούν και τόσο σημαντικό καλλιτέχνη επειδή ξεκίνησε από τους Take That, ένα πενταμελές boy band των 1990s που σχηματίστηκε στο Manchester και ενθουσίασε το κοινό – και κυρίως τις έφηβες της εποχής – με τα απίστευτα συγκρονισμένα χορευτικά και τις μπαλάντες με γλυκανάλατους στίχους.

Άλλοι δεν μπορούν να του συγχωρέσουν ότι το επιτυχημένο συγκρότημα αναγκάστηκε εξαιτίας του εθισμού του με τις ναρκωτικές ουσίες να διαλυθεί μέσα σε μόλις 5 χρόνια, κάνοντας χιλιάδες αγόρια και κορίτσια να κλαίνε με λυγμούς – ενώ οι άλλοι τέσσερις του γκρουπ Gary Barlow, Howard Donald, Mark Owen και Jason Orange, παρά τις προσπάθειές τους, έπεσαν γρήγορα στην αφάνεια.

Το γεγονός, μάλιστα ότι την ίδια χρονιά (1996) που ανακοινώθηκε η διάλυση του boy band, το solo album του Williams, που περιείχε τη διασκευασμένη επιτυχία του George Michael “Freedom” σκαρφάλωσε στο Νο 2 του βρετανικού box office έκανε τα πράγματα χειρότερα: για πολλούς, ο 50χρονος σήμερα καλλιτέχνης είχε πουλήσει τους φίλους του.

Ωστόσο, υπάρχουν και χιλιάδες άλλοι που θεωρούν ότι η κίνηση ήταν σωστή και πως, σε αντίθεση με τον lead singer Barlow που έδειχνε να μη θέλει να εξελιχθεί μουσικά, ο Williams έπρεπε να εγκαταλείψει το συγκρότημα για να ωριμάσει και να δείξει το αληθινό του ταλέντο.

Μουσικά κομμάτια από χρυσάφι

Η ιστορία δικαίωσε τους τελευταίους: Έχοντας στο ενεργητικό του 18 Brit awards, 14 νούμερο ένα τραγούδια, 11 νούμερο ένα albums και ένα κοινό που παραληρεί κάθε φορά που τον ακούει – και τον βλέπει – να χτυπιέται στη σκηνή τραγουδώντας το τεράστιο “Me and My Monkey” ή την μπαλάντα “Angels”, ο Williams μπορεί κάλλιστα να υπερηφανεύεται πως είναι ένας μεγάλος – αλλά παρεξηγημένος – καλλιτέχνης.

Το Better Man ακολουθεί την προσέγγιση του Rocketman – της μουσικής βιογραφίας του Έλτον Τζον, που είναι βασισμένη σε αληθινή του φαντασίωση. Έτσι και η ταινία με τον χιμπατζή που υποδύεται τον Wiliams, η οποία αναμένεται να κάνει πρεμιέρα στη χώρα μας τον Ιανουάριο, λειτουργεί ως ένα συμβατικό μιούζικαλ όπου ο πρωταγωνιστής «ξεσπά σε τραγούδια», στα καλά καθούμενα, είτε βρίσκεται στη σκηνή είτε όχι.

Το γεγονός, μάλιστα, πως τα μουσικά κομμάτια δεν παίζονται με τη σειρά που κυκλοφόρησαν απελευθερώνει την πλοκή και «απαγκιστρώνει» τη διήγηση από μία χρονικά προκαθορισμένη σειρά που, ενδεχομένως, θα έκανε το σενάριο πολύ πιο προβλέψιμο ή ακόμα και βαρετό.

Και ζήσαμε εμείς καλά…

Η ιστορία της ζωής του Williams είναι από πολλές απόψεις «τυποποιημένη» ακριβώς όπως και των περισσότερων rock star: υπήρξε ένα παιδί που ονειρευόταν να γίνει τραγουδιστής και να κάνει επιτυχία και είχε έναν πατέρα, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του για να κάνει το δικό του όνειρο πραγματικότητα.

Ο Williams άρχισε να τρέχει από οντιστιον σε οντισιόν και τελικά κατάφερε να γίνει μέλος σε ένα boy band – μόνο που τα προβλήματα ήταν πολλά και εκείνη την εποχή η λύση για εκείνον ήταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.

Παράλληλα, αποφάσισε πως για να ξεχωρίσει θα έπρεπε να γίνει πιο θρασύς και άρχισε να επιδεικνύει τις αλλοπρόσαλλη, συχνά, συμπεριφορά του και επί σκηνής, προκαλώντας διάφορα προβλήματα στους υπόλοιπους.

Κάποια στιγμή, παραδέχεται ότι έχει κατάθλιψη και πως είναι αλκοολικός αλλά ταυτόχρονα φεύγει – ή τον φεύγουν – από το συγκρότημα και εκεί σκέφτεται να κυνηγήσει το όνειρό του σοβαρά για πρώτη φορά και να κάνει καριέρα ως solo καλλιτέχνης. Βέβαια, εξακολουθεί να έχει πολλά θέματα και να δίνει τις προσωπικές του μάχες, ενώ με τα ξεσπάσματά του γίνεται ο αγαπημένος καλλιτέχνης των tabloid εφημερίδων.

Και φτάνει η ώρα που συνειδητοποιεί ότι «αυτό στο οποίο ανταποκρίνονται οι άνθρωποι δεν είναι τα καραγκιοζιλίκια, αλλά η ειλικρίνεια», όπως λέει ο Bibbiani στο The Wrap: επανεξετάζει την περίπλοκη σχέση με τον πατέρα του και παλεύει με τους δαίμονές του. Στην πορεία τραγουδάει και άλλα τραγούδια και τελικά τα καταφέρνει να γίνει αυτός που ονειρευόταν. Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτός καλύτερα…

Μία από τα ίδια;

Η κλασική ιστορία: παιδί διαλυμένης οικογένειας, αλκοόλ και ναρκωτικά, πτώση και τελικά επιτυχία δεν θα μπορούσε να πάει και πολύ μακριά. Ευτυχώς, το Better Man έχει έναν σκηνοθέτη που ήξερε ακριβώς πώς να εκμεταλλευτεί ένα τέτοιο, απόλυτα κλισέ, σενάριο.

Ο Michael Gracey (Μάικλ Γκρέισι), όμως, ο σκηνοθέτης των “Rοcketman” (2019) και “The Greatest Showman” (2017) ξέρει καλά πώς να μετατρέψει μία βιογραφική ταινία σε ένα από τα καλύτερα κινηματογραφημένα και χορογραφημένα έργα.

Εν τω μεταξύ, τα τραγούδια του Williams είναι πολυάριθμα και εντελώς διαφορετικά το ένα από το άλλο, κάτι που επέτρεψε στον Gracey να ενσωματώσει στην ταινία από χαριτωμένα μπαλέτα, περίτεχνα χορευτικά και αλλεπάλληλες δραματικές σκηνές όπου ο καλλιτέχνης έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον – κακό – εαυτό.

«Δεν είμαι σίγουρος αν οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον Williams θα τον αγαπήσουν μετά το Better Man», λέει ο Bibbiani, «αλλά μπορώ να στοιχηματίσω ότι θα σιγοτραγουδούν τα τραγούδια του και πιθανώς θα ξαναδούν τις πολλές υπέροχες σκηνές της ταινίας μόλις αρχίσουν να εμφανίζονται αποσπάσματα στο YouTube».

Το Better Man, αποδεικνύει ότι υπάρχει ακόμα ζωή στα «κλισέ», αν και πρέπει να είσαι πολύ ταλαντούχος – και κάπως θρασύς – για να ξεχωρίσεις.