Μεγέθυνση κειμένου
Τι συνέβη στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα όταν μερικές χιλιάδες σερβιτόροι θέλησαν να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να αφήνουν μουστάκι
Είναι Απρίλιος του 1907. Βρίσκεσαι στο Παρίσι, καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος και αναζητάς μια γεύση πραγματικής «γαλλικής κουλτούρας» – ίσως ένα μυρωδάτο κρουασάν ή μία tarte tatin. Όμως την ώρα που πας να κάτσεις σε ένα από τα πολύ γραφικά μικρά bistrot, ένας αστυνομικός σε πλησιάζει και σου λέει επιτακτικά, χαϊδεύοντας επιδεικτικά το μουστάκι του, “Sortez!”, ζητώντας – όχι και με τον πιο ευγενικό τρόπο – να φύγεις άμεσα!
Σε όλη την πόλη εκείνη την εποχή, οι σερβιτόροι των πολυτελών εστιατορίων απεργούσαν διεκδικώντας καλύτερες αμοιβές, περισσότερα ρεπό, αλλά και το δικαίωμα να αφήνουν μουστάκι.
Τo μουστάκι, εξάλλου, ήταν απαραίτητο «αξεσουάρ» των Γάλλων εδώ και δεκαετίες, αν και πολλοί σερβιτόροι, μέλη του υπηρετικού προσωπικού σε πλούσια σπίτια και ιερείς δεν επιτρεπόταν να έχουν – «καταδικασμένοι σε ένα αναγκαστικό καθημερινό ξύρισμα», όπως έγραφε η εφημερίδα La Lanterne, στις 27 Απριλίου.
Οι αγανακτισμένοι σερβιτόροι εγκατέλειψαν μαζικά τα πολυτελή εστιατόρια όπου εργάζονταν, με τις συζύγους τους να τους στηρίζουν, αφού ήταν «αποφασισμένες να λιμοκτονήσουν μαζί με τα παιδιά τους παρά να δουν τα μουστάκια των συζύγων τους να υποκύπτουν κάτω από το ξυράφι», όπως ανέφερε η εφημερίδα Mémorial de la Loire.
Όσοι έμειναν αντιμετωπίστηκαν ως απεργοσπάστες – εκφοβισμένοι από τους απεργούς που ήθελαν να τους εντάξουν στο κίνημα.
Σύμβολο κύρους και ανδρείας
Σύμφωνα με ένα δελτίο των Los Angeles Times από τις 20 Απριλίου, οι χωροφύλακες ήταν τόσο σκληροί με τους απεργούς που «έδιωχναν κάθε ξυρισμένο άνδρα, συμπεριλαμβανομένων δώδεκα Αμερικανών που μόλις είχαν φτάσει στην πόλη, αγνοώντας την απεργία, και οι οποίοι είχαν μπερδευτεί από την εχθρική υποδοχή τους».
Όπως ανέφερε τότε η La Lanterne, το μουστάκι είχε μεγάλη σημασία, καθώς αποτελούσε σημάδι προνομίων και κύρους στην Ευρώπη ήδη από την αρχαιότητα, όταν ο Τάκιτος έγραψε ότι οι στρατιώτες που διακρίνονταν στη μάχη διατηρούσαν τριχωτό άνω χείλος για τους.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, το στρατιωτικό μουστάκι ήταν στη μόδα, καθώς οι στρατοί σε ολόκληρη την ήπειρο προσπαθούσαν να μιμηθούν το επίλεκτο ουγγρικό ιππικό των «ουσσάρων» (Hussar). Οι ουσσάροι πολεμούσαν με στυλ – πλουμιστά κράνη, σέλες καλυμμένες με δέρμα ζώων και έντονα μουστάκια.
Οι περισσότεροι Γάλλοι στρατιώτες έπρεπε να έχουν μουστάκι – αν και σε ορισμένους στις κατώτερες βαθμίδες, για να ενισχυθεί η στρατιωτική ιεραρχία, δεν επιτρεπόταν – όπως λέει ο «ιστορικός γενειάδας» Christopher Oldstone-Moore.
Η συγκεκριμένη εμφάνιση ήταν τόσο αυστηρή που οι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τρίχες στο πρόσωπο με φυσικό τρόπο έπρεπε να κολλήσουν ψεύτικα.
Επιθυμώντας να επιβεβαιώσουν τον ανδρισμό τους, η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγκάλιασαν το στυλ, μετατρέποντας το μουστάκι σε σήμα κατατεθέν του εύπορου Γάλλου.
Αποκλειστικά για την ελίτ
Περίπου την ίδια εποχή, τα πρώτα σύγχρονα εστιατόρια άρχισαν να αναπτύσσονται γύρω από το Παρίσι. Αυτά τα καταστήματα, κυρίως για τους πλούσιους, προσπαθούσαν να αναδημιουργήσουν την εμπειρία του δείπνου σε ένα πολυτελές σπίτι.
Έτσι, οι σερβιτόροι έπρεπε να διατηρούν την εμφάνιση των οικιακών υπηρετών, στους οποίους απαγορευόταν να έχουν μουστάκι. Οι σερβιτόροι «πληρώνονταν για να ταπεινώνονται από ανθρώπους με έναν σχεδόν θεσμικό τρόπο», λέει ο ιστορικός Gil Mihaely. Η πελατεία πλήρωνε αδρά για την όλη εμπειρία «και η εμπειρία ήταν να είσαι ο κύριος».
Η επιθυμία για τη διατήρηση της τριχοφυΐας στο πρόσωπο στη Γαλλία, όπως αναφέρεται στο Atlas Obscura, έχει τις ρίζες της στην εποχή της αποικιοκρατικής επέκτασης και της βιομηχανικής επανάστασης: οι λιγότερο πλούσιοι άνθρωποι είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτά που παραδοσιακά αποτελούσαν αγαθά πολυτελείας, οπότε η ελίτ στράφηκε σε κάτι που δεν μπορούσε να αγοράσει με χρήματα για ένα νέο μέσο προβολής του κύρους της.
«Ήταν πολύ επώδυνο» για όσους αναγκάζονταν να ξυριστούν, λέει ο Mihaely, ιδιαίτερα για τους βετεράνους, οι οποίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα περήφανα σύμβολα της θητείας τους μόνο και μόνο για να πληρούν τις προϋποθέσεις για ορισμένες θέσεις εργασίας.
Η άρνηση να διατηρήσουν το μουστάκι τους σήμαινε ότι υποτιμούνταν και, κατά κάποιο τρόπο, «ευνουχίζονταν», μένοντας εκτεθειμένοι μπροστά στις οικογένειες, τους γείτονες και τους φίλους τους.
Ακολουθώντας τη μόδα
Τίποτα δεν δίνει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα από το διήγημα του Guy de Maupassant «Το μουστάκι» (1883), στο οποίο μια γυναίκα ονόματι Jeanne θρηνεί για το μουστάκι που ξύρισε ο σύζυγός της προκειμένου να αναλάβει έναν γυναικείο ρόλο σε ένα θεατρικό έργο.
«[Ένας] άντρας χωρίς μουστάκι δεν είναι πλέον άντρας», παραπονιέται.
Παρόλο που οι σερβιτόροι στο Παρίσι είχαν το δικό τους συνδικάτο, ο Mihaely λέει ότι δεν ξέρουν ακόμα και σήμερα πόσοι ακριβώς έκαναν απεργία. Αυτό, ωστόσο, που είναι σίγουρο είναι ότι απέκτησαν φανατικούς πολέμιους που εκτιμούσαν την κοινωνική τάξη και ανησυχούσαν για το προηγούμενο που δημιουργούνταν.
Ένα καυστικό δοκίμιο στην εφημερίδα Le Gaulois έγραφε ότι 10 χρόνια μετά, οι σερβιτόροι θα απεργούσαν ξανά, απαιτώντας αυτή τη φορά το δικαίωμα να είναι ξυρισμένοι, όπως οι ανώτερες τάξεις – αν οι τελευταίοι αποφάσιζαν ότι αυτό υπαγόρευε η μόδα. Άλλοι πάλι διαφωνούσαν με τους σερβιτόρους για λόγους υγιεινής.
Διαβασε ακομα
Αυτό που βλέπεις είναι τρίχεςΟι υποστηρικτές
Οι σερβιτόροι, ωστόσο, είχαν και υπερασπιστές, οι οποίοι μαζί τους προκάλεσαν τη Γαλλία να ανταποκριθεί στα δημοκρατικά της ιδανικά.
Για τη La Presse, το κίνημα ήταν μια έκφραση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και επέτρεπε στους σερβιτόρους «να δείξουν επιτέλους ότι είναι ελεύθεροι άνδρες, που δεν έχουν πια βασιλιάδες, που δεν έχουν αφέντες και που μπορούν να φορούν με άνεση αυτό το σύμβολο του παντοδύναμου αρσενικού, το μουστάκι», διακήρυττε η εφημερίδα, «Ω! τι όμορφη η ανεξαρτησία!».
Τελικά, ο αγώνας των σερβιτόρων έφτασε μέχρι το Κοινοβούλιο, όπου ο Antide Boyer, ο σοσιαλιστής βουλευτής από τη Μασσαλία, πρότεινε νομοσχέδιο που καθιστούσε παράνομη την απαγόρευση για το μουστάκι.
Παρόλο που τελικά η πρόταση απέτυχε, μέχρι τις αρχές Μαΐου, οι σερβιτόροι σε όλο το Παρίσι είχαν κερδίσει το δικαίωμα να διατηρούν μουστάκι – μερικοί από αυτούς, λέει ο Mihaely, σε βάρος των υπολοίπων αιτημάτων τους, προκαλώντας την οργή των αριστερών ακτιβιστών, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει την απεργία, αλλά θεώρησαν παράλογο να δοθεί προτεραιότητα σε μια συμβολική νίκη έναντι του υλικού κέρδους.
Όπως αναφέρει ο Mihaely, ίσως οι σερβιτόροι εξαπατήθηκαν, «ίσως πάλι η απεργία τους να αφορούσε μόνο εν μέρει την εργασία και πιο πολύ το ανήκειν, τον αυτοπροσδιορισμό και την ταυτότητα».
Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι