icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ο δημοσιογράφος της Haaretz απειλήθηκε πως θα υπάρξουν «συνέπειες» εάν αναφερόταν στις προσπάθειες του επικεφαλής της Μοσάντ να εκφοβίσει τον πρώην εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

Ερευνητής δημοσιογράφος της κορυφαίας εφημερίδας του Ισραήλ, της Haaretz, κατήγγειλε ότι ανώτεροι αξιωματούχοι της ασφάλειας του Ισραήλ απείλησαν ότι θα κινηθούν εναντίον του, εάν αναφερθεί στις προσπάθειες του πρώην επικεφαλής της Μοσάντ, Γιόσι Κοέν, να εκφοβίσει την πρώην εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC), ώστε να μην προχωρήσει την έρευνα για τα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα.

Με φόντο την αυξανόμενη ανησυχία για το καθεστώς λογοκρισίας που επιβάλλει το Ισραήλ μέσω του γραφείου του «στρατιωτικού λογοκριτή», η εφημερίδα δημοσίευσε την Τετάρτη (30/5) ένα άρθρο με μαυρισμένες λέξεις και προτάσεις προκειμένου να καταδείξει τις διορθώσεις που της επιβλήθηκαν.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη (31/58), ο δημοσιογράφος Gur Megiddo έγραψε ότι δύο χρόνια πριν αξιωματούχοι ασφαλείας του Ισραήλ λογόκριναν την εφημερίδα προκειμένου να μην αναφερθεί στις προσπάθειες του τότε επικεφαλής της Μοσάντ, Γιόσι Κοέν, να απειλήσει την πρώην εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, Φατού Μπενσούντα.

Παρακολουθήσεις και απειλές

Λεπτομέρειες για την υπόθεση παρακολουθήσεων από τις μυστικές υπηρεσίες και απειλών κατά της Bensouda αποκαλύφθηκαν από τον Guardian αυτή την εβδομάδα.

Σύμφωνα με την έρευνα του Guardian σε συνεργασία με τα ισραηλινά περιοδικά +972 και Local Call, το Ισραήλ, σε μια προσπάθεια να εκτροχιάσει τις έρευνες του δικαστηρίου, έβαλε τις μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθεί τις επικοινωνίες πολλών αξιωματούχων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του νυν εισαγγελέα Χαν και της προκατόχου του, Φατού Μπενσούντα, υποκλέπτοντας τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα, e-mails και έγγραφα. Παράλληλα, φαίνεται ότι ασκούσαν πιέσεις και απειλές στους αξιωματούχους του Δικαστηρίου, ενώ δεν αποκλείουν και την απευθείας επαφή και τις παρασκηνιακές συνομιλίες με το ΔΠΔ.

Ο Megiddo περιέγραψε ισραηλινοί αξιωματούχοι τον κάλεσαν σε συνάντηση, όπου και τον απείλησαν ότι θα υποστεί «σοβαρές συνέπειες», αφού έμαθαν ότι είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει με την Μπενσούντα για να μιλήσουν για τις προσπάθειες εκφοβισμού της από τον Κοέν.

Ο Megiddo είχε ερευνήσει τι έκανε ο πρώην επικεφαλής της Μοσάντ κατά τη διάρκεια τριών ταξιδιών που πραγματοποίησε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στα οποία φέρεται να ζήτησε τη βοήθεια του προέδρου του Κονγκό, Joseph Kabila, για να συνδράμει στις προσπάθειες εκφοβισμού της Μπενσούντα.

«Στις αρχές του 2022, προσπάθησα να επικοινωνήσω με την πρώην εισαγγελέα μέσω ενός τρίτου προσώπου που την γνώριζε» έγραψε ο Megiddo. «Η Μπενσούντα δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στην κλήση μου, αλλά λίγες ημέρες μετά, όταν ήθελα να δημοσιεύσω το άρθρο, χτύπησε το τηλέφωνό μου και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η φωνή ενός ανώτερου αξιωματούχου της ασφάλειας. ‘Μπορείτε να έρθετε να με δείτε αύριο;’ με ρώτησε».

«Στην είσοδο του γραφείου του ανώτερου αξιωματούχου, μου ζητήθηκε να καταθέσω το κινητό μου τηλέφωνο για να μην καταγράψω τη συνομιλία. Στο δωμάτιο με περίμενε ένας άλλος ανώτερος αξιωματούχος από διαφορετική υπηρεσία ασφαλείας. Η συζήτηση ξεκίνησε με τις λέξεις: Καταλαβαίνουμε ότι γνωρίζετε για τον εισαγγελέα», περιέγραψε ο Megiddo.

«Mου εξήγησαν ότι αν δημοσίευα τo εν λόγω άρθρο θα υποστώ τις συνέπειες και θα γνώριζα τα ανακριτικά γραφεία των ισραηλινών αρχών ασφαλείας εκ των έσω. Στο τέλος, μου ξεκαθάρισαν ότι ακόμη και η κοινοποίηση της πληροφορίας ‘στους φίλους μου στο εξωτερικό’, δηλαδή σε ξένα μέσα ενημέρωσης, θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα», πρόσθεσε.

«Πήρα τις απειλές πολύ σοβαρά» δήλωσε ο δημοσιογράφος της Haaretz στον Guardian την Πέμπτη. «Μερικές φορές οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι αρκετά σκληροί, αλλά κατά κανόνα δεν υπάρχουν συνέπειες αν τους παρακάμψεις. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, έγινε σαφές ότι όντως θα μου επιβληθούν κυρώσεις. Ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο», είπε.

Χαρακτηριστικό της λογοκρισίας που υφίστανται οι δημοσιογράφοι, η Haaretz δημοσίευσε ένα άρθρο, με μεγάλα τμήματα του κειμένου μαυρισμένα, σχετικά με την κράτηση χωρίς δίκη του Bassem Tamimi, ενός γνωστού Παλαιστίνιου ακτιβιστή στη Δυτική Όχθη.

Σκληρή λογοκρισία

Η ανησυχία για την ελευθερία του Τύπου στο Ισραήλ έχει αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Στις 5 Μαΐου οι αρχές έκλεισαν τα τοπικά γραφεία του Al Jazeera ενώ την περασμένη εβδομάδα, κατασχέθηκε εξοπλισμός του Associated Press, γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Λευκού Οίκου.

Η Anat Saragusti, η διευθύντρια για την ελευθερία του Τύπου της Ένωσης Δημοσιογράφων στο Ισραήλ, δήλωσε αυτή την εβδομάδα στο καναδικό CBC News: «Η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ, από την αρχή της θητείας της έθεσε ως στόχο την ελευθερία του Τύπου».

Σύμφωνα με την ισραηλινή νομοθεσία, οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στο Ισραήλ ή για μια ισραηλινή έκδοση υποχρεούνται να υποβάλλουν άρθρα που αφορούν «θέματα ασφαλείας» για έλεγχο στον αρμόδιο στρατιωτικό πριν από τη δημοσίευση, σύμφωνα με τους «κανονισμούς έκτακτης ανάγκης» που τέθηκαν σε ισχύ μετά την ίδρυση του Ισραήλ και παραμένουν σε ισχύ έκτοτε. Οι κανονισμοί επιτρέπουν στον «στρατιωτικό λογοκριτή» να διορθώνει πλήρως ή μερικώς τα άρθρα που του υποβάλλονται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο αιτήματος για την ελευθερία της πληροφόρησης που υποβλήθηκε από το περιοδικό +972 και το Κίνημα για την Ελευθερία της Πληροφορίας στο Ισραήλ, το 2023 ο «στρατιωτικός λογοκριτής» απαγόρευσε τη δημοσίευση 613 άρθρων – αριθμός ρεκόρ ετησίως από τότε που το +972 άρχισε να συλλέγει στοιχεία το 2011.

Επίσης διόρθωσε τμήματα άλλων 2.703 άρθρων, που αποτελούν τον υψηλότερο αριθμό από το 2014. Συνολικά, ο στρατός απέτρεψε τη δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά μέσο όρο εννέα φορές την ημέρα.

Ο Haggai Matar, εκτελεστικός διευθυντής του περιοδικού +972, δήλωσε:

«Αυτό που έχουμε δει, ακόμη και πριν από την 7η Οκτωβρίου και την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, είναι ότι πρόκειται για μια ισραηλινή κυβέρνηση που είναι εχθρική προς τη δημοσιογραφία. Το υπόβαθρο είναι ότι έχουμε έναν πρωθυπουργό που κατηγορείται με διάφορες κατηγορίες, αρκετές από τις οποίες αφορούν τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης. Ο ίδιος αρνείται όλες τις κατηγορίες. Παράλληλα, έχουμε έναν υπουργό επικοινωνιών, Shlomo Karhi, που θεωρεί ως ρόλο του να πολεμήσει τον ελεύθερο Τύπο. Το κύριο μέλημά τους είναι να επηρεάσουν αυτό που βλέπει το ισραηλινό κοινό».

Με πληροφορίες από Guardian