Μεγέθυνση κειμένου
Τρεις νέοι μουσικοί μιλούν στο Pride.gr για τις δυσκολίες των ανερχόμενων καλλιτεχνών και επιχείρησαν να προσεγγίσουν το φαινόμενο της τραπ μουσικής, το οποίο συνεχίζει να διχάζει - Του Βασίλη Τσουκαλά*
Το ερώτημα, εάν τα επιτυχημένα ακούσματα της εποχής μας είναι «ποιοτικά» ή όχι, είναι διαχρονικό. Εάν αυτό το άρθρο γραφόταν το 2014 θα λέγαμε ότι κυρίαρχο είδος μουσικής στην Ελλάδα είναι το αυτό-προσδιοριζόμενο «νέο λαϊκό» τραγούδι. Εν έτει 2024 ένα από τα κυρίαρχα είδη μουσικής, ειδικά στις νεότερες ηλικίες 17 – 24 ετών, είναι η τραπ.
Τρεις νέοι μουσικοί, με διαφορετικά ερεθίσματα και διαφορετικές ιστορίες μοιράζονται στο Pride.gr το πάθος τους για τη μουσική. Η Άννα Μαρία, 19 ετών, ο Ηρακλής 19 ετών και ο Athos, 18 ετών, μιλώντας στο Pride.gr, περιέγραψαν τις δυσκολίες των ανερχόμενων μουσικών στην Ελλάδα, μίλησαν για τη «μόδα» των τραγουδιών της εποχής μας, ενώ επιχείρησαν να προσεγγίσουν το φαινόμενο της τραπ μουσικής, το οποίο συνεχίζει να διχάζει.
Ένα αβέβαιο μέλλον
Ο Ηρακλής, φοιτητής στο τμήμα ψηφιακών τεχνών του ΕΚΠΑ, είναι αυτοδίδακτος μουσικός, ο οποίος από τριών χρονών ξεκίνησε να παίζει στο πιάνο παιδικά τραγούδια, χωρίς πότε να λάβει θεωρητική εκπαίδευση. Ενώ ο στενός του οικογενειακός κύκλος είναι άμουσος, το ευρύ του οικογενειακό περιβάλλον είχε στενή σχέση με την μουσική. Πλέον παίζει κιθάρα, πιάνο και λίγο τζουρά.
Ενώ βλέπει μια χαραμάδα με φως, τελικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κλάδος της μουσικής δεν μπορεί να «θρέψει» έναν μουσικό.
«Η μουσική σκηνή, σε όποια κλίμακα και αν βρίσκεται, από ένα παλιό πάλκο μια υπόγειας ταβέρνας μέχρι μια μεγάλη σκηνή σε κάποια κεντρική πλατεία, λόγω της πανδημίας, είχε κατακερματιστεί. Πλέον όμως έχει ανακάμψει πλήρως εξαιτίας της επιθυμίας του κόσμου να επανέλθει στην κανονικότητα, αποκτώντας ξανά τις συνήθειες του παρελθόντος. Ωστόσο τα μεροκάματα στις θέσεις που ανοίγουν, κατά καιρούς, είναι πενιχρά και δεν είναι ικανά να βιοπορίσουν έναν full-time μουσικό».
Ο Athos ασχολείται με την ραπ μουσική, ωστόσο από μικρός είχε πολλά ακούσματα. Η πρώτη του επαφή με την ραπ μουσική ήταν όταν, στην ηλικία των πέντε ετών, ο πατέρας του έβαλε ένα CD στο αμάξι με αμερικανική ραπ. Σε μεγαλύτερη ηλικία πειραματίστηκε με τους ήχους της Jazz της Reggae. Ωστόσο η ραπ είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του.
Ο Athos έχει μάλιστα εκδώσει και δικά του τραγούδια. «Βρίσκομαι στα πρώτα σταδία της δημιουργίας, αλλά για την ώρα το κάνω για μένα. Ειδικά στην Ελλάδα ο βιοπορισμός από την μουσική είναι δύσκολη υπόθεση και πόσω μάλλον στο χώρο της ραπ, όπου υπάρχει πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανερχόμενων καλλιτεχνών» επισημαίνει.
Οι γονείς της Άννας Μαρίας, ήταν ενεργοί και ασχολούνταν ερασιτεχνικά με τη μουσική, παίζοντας μάλιστα και σε εκδηλώσεις. Εκείνη ξεκίνησε μαθήματα πιάνου όταν ήταν μόλις 6 ετών. Όταν τελείωσε το Δημοτικό, ήρθε αντιμέτωπη με τη δύσκολη απόφαση να αποχωριστεί τους φίλους από το Δημοτικό και να φοιτήσει στο Μουσικό Σχολείο Πειραιά για τις τάξεις του Γυμνασίου και του Λυκείου. Σήμερα παίζει πιάνο, σαντούρι, ταμπούρα αλλά και λίγο βιολί, ενώ εξειδικεύεται στο παραδοσιακό σμυρναίικο τραγούδι.
Η Άννα Μαρία χαρακτήρισε την μουσική ως το κύριο μοχλό έκφρασης των ανθρώπων. «Κοινωνικά η μουσική έχει κεντρικό ρολό στην ζωή του ανθρώπου και αυτό γιατί είναι ο κυριότερος τρόπος έκφρασής του» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στο μέλλον των μουσικών, το χαρακτήρισε αβέβαιο. Όπως εξηγεί, «με το προεδρικό διάταγμα 85 το πτυχίο των μουσικών και θεατρικών δημόσιων σχολών ισούται με το απολυτήριο Λυκείου. Παράλληλα κάποιες σχολές απαιτούν εμπειρία, γνώσεις και χρόνο, όπως η Μουσική Σχολή της Άρτας, η οποία είναι πενταετής, αλλά σε κάθε περίπτωση «το μέλλον μας παραμένει αβέβαιο».
Είναι η τραπ υποκουλτούρα;
Τι γνώμη έχουν όμως για την τραπ μουσική που έχει τόσο μεγάλη απήχηση στη νέα γενιά; Την θεωρούν ένα είδος υποκουλτούρας; Εκτιμούν ότι προωθεί σεξιστικά, ρατσιστικά μηνύματα ή ότι έχει πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο; Οι απαντήσεις διέφεραν.
Η Άννα Μαρία εκτιμά ότι η τραπ έχει απήχηση γιατί αποτελεί ένα «εύπεπτο μουσικό είδος» – ειδικά σε μία εποχή που «όπου καθημερινά δεχόμαστε βομβαρδισμό πληροφοριών». «Να σημειώσουμε ότι το beat [η μουσική] από μόνο του δεν φέρει αρνητικό πρόσημο. Οι στίχοι όμως επικεντρώνονται στον σεξισμό, την εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος, τα ναρκωτικά και τα λεφτά» είπε, προσθέτοντας πως οι στίχοι αυτοί δεν συμβάλλουν στην εξάλειψη των πατριαρχικών στερεοτύπων.
Ο Ηρακλής επιλέγει να αναδείξειτη διαλεκτική σχέση μεταξύ βιώματος και μουσικής. «Ας το πάρουμε ιστορικά. Στο παρελθόν η πιο ‘λαϊκή’ μουσική εξέφραζε τα βιώματα και τις επιθυμίες του απλού, καθημερινού ανθρώπου με κριτήριο την κοινωνική του τάξη. Αυτό σήμερα έχει αλλάξει και η τραπ μουσική, η οποία είναι το κατ’ εξοχήν είδος της λαϊκής διασκέδασης των ‘κατώτερων’ κοινωνικών στρωμάτων, ουσιαστικά αντί να προβάλει τα προβλήματα και τα βιώματά τους, προωθεί έναν πλήρως αυτοκαταστροφικό, υπερκαταναλωτικό και εγκληματικό τρόπο ζωής που αποτελεί ένα άπιαστο όνειρο για το κοινό του συγκεκριμένου είδους μουσικής».
Ο Athos, από την πλευρά του, υπογραμμίζει ότι τα mainstream τραπ τραγούδια έχουν μετατρέψει την τραπ μουσική σε ένα «παρεξηγημένο είδος».
«Νομίζουν πολλοί ότι η ραπ με την τραπ είναι το ίδιο πράγμα. Η τραπ είναι παρακλάδι της ραπ και η βασική τους διαφορά είναι στην μουσική, έχουν δηλαδή, διαφορετικό beat» επισημαίνει, προσθέτοντας πως «το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όλη η μουσική σκηνή της τραπ έχει ταυτιστεί με το προβεβλημένο -mainstream- εμπορικό κομμάτι της, που έχει κατακλύσει την κοινωνία και ειδικότερα τους νέους».
«Η τραπ» όπως εξηγεί «πολλές φορές έχει ουσιαστικό πολιτικό και κοινωνικό στίχο, όπου θίγει σκληρά προβλήματα της ανθρωπότητας. Είναι λοιπόν στο χέρι του κάθε καλλιτέχνη αν θα παράγει ένα τραγούδι με ουσιαστικό στίχο ή θα το κατατάξει στο εμπορικό mainstream κομμάτι της».
Ο κίνδυνος συμπόρευσης με τη μόδα
Η Άννα Μαρία και ο Ηρακλής εκτιμούν ότι πολλοί νέοι καλλιτέχνες θα προτιμήσουν να πάνε «με τα νερά της μόδας», δημιουργώντας τραγούδια πιο εμπορικά και πιο mainstream. Σε αυτό το πλαίσιο, εκφράζουν το φόβο ότι λίγοι θα διατηρούν πλέον ζωντανή τη μνήμη των τιτάνων της ελληνικής μουσικής σκηνής. Όπως εξηγούν, επαγγελματικά πλέον τα πράγματα οδηγούν τους μουσικούς να θεωρούνται «χομπίστες».
«Αυτή τη στιγμή η ραπ παραμένει ένα ανερχόμενο είδος μουσικής που συνεχώς διευρύνεται» παρατηρεί ο Athos, κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου που ενέχει η στενή συμπόρευση της μουσικής με τη μόδα: «Όσοι έχουν διαλέξει τον ‘εμπορικό’ δρόμο σε οποιονδήποτε μουσικό χώρο, δεν έχουν καταλάβει ότι η μόδα αποζητά συνεχώς την ανανέωση. Αν λοιπόν δεν είσαι τόσο ‘γρήγορος’ όσο εκείνη, θα χαθείς κι εσύ και η μουσική σου που τελικά θα αποδειχθεί αναλώσιμη» υπογράμμισε.
*Ο Βασίλης Τσουκαλάς είναι πρωτοετής φοιτητής στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι