icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Τρεις ειδικοί από τον χώρο της εκπαίδευσης και της ψυχικής υγείας του παιδιού μιλούν στο pride.gr για την ανάγκη της πρόληψης, αλλά και τη σημασία των δράσεων και της επιμόρφωσης όλων: παιδιών, εκπαιδευτικών, γονέων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας

Η 6η Μαρτίου, Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας, αποτελεί μία αφορμή για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές/τριες των σχολείων όλης της χώρας να μιλήσουν ανοιχτά για το bullying, ανταλλάσσοντας απόψεις και ιδέες για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού και την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης – αλλά και μία καλή ευκαιρία να αναλογιστούμε όλοι οι ενήλικες τις ευθύνες μας απέναντι στα παιδιά.

Με αφορμή τη συγκεκριμένη ημέρα, τρεις ειδικοί από τον χώρο της εκπαίδευσης και της ψυχικής υγείας του παιδιού μιλούν στο pride.gr για την ανάγκη της πρόληψης, αλλά και τη σημασία των δράσεων και της επιμόρφωσης όλων: παιδιών, εκπαιδευτικών, γονέων αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.

Γιατί μόνο όταν υπάρξει ουσιαστική συνεργασία, πάντα μέσα στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού-συμπεριληπτικού σχολείου, θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι η ενδοσχολική βία θα περιοριστεί – και γιατί, μόνο τότε, θα μπορούμε να μιλάμε για υγιή πρότυπα και παιδιά με ισχυρές προσωπικότητες που θα αναγνωρίζουν την αδικία, δεν θα φοβούνται να προστατέψουν τον «αδύναμο» και θα αποδέχονται πως όλοι είμαστε ίδιοι και διαφέρουμε μονάχα στις λεπτομέρειες.

Παράλληλα, όπως αναφέρει η Σοφία Αυγητίδου, Καθηγήτρια Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), η 6η Μαρτίου είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε ότι για την πρόληψη και την αποδυνάμωση του σχολικού εκφοβισμού χρειάζεται να διασφαλίσουμε χώρο και χρόνο και συστηματικές ενέργειες ώστε «να αναπτυχθούν θετικές σχέσεις μεταξύ όλων των παιδιών στο σχολείο αλλά και μεταξύ των εκπαιδευτικών και των παιδιών».

Να θυμηθούμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση των ζητημάτων στο σχολικό πλαίσιο είναι η «διαβούλευση και η διασφάλιση του ενεργού ρόλου όλων των μελών της σχολικής κοινότητας στη λήψη αποφάσεων και στην υποστήριξη ενός σχολείου που τα μέλη του νοιώθουν ότι ανήκουν σε αυτό και μπορούν να συνδιαμορφώσουν την σχολική τους εμπειρία».

Διαβάστε εδώ το κείμενο της Σοφίας Αυγητίδου για τον σχολικό εκφοβισμό.

Αλλαγές ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά

Η ενδοσχολική βία είναι μία επιθετική συμπεριφορά – σωματική, λεκτική, ψυχολογική ή και κοινωνική – που εκδηλώνεται σκόπιμα, απρόκλητα και, συχνά, επαναλαμβανόμενα στο σχολείο με σκοπό να προκαλέσει σωματικό ή/και ψυχικό πόνο στον μαθητή ή τη μαθήτρια που την υφίσταται.

Από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και από τις διαχρονικές έρευνες που κάνει για τον σχολικό εκφοβισμό το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΠΙΨΥ) αυτό που προκύπτει για τη βία με δράστες ανηλίκους – είτε αυτή διεξάγεται εντός του σχολείου ή στην ευρύτερη κοινότητα – είναι ότι η όποια αύξηση σε ποσοτικό επίπεδο έχει ήδη συμπεριληφθεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, γινόμαστε αποδέκτες αφηγήσεων περιστατικών όπου παιδιά επιδεικνύουν ιδιαίτερη αναλγησία και σκληρότητα

«Ακολούθησε μια πτώση, τα επόμενα χρόνια, αρκετά σημαντική και αναμενόμενη την περίοδο της καραντίνας (2020-2021), ενώ το 2022-2023, υπήρξε ποσοτική ανάκαμψη στα προ της καραντίνας επίπεδα, χωρίς όμως αυτό να συνιστά αύξηση σε σχέση με τα νούμερα του 2017 ή του 2018 ή και παλιότερα», λέει ο Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος και Διευθυντής Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.

Παρόλο που ο ψυχίατρος διευκρινίζει πως, στις μέρες μας, ποσοτικά δεν παρατηρείται αύξηση στα περιστατικά βίας με δράστες ανηλίκους, υπάρχουν ωστόσο, αλλαγές ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά – οι οποίες, όμως, είναι επίσης υπό συζήτηση αφού δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα.

Ωστόσο, όσοι δουλεύουν στο πεδίο της προστασίας του παιδιού από τη βία «γινόμαστε, τα τελευταία 15 χρόνια, αποδέκτες αφηγήσεων περιστατικών όπου παιδιά επιδεικνύουν ιδιαίτερη αναλγησία και σκληρότητα», λέει ο κ. Νικολαΐδης.

Πίσω από κάθε θύτη υπάρχει μία ιστορία

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάποιο παιδί μπορεί να επιλέξει τον δρόμο του εκφοβισμού: πιθανόν να έχει υποστεί και το ίδιο bullying στο παρελθόν, να το κάνει για να τραβήξει την προσοχή ή να νομίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θα γίνει περισσότερο δημοφιλές – ωστόσο, αρκετές φορές, οι θύτες χρησιμοποιούν τη «διαφορετικότητα» ως δικαιολογία για τις πράξεις τους.

«Παλαιότερα υπήρχε μία τυπολογία για τους δράστες και τα θύματα, η οποία έχει αναθεωρηθεί διεθνώς: δηλαδή, αν κάναμε μια συζήτηση για τα θύματα πριν από 20 χρόνια θα λέγαμε πως αναπτύσσονταν εκφοβιστικές πρακτικές με βάση σωματικά χαρακτηριστικά των παιδιών, όπως το παιδί με τα παραπανίσια κιλά ή εκείνο που φορούσε γυαλιά ή συμπεριφορικά, όπως ο ‘σπασίκλας’», αναφέρει ο κ. Νικολαΐδης.

Πλέον, σύμφωνα με τον ψυχίατρο, το νούμερο ένα πεδίο στο οποίο αναπτύσσονται εκφοβιστικές πρακτικές είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα του φύλου, ιδιαίτερα με θύματα εφήβους του ΛΟΑΤΚΙ+ φάσματος, ενώ το δεύτερο πεδίο αφορά σε ζητήματα εθνικής ή εθνοτικής ταυτότητας.

Κάθε παιδί που ασκεί βία, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα περιστατικό παραμέλησης από ενήλικες

«Παρομοίως, άλλαξε και η κατανόησή μας για τους θύτες: παλιότερα μπορεί να λέγαμε πως ήταν ένα παιδί που και το ίδιο υπέστη εκφοβιστική βία σε μικρότερη ηλικία και μετά, μεγαλώνοντας, πήρε τον ρόλο του θύτη, ή παιδί που μπορεί να ήταν από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, το οποίο δεν είχε μάθει από το οικογενειακό του περιβάλλον πράγματα σχετικά με τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινότητα – όμως σήμερα ξέρουμε πως υπάρχει μία μεγάλη πολλαπλότητα στην ιστορία των δραστών», λέει ο κ. Νικολαΐδης.

Πίσω από οποιαδήποτε παιδί που ασκεί βία υπάρχει μία ιστορία, αναφέρει ο ψυχίατρος, συμπληρώνοντας πως η ουσιαστικότερη αντιμετώπιση για τα παιδιά-δράστες, τα οποία μπορεί να είναι από διάφορα κοινωνικά στρώματα και από διάφορα οικογενειακά περιβάλλοντα – γιατί οι τυπολογίες δεν ανταποκρίνονται στο σύνολο της πραγματικότητας αφού δείχνουν μόνο μία μικρή εικόνα από το πρόβλημα – είναι να μπούμε στον κόπο να κατανοησουμε την προσωπική-ατομική του ιστορία, τη δική του διαδρομή.

«Θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες που το κάνει να βρίσκει εκεί την επιβεβαίωση γιατί κάθε παιδί που ασκεί βία, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα περιστατικό παραμέλησης από ενήλικες – όχι μόνο τους γονείς και από το σχολείο και την κοινωνία και από τους ειδικούς», τονίζει ο κ. Νικολαΐδης, συμπληρώνοντας πως αυτός είναι ο σωστότερος τρόπος για να προσεγγίσουμε ένα παιδί και όχι δαιμονοποιώντας το.

Η αποτυχία των ενηλίκων

Μία από τις παραμέτρους του προβλήματος, σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, είναι και η δυσκολία των ενηλίκων – είτε πρόκειται για γονείς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματίες του κλάδου – να εμπλακούν στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών.

Αυτό, μάλιστα, που ο ίδιος λέει στους γονείς όταν απευθύνονται σε εκείνον για καθοδήγηση, είναι να μαθαίνουν από πολύ νωρίς τα παιδιά τους τι πρέπει να κάνουν εάν κάποιος συμμαθητής ή συμμαθήτριά τους θυματοποιηθεί.

«Αν μάθει το παιδί πως πρέπει να παρεμβαίνει και να λέει “αυτό δεν είναι σωστό” ή “δεν πρέπει να παραβιάζουμε τα δικαιώματα των άλλων”, τότε θα ξέρει τι να κάνει εάν θυματοποιηθεί το ίδιο – και σίγουρα δεν θα επιλέξει να γίνει θύτης», σημειώνει ο ψυχίατρος.

Το σχολείο δεν είναι μια πλατφόρμα όπου άλογα κούρσας τρέχουν προς τις πανελλήνιες, αλλά μία κοινότητα με δικαιώματα, υποχρεώσεις και αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη

Το πρόβλημα, λοιπόν, ξεκινά πιο πριν γιατί «δεν δείχνουμε στα παιδιά μας πώς να είμαστε μια ομάδα, μια συλλογικότητα με αλληλεγγύη και κανόνες αλλά και δικαιώματα, η τήρηση των οποίων εξαρτάται, πρώτα απ’ όλα, από αυτά τα ίδια».

Το να μάθεις τα παιδιά ότι είναι μέλη μιας κοινότητας, ωστόσο, περνά και μέσα από το σχολείο. Για τον κ. Νικολαΐδη, «οποτεδήποτε δαπανήθηκε έστω και μία ώρα με τον εκπαιδευτικό να εξηγεί στους μαθητές ότι δεν είμαστε άτομα που βρεθήκαμε τυχαία εδώ στο σχολείο, ούτε το σχολείο είναι μια πλατφόρμα όπου άλογα κούρσας τρέχουν προς τις πανελλήνιες, αλλά μία κοινότητα με δικαιώματα, υποχρεώσεις και αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη», τα όποια περιστατικά βίας με ανήλικους δράστες εκδηλώνονται είναι πολύ πιο εύκολα και γρήγορα διαχειρίσιμα.

Τα θύματα bullying

Στο ερώτημα «τι κάνω όταν το παιδί μου πέσει θύμα bullying», ο κ. Νικολαΐδης ξεκαθαρίζει πως το σημαντικότερο είναι η επικοινωνία: «εξηγούμε στο παιδί πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό, αλλά ότι ο “αδύναμος” πρέπει να προστατεύεται σε μια κοινότητα».

Για τον ψυχίατρο, είναι εξαιρετικά σημαντικό οι γονείς να «δουλέψουν» μεταξύ τους ώστε όλο και περισσότερα παιδιά να συμμερίζονται αυτή την οπτική, ότι δηλαδή «μάγκας» δεν είναι αυτός που χτυπά έναν αδύναμο, αλλά αυτός που τον προστατεύει.

«Ακόμα και 2 ή 3 γονείς να μπορούν να γαλουχούν τα παιδιά τους με αυτές τις αντιλήψεις, αυτό δρα προστατευτικά για το παιδί που θυματοποιείται. […] Το πιο σημαντικό είναι να καταλάβει ένα παιδί ποια είναι η σωστή λειτουργία μίας ανθρώπινης κοινωνίας γιατί αυτό θα το βοηθήσει μακροπρόθεσμα στη ζωή του. Όμως ακόμα και στο άμεσο επίπεδο, όταν ένα παιδί εισέρχεται στο σχολείο, νιώθει πολύ διαφορετικά όταν συμμερίζεται την ίδια οπτική για την ερμηνεία του τι συμβαίνει με ένα τουλάχιστον ακόμα παιδί – μπαίνει με πολύ διαφορετικό αέρα στο σχολείο απ’ ό,τι όταν νιώθει απολύτως μόνο του», τονίζει ο κ. Νικολαΐδης.

Στοπ στις κατασταλτικές πρακτικές

Ο κ. Νικολαΐδης παραδέχεται πως βλέπει με επιφύλαξη και προβληματισμό τις δηλώσεις ορισμένων ιθυνόντων που προκρίνουν μια κατασταλτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού.

Για τον ίδιο, η αυστηροποίηση του πλαισίου έχει αποδειχτεί ότι είναι αναποτελεσματική, όπως συνέβη με τα προγράμματα μηδενικής ανοχής στη βία που εφαρμόστηκαν σε ομοσπονδιακή κλίμακα στις ΗΠΑ, επί κυβέρνησης George W. Bush, τα οποία τελικά είχαν αντίθετο αποτέλεσμα.

Τα πιο επιτυχημένα διεθνώς προγράμματα είναι αυτά που φέρνουν τα παιδιά πιο κοντά και δεν τα κάνουν να φοβούνται το ένα το άλλο

«Επιπλέον, οφείλουμε να πούμε πως οι κοινωνίες που μπήκαν σε έναν ηθικό πανικό και άρχισαν τα παιδιά να φοβούνται τον διπλανό τους και γονείς και εκπαιδευτικοί επέλεξαν να επενδύσουν στις τεχνολογίες επιτήρησης και ασφάλειας παγιδεύτηκαν σε ένα αρνητικό σπιράλ όπου επειδή φοβόντουσαν ο ένας τον άλλον, και επειδή ο φοβισμένος επιτίθεται, ο ίδιος ο φόβος και ο πανικός οδήγησε σε έκρηξη της βίας», σημειώνει ο ψυχίατρος.

Δεν είναι αυτή η λύση – αυτό θα κάνει τα πράγματα χειρότερα και θα φέρει βία ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει, λέει ο κ. Νικολαΐδης, καταλήγοντας πως «τα επιτυχημένα διεθνώς προγράμματα είναι αυτά που τονώνουν την αλληλεγγύη, φέρνουν τα παιδιά πιο κοντά και δεν τα κάνουν να φοβούνται το ένα το άλλο».

Το δημοκρατικό-συμπεριληπτικό σχολείο

Τη σημασία της αλληλεγγύης τονίζει και η Χριστίνα Κοτρώνη, Φιλόγογος Ειδικής Αγωγής: «Η πραγματική απάντηση στο bullying είναι το δημοκρατικό και συμπεριληπτικό σχολείο, όπου συνυπάρχουν παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες, παιδιά με αναπηρία, μαθητές με καταγωγή από άλλες χώρες ή ακόμα και άλλο προσανατολισμό ως προς το φύλο».

Για την εκπαιδευτικό, πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα του σχολείου, έτσι ώστε, στις σχολικές κοινότητες, οι ίδιοι οι μαθητές να παίρνουν μέρος στη λήψη αποφάσεων – και όχι τα πενταμελή και δεκαπενταμελή να έχουν διακοσμητικό ρόλο.

Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να δεχόμαστε είναι ότι ο άλλος είναι ίδιος με εμάς και «απλώς διαφέρει στις λεπτομέρειες»

«Είναι κρίμα τα παιδιά να νομίζουν πως το μόνο που τους αφορά είναι η εκδρομή – πρέπει να είναι ενεργά και οι δράσεις να αφορούν την ενσυναίσθηση και το κομμάτι της προσφοράς προς την κοινωνία», τονίζει.

«Εάν το ίδιο το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί δεν υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα, με οποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται αυτή, είτε ως προς τις έμφυλες ταυτότητες, την καταγωγή ή το μαθησιακό προφίλ, αυτό θα περάσει και στους μαθητές», λέει η κ. Κοτρώνη, συμπληρώνοντας πως το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να δεχόμαστε είναι ότι ο άλλος είναι ίδιος με εμάς και «απλώς διαφέρει στις λεπτομέρειες».

Ένα άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι, για τη φιλόλογο, είναι να γίνονται δράσεις καλλιέργειας της ενσυναίσθησης και αποδοχής της διαφορετικότητας – συστηματικά, ακόμα και μία με δύο φορές την εβδομάδα.

«Οι διάφορες δράσεις που γίνονται στα σχολεία για τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς – που κυρίως οργανώνονται από τους δήμους μέσω των προγραμμάτων ψυχοεκπαίδευσης – να έχουν μία τακτικότητα και όχι να έρχεται κάποιος “πυροσβεστικά”», λέει η κ. Κοτρώνη, ενώ τονίζει πως επιμορφώσεις πρέπει να γίνονται και στους εκπαιδευτικούς αλλά και στους γονείς, με τους συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων να αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο.

«Έχει περάσει στις συνειδήσεις μας ότι υπάρχει τριχοτόμηση – σαφώς και η σχολική μονάδα αποτελείται από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, όμως ένα παιδί ανήκει σε μία συγκεκριμένη οικογένεια και τη θέλουμε συμπαραστάτη. […] Το κύριο μέλημα όλων θα πρέπει να είναι η ευημερία του μαθητή – αυτή η τριχοτόμηση, συνειδησιακά, δεν λειτουργεί υπέρ της προστασίας του παιδιού»

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών

Οι εκπαιδευτικοί είναι επιφορτισμένοι με πολλές υποχρεώσεις, διδακτικές, μαθησιακές και διοικητικές, ενώ «τα ίδια τα σχολεία απαιτούν από τους εκπαιδεύτικούς να έχουν παρα πολλές δεξιότητες για τις οποίες, αφενός δεν επιμορφώνονται και αφετέρου δεν έχουν τον χρόνο αφού, ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι χρόνοι των καθηγητών είναι πολύ περιορισμένοι», λέει η κ. Κοτρώνη.

Οι μαθητές ξεκινούν με δίψα για μάθηση και εξερεύνηση και καταλήγουν με τραυματα και κατεστραμμένα όνειρα και κίνητρα

Ταυτόχρονα, στο γυμνάσιο τα παιδιά είναι «με το ένα πόδι στην παιδικότητα και με το άλλο στην εφηβεία» και είναι ελάχιστα τα σχολεία που στελεχώνονται με ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό και που μπορούν να κάνουν ένα screening για να στηρίξουν τους μαθητές που έχουν ανάγκη από ενδυνάμωση – κάτι που αφορά και τα παιδιά που μπορεί να πάρουν τον ρόλο του θύτη αλλά και εκείνα που παίρνουν του θύματος.

«Από προσωπική εμπειρία ως διδάσκουσα, αλλά και από τη θέση μου στο ΚΕΔΑΣΥ, αυτό που με προβληματιζει, όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι τα παιδιά ξεκινούν το σχολείο με όρεξη. Δεν υπάρχει παιδί που να μη θέλει να είναι καλό ή που να μη θέλει να μάθει. Οι μαθητές ξεκινούν με δίψα για μάθηση και εξερεύνηση και καταλήγουν, ειδικά προς το τέλος του γυμνασίου, με τραυματα και κατεστραμμένα όνειρα και κίνητρα. Νομίζω ότι κάπου εκεί “το χάσαμε”, στην πορεία…», παραδέχεται η κ. Κοτρώνη.

«Τα παιδιά που έρχονται στο ΚΕΔΑΣΥ και έχουν την ταμπέλα του “κακού” ή του “άτακτου” μαθητή αν τα δείτε στο ένας προς έναν πως συνεργάζονται, με τι συγκέντρωση και με πόση όρεξη μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης είναι εντυπωσιακό», λέει η φιλόλογος ειδικής αγωγής, καταλήγοντας πως «κάτι δεν κάνουμε καλά σε αυτή την πορεία των σχολικών χρόνων που φοιτούν τα παιδιά μας».