icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Ο ένας ήταν ο πραγματικός William Woods. Ο άλλος είχε κλέψει την ταυτότητά του και ζούσε ως William Woods για δεκαετίες. Οι αρχές επέλεξαν να πιστεύουν τον δεύτερο...

Σε μια δικαστική αίθουσα με μπεζ τοίχους στην ανατολική Αϊόβα των ΗΠΑ, ένας άνδρας που ήταν ο William Woods για όλη του τη ζωή αντιμετώπισε έναν άλλον άνδρα που ήταν γνωστός ως William Woods για μεγάλο μέρος της ζωής του.

Αυτή η ακροαματική διαδικασία που έγινε την περασμένη Παρασκευή έβαλε τέλος σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «μια καφκική συνωμοσία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ψευδή φυλάκιση, την ακούσια νοσηλεία και την αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή» του πραγματικού Woods.

Και ήταν το τελευταίο βήμα στην αποκάλυψη μιας μεγάλης απάτης που έστησε ένας άνδρας ονόματι Matthew Keirans, ζώντας για δεκαετίες και χτίζοντας μια μεσοαστική ζωή με το όνομα του William Woods. Αν μπερδευτήκατε, δεν είναι παράλογο…

Καθισμένος σε ένα τραπέζι σε απόσταση περίπου 15 μέτρων από τον Keirans, ο Woods διηγήθηκε στο δικαστήριο την πολυετή δοκιμασία του, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που «τον έστειλαν στη φυλακή για το τίποτα, επειδή ήμουν ο εαυτός μου».

Λίγα λεπτά αργότερα, ο δικαστής καταδίκασε τον Keirans σε 12 χρόνια φυλάκισης, λέγοντας ότι έκλεψε την ταυτότητα του Woods και «χειραγώγησε το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για να διώξει έναν αθώο άνθρωπο».

Ήταν μια υπόθεση που έθεσε βασικά ερωτήματα σχετικά με τη δικαιοσύνη στις ΗΠΑ (και όχι μόνο): Τι συμβαίνει όταν το όνομά σου παύει να είναι δικό σου; Και ποιον τελικά πιστεύει το σύστημα;

«Αυτός είμαι εγώ»

Πριν από πέντε και πλέον χρόνια, ο William Woods βρισκόταν σε μια άλλη δικαστική αίθουσα. Ήταν κατηγορούμενος πολύ απλά γιατί η εισαγγελία τότε δεν πίστευε ότι ήταν αυτός που δήλωνε ότι είναι. Οι εισαγγελείς πίστευαν ότι ήταν ο Keirans.

«Υπάρχει ένα θέμα που πρέπει να θέσω στο δικαστήριο», είπε εισαγγελέας της Καλιφόρνιας το 2019. «Όπως γνωρίζει το δικαστήριο, πρόκειται για υπόθεση κλοπής ταυτότητας. Την καταθέσαμε υπό τον Matthew Keirans, επειδή το επώνυμο θύμα στην υπόθεση αυτή είναι ο William Woods».

«Μα εγώ είμαι ο William Woods», φώναξε ο… πραγματικός Woods. «Μπορώ να το αποδείξω».

Ο Woods κρατήθηκε χωρίς εγγύηση με την κατηγορία ότι προσπάθησε παράνομα να αποκτήσει πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς που είχε ανοίξει ο Keirans στο όνομα Woods. Σε κάθε βήμα, ο αληθινός Woods επέμενε ότι έλεγε την αλήθεια για την ταυτότητά του. Σε κάθε βήμα, το σύστημα τον αμφισβητούσε.

Ο 56χρονος Woods, ένας φιλικός και γλυκομίλητος άνθρωπος, ήταν συχνά άστεγος και μετακινούνταν μεταξύ Νέου Μεξικού και Καλιφόρνιας και δουλεύοντας ως πωλητής χοτ ντογκ ή φτιάχνοντας κοσμήματα για να τα βγάλει πέρα.

Ήταν συνεπής και ξεκάθαρος όταν μιλούσε για την ταυτότητά του στις αίθουσες δικαστηρίων της Καλιφόρνιας, καθώς προσπαθούσε να αντικρούσει την κατηγορία ότι είχε κλέψει το όνομα Woods ισχυριζόμενος ότι ήταν το πραγματικό του. Πράγμα που ανταποκρινόταν στην αλήθεια όσο και αν κανείς δεν ήθελε να την ακούσε.

Με απλούστερα λόγια, κάποιος είχε κλέψει το ονοματεπώνυμό του και οι αρχές όχι μόνο δεν πίστευαν αυτά που τους έλεγε, αλλά τον έσερναν και στα δικαστήρια με την αιτιολογία ότι αυτός είχε κλέψει την ταυτότητα του πραγματικού δράστη και προσποιούνταν τον Woods.

Το κακό για τον αληθινό Woods ήταν ότι ο ίδιος έσκαβε τον λάκκο του. Όπως φανερώνουν δικαστικά έγγραφα, σε πολλές από τις συνεδιάσεις διέκοπτε τον δικαστή για να μιλήσει για ιστορικά πρόσωπα ή ισχυριζόταν ότι είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει το FBI πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.

Όταν ο δικηγόρος του, που είχε διοριστεί από το δικαστήριο, είπε σε δικαστή ότι μάλλον υπάρχει πρόβλημα, ξεκίνησε μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν τον Woods σε ψυχιατρική κλινική της Καλιφόρνια για πέντε μήνες, εκτός από τις 428 ημέρες που πέρασε στη φυλακή της κομητείας.

Στην άλλη άκρη των ΗΠΑ, ο Matthew Keirans είχε δημιουργήσει μια ήσυχη και επιτυχημένη ζωή. Ήταν παντρεμένος και είχε μεγαλώσει έναν γιο με το επώνυμο Woods σε μια μεσοαστική γειτονιά στα προάστια του Μιλγουόκι.

Εργαζόταν εξ αποστάσεως για το νοσοκομείο του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, όπου ήταν υψηλού επιπέδου διαχειριστής τεχνολογίας πληροφοριών. Για όλους όσους τον γνώριζαν ήταν ένας συμπαθής τύπος, ήταν ο William Woods.

«Αν το ήξερα, θα μπορούσαμε και θα είχαμε διορθώσει τα λάθη του δεκαετίες νωρίτερα», έγραψε πρόσφατα η σύζυγός του σε επιστολή προς τον δικαστή ζητώντας επιείκεια. «Σε όλες τις άλλες πτυχές, ο Ματ ήταν πιστός».

Οι λεπτομέρειες για το πώς ο Keirans, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στη φυλακή, έγινε γνωστός ως Woods είναι στην καλύτερη περίπτωση θολές.

Δικαστικά έγγραφα δείχνουν ότι οι ζωές των δύο ανδρών διασταυρώθηκαν για λίγο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στο Αλμπουκέρκι, όταν, σύμφωνα με τους εισαγγελείς, αμφότεροι ήταν άστεγοι και εργάζονταν πουλώντας χοτ ντογκ με καρότσια.

Ο Woods πιστεύει ότι ο συνάδελφός του έκλεψε το πορτοφόλι του, έμαθε τα προσωπικά του στοιχεία και άρχισε να χρησιμοποιεί την ταυτότητά του. Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς λένε ότι δεν βρήκαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Keirans χρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα μετά το 1988.

Ζώντας μια άλλη ζωή

Την Παρασκευή, ο δικαστής Williams δήλωσε ότι το κίνητρο του Keirans ήταν σαφές: Είχε υιοθετήσει την ψεύτικη ταυτότητα για να αποφύγει την ευθύνη από εγκλήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί όταν ήταν νέος.

Ο Keirans είχε φύγει από το σπίτι του ως έφηβος, είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο και είχε δεν είχε καν εμφανιστεί στο δικαστήριο για να δικαστεί.

Το 1990, ο Keirans χρησιμοποίησε το όνομα του Woods για να αποκτήσει ένα έγγραφο ταυτότητας του Κολοράντο, ενώ εργαζόταν ως μεταφορέας εφημερίδων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, χρησιμοποίησε το όνομα Woods για φόρους, ασφάλειες, άδειες οδήγησης, εγγραφές οχημάτων, τίτλους ιδιοκτησίας, συμβόλαια και τραπεζικούς λογαριασμούς, αναφέρει η συμφωνία απολογίας.

Ο Keirans χρησιμοποίησε επίσης το Ancestry.com για να βρει πληροφορίες για την οικογένεια του Woods, οι οποίες τον βοήθησαν να αποκτήσει το πραγματικό πιστοποιητικό γέννησης του τελευταίου από την πολιτεία του Κεντάκι.

Όταν παρέδωσε αυτό το έγγραφο στους ερευνητές στο Λος Άντζελες, τους βοήθησε να πειστούν ότι ήταν ο πραγματικός Woods.

Όλα τα αρχεία που συγκέντρωσε ο Keirans για να παρουσιάζεται ως Woods, άφησαν τον πραγματικό Woods να μην μπορεί να πείσει τις αρχές ότι ήταν αυτός που έλεγε ότι ήταν, αν και είχε και αυτός στην κατοχή του ταυτότητα και χαρτιά με το πραγματικό του όνομα.

Με την πάροδο των ετών ο Woods τηλεφωνούσε σε αστυνομικά τμήματα, τράπεζες και οργανισμούς παρακολούθησης της πιστοληπτικής ικανότητας προσπαθώντας να αποκαταστήσει το όνομά του, αλλά δεν κατάφερνε τίποτα.

Δεν είχε αποτέλεσμα ούτε όταν επικοινώνησε με την αστυνομία στο Ουισκόνσιν, όπου ζούσε ο Keirans, καθώς οι τοπικές αρχές πίστεψαν τον συντοπίτη τους και όχι έναν «περίεργο άγνωστο».

Μόνο όταν ο Woods επικοινώνησε με το Πανεπιστήμιο της Iowa, όπου ο Keirans εργαζόταν με το όνομά του, βρήκε έναν ερευνητή που τον πήρε αρκετά σοβαρά και αποφάσισε να ψάξει να βρει αν όλα όσα άκουγε ήταν αλήθεια.

Ξαφνικά, ο Keirans βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση που είχε βρεθεί και στο παρελθόν, όταν με έναν μαγικό τρόπο είχε πείσει τις αρχές σε Καλιφόρνια και Ουισκόνσιν ότι όντως ήταν ο Woods. Μόνο που αυτή τη φορά, ο ερευνητής που ανέλαβε την υπόθεση ζήτησε να γίνει τεστ DNA στον πατέρα του αληθινού Woods. Τα αποτελέσματα έδωσαν την απάντηση που έπρεπε να είχε δοθεί χρόνια νωρίτερα, ώστε να μην βρεθεί στη φυλακή και σε ψυχιατρείο ένας αθώος άνθρωπος.

Η ζωή του Woods θεωρητικά άλλαξε πέρυσι όταν ο Keirans δήλωσε ένοχος. Πρακτικά όμως, παρέμεινε δύσκολη. Περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας σε ένα κουρείο στο κέντρο της Αλμπουκέρκι, λίγο πιο μακριά από το σημείο όπου εργαζόταν ως πωλητής χοτ ντογκ όλες αυτές τις δεκαετίες. Φυλούσε το φαγητό του στο ψυγείο του κουρείου, χρησιμοποιούσε το μπάνιο για να ξυριστεί και βοηθούσε σκουπίζοντας τις τρίχες που έπεφταν στο πάτωμα.

Κάποιες νύχτες κοιμόταν έξω από μια στάση φορτηγών δίπλα στον αυτοκινητόδρομο και μετακινούνταν με λεωφορείο. Παρόλα αυτά, είχε πάρει πίσω το όνομά του. Είχε ελπίδα.

Οι μήνες πέρασαν, βρήκε ένα διαμέρισμα και άρχισε να εργάζεται ως κηπουρός. Τον περισσότερο χρόνο του όμως τον περνούσε σε ένα δικηγορικό γραφείο σχεδιάζοντας την αγωγή που θα καταθέσει ζητώντας αποζημίωση.

Με πληροφορίες από New York Times