Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απείλησε την Τετάρτη (23/01) με μαζικούς δασμούς και κυρώσεις σε ρωσικά προϊόντα, εάν ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποτύχει να συνάψει συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

«Συμβιβάσου τώρα και ΣΤΑΜΑΤΑ αυτόν τον γελοίο πόλεμο! ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΨΟΥΝ. Εάν δεν κάνουμε μια «συμφωνία», και σύντομα, δεν έχω άλλη επιλογή από το να επιβάλω υψηλά επίπεδα φόρων, δασμών και κυρώσεων σε οτιδήποτε πωλείται από τη Ρωσία στις Ηνωμένες Πολιτείες», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτηση στο Truth Social, απευθυνόμενος στον Ρώσο πρόεδρο.

«Μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο ή με τον δύσκολο τρόπο – και ο εύκολος τρόπος είναι πάντα καλύτερος», πρόσθεσε ο Τραμπ.

Αυτή η πίεση του Αμερικανού προέδρου στον Βλαντίμιρ Πούτιν για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία έρχεται σε μια στιγμή που ο Ρώσος πρόεδρος ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις στρεβλώσεις στην οικονομία της Ρωσίας εν καιρώ πολέμου, σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψαν στο Reuters πέντε πηγές με καλή γνώση των όσων συμβαίνουν στο Κρεμλίνο.

Η ρωσική οικονομία η οποία στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών, αναπτύχθηκε δυναμικά τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τους πολλαπλούς γύρους δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022.

Όμως, η εγχώρια δραστηριότητα έχει επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τα υψηλά επιτόκια που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος επιταχύνθηκε λόγω των στρατιωτικών δαπανών ρεκόρ.

Αυτό έχει συμβάλει στην άποψη ενός τμήματος της ρωσικής ελίτ ότι είναι επιθυμητή μια διευθέτηση του πολέμου με διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τα όσα είπαν στο Reuters δύο πηγές που γνωρίζουν τις σκέψεις στο Κρεμλίνο.

Ο Τραμπ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά τους ως πρόεδρος των ΗΠΑ τη Δευτέρα (20/01), έχει υποσχεθεί να επιλύσει γρήγορα τη σύγκρουση στην Ουκρανία, τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μάλιστα λίγες μόνον ώρες μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, είπε ότι είναι πιθανό να επιβληθούν περισσότερες κυρώσεις και δασμοί στη Ρωσία, εκτός αν ο Πούτιν διαπραγματευτεί, προσθέτοντας ότι η Ρωσία οδεύει προς «μεγάλο πρόβλημα» στην οικονομία. Ανώτερος σύμβουλος του Κρεμλίνου δήλωσε την Τρίτη (21/10) ότι η Ρωσία δεν έχει λάβει μέχρι στιγμής συγκεκριμένες προτάσεις για συνομιλίες.

«Η Ρωσία, φυσικά, ενδιαφέρεται οικονομικά να διαπραγματευτεί έναν διπλωματικό τερματισμό της σύγκρουσης», δήλωσε σε συνέντευξή του ο Όλεγκ Βιούγκιν, πρώην αναπληρωτής πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, αναφέροντας τον κίνδυνο αυξανόμενων οικονομικών στρεβλώσεων, καθώς η Ρωσία εκτοξεύει τις στρατιωτικές και αμυντικές δαπάνες.

Ο Βιούγκιν δεν ήταν μία από τις πέντε πηγές, οι οποίες μίλησαν στο Reuters υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας της κατάστασης στη Ρωσία. Η έκταση των ανησυχιών του Πούτιν για την οικονομία, που περιγράφουν οι πηγές, και η επιρροή που ασκεί αυτό στις απόψεις εντός του Κρεμλίνου για τον πόλεμο, καταγράφονται στο ρεπορτάζ του Reuters για πρώτη φορά.

Το πρακτορείο έχει ήδη αναφέρει ότι ο Πούτιν είναι έτοιμος να συζητήσει με τον Τραμπ τις επιλογές κατάπαυσης του πυρός, αλλά ότι τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας στην Ουκρανία πρέπει να γίνουν αποδεκτά και ότι η Ουκρανία πρέπει να εγκαταλείψει την αίτησή της να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το δημοσίευμα του Reuters, αναγνώρισε «προβληματικούς παράγοντες» στην οικονομία, αλλά δήλωσε ότι αυτή αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και είναι σε θέση να καλύψει «όλες τις στρατιωτικές απαιτήσεις σταδιακά», καθώς και όλες τις προνοιακές και κοινωνικές ανάγκες.

«Υπάρχουν προβλήματα, αλλά δυστυχώς, τα προβλήματα είναι πλέον οι σύντροφοι σχεδόν όλων των χωρών του κόσμου», είπε. «Η κατάσταση αξιολογείται ως σταθερή και υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας».

Ο Τραμπ «επικεντρώνεται στον τερματισμό αυτού του βάναυσου πολέμου», εμπλέκοντας ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων, δήλωσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μπράιαν Χιουζ, απαντώντας σε ερωτήσεις του Reuters. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι σύμβουλοι του Τραμπ έχουν ανακαλέσει τον ισχυρισμό του ότι ο τριετής πόλεμος θα μπορούσε να επιλυθεί σε μια ημέρα.

Λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, η κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν επέβαλε το ευρύτερο πακέτο κυρώσεων που μέχρι στιγμής είχε στόχο τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, μια κίνηση που ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, δήλωσε, ότι θα έδινε στον Τραμπ μοχλό πίεσης σε τυχόν συνομιλίες, ασκώντας οικονομική πίεση στη Ρωσία.

Ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να πολεμά όσο χρειαστεί και ότι η Μόσχα δεν θα υποκύψει ποτέ μπροστά σε άλλη δύναμη για βασικά εθνικά συμφέροντα.

Η οικονομία της Ρωσίας των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είχε επιδείξει μέχρι πρόσφατα αξιοσημείωτη αντοχή κατά τη διάρκεια του πολέμου και ο Πούτιν έχει επαινέσει κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους και επιχειρήσεις για την παράκαμψη των πιο αυστηρών δυτικών κυρώσεων που έχουν ποτέ επιβληθεί σε μεγάλη οικονομία.

Αφού συρρικνώθηκε το 2022, το ΑΕΠ της Ρωσίας αυξήθηκε ταχύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2023 και το 2024. Φέτος, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν ανάπτυξη κάτω του 1,5%, αν και η κυβέρνηση προβλέπει ελαφρώς πιο ρόδινες προοπτικές.

Ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει σε διψήφιο ποσοστό παρά το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα αύξησε το επιτόκιο αναφοράς στο 21% τον Οκτώβριο.

«Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα εδώ, συγκεκριμένα ο πληθωρισμός, μια ορισμένη υπερθέρμανση της οικονομίας», δήλωσε ο Πούτιν σε ετήσια συνέντευξη Τύπου στις 19 Δεκεμβρίου. «Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα έχουν ήδη αναλάβει να μειώσουν τον ρυθμό», είπε.

Οι πολεμικοί στόχοι επιτεύχθηκαν

Πέρυσι, η Ρωσία σημείωσε τα σημαντικότερα εδαφικά κέρδη της από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και ελέγχει πλέον σχεδόν το ένα πέμπτο της Ουκρανίας.

Ο Πούτιν πιστεύει ότι οι βασικοί στόχοι του πολέμου έχουν ήδη επιτευχθεί, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου του εδάφους που συνδέει την ηπειρωτική Ρωσία με την Κριμαία και της αποδυνάμωσης του στρατού της Ουκρανίας, δήλωσε μία από τις πηγές που γνωρίζουν τις σκέψεις στο Κρεμλίνο.

Ο Ρώσος πρόεδρος αναγνωρίζει επίσης την πίεση που ασκεί ο πόλεμος στην οικονομία, είπε η πηγή, αναφέροντας «πραγματικά μεγάλα προβλήματα», όπως ο αντίκτυπος του υψηλού επιτοκίου στις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.

Η Ρωσία έχει αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες σε ένα μετασοβιετικό υψηλό 6,3% του ΑΕΠ φέτος, αντιπροσωπεύοντας το ένα τρίτο των δαπανών του προϋπολογισμού. Οι δαπάνες αυτές ήταν πληθωριστικές. Μαζί με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού εν καιρώ πολέμου, οδήγησαν τους μισθούς σε υψηλότερα επίπεδα.

Επιπλέον, η κυβέρνηση επιδίωξε υψηλότερα φορολογικά έσοδα για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ο Βιούγκιν, ο πρώην υποδιοικητής, δήλωσε ότι η διατήρηση των υψηλών επιτοκίων θα ασκήσει πίεση στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των τραπεζών.

Ο ρωσικός παραγωγός άνθρακα και χάλυβα Mechel (MTLR.MM), που ανήκει στον επιχειρηματία Ιγκόρ Ζιούζιν και την οικογένειά του, δήλωσε την Τρίτη (21/01) ότι αναδιάρθρωσε το χρέος του, υπό την πίεση των χαμηλών τιμών άνθρακα και των υψηλών επιτοκίων.

Ανησυχία Πούτιν

Η απογοήτευση του Πούτιν ήταν εμφανής σε μια συνάντηση που είχε το Κρεμλίνο με επιχειρηματίες το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου, όπου επέπληξε κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους, σύμφωνα με δύο από τις πηγές, οι οποίες έχουν γνώση των συζητήσεων για την οικονομία στο Κρεμλίνο και την κυβέρνηση.

Μία από τις πηγές, η οποία ενημερώθηκε μετά τη συνάντηση, πληροφορήθηκε ότι ο Πούτιν ήταν εμφανώς δυσαρεστημένος όταν άκουσε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις περικόπτονται λόγω του κόστους των πιστώσεων.

Το Κρεμλίνο έδωσε στη δημοσιότητα τα εισαγωγικά σχόλια του Πούτιν που επαινούσαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν προσδιόρισε κανέναν από τους επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην ως επί το πλείστον κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση. Το Reuters επιβεβαίωσε από μία πηγή ότι η διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Ελβίρα Ναμπιούλινα δεν ήταν παρούσα.

Την Τετάρτη (22/01), ο Πούτιν δήλωσε σε τηλεοπτικά σχόλια προς τους υπουργούς ότι είχε συζητήσει πρόσφατα με τους ηγέτες των επιχειρήσεων τους κινδύνους της μείωσης της πιστωτικής δραστηριότητας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, σε μια προφανή αναφορά στη συνάντηση του Δεκεμβρίου.

Ορισμένοι από τους ισχυρότερους επιχειρηματίες της Ρωσίας, όπως ο διευθύνων σύμβουλος της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν, ο διευθύνων σύμβουλος της Rostec, Σεργκέι Τσεμέζοφ, ο μεγιστάνας του αλουμινίου, Όλεγκ Ντεριπάσκα και ο Αλεξέι Μορντάσοφ, ο μεγαλύτερος μέτοχος της χαλυβουργίας Severstal, έχουν επικρίνει δημοσίως τα υψηλά επιτόκια.

Η Ναμπιούλινα αντιμετώπισε πιέσεις για να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια από δύο από τους πιο ισχυρούς τραπεζίτες της Ρωσίας – τον πρώην προϊστάμενό της, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Sberbank Γκέρμαν Γκρεφ, και τον διευθύνοντα σύμβουλο της VTB Αντρέι Κοστίν – οι οποίοι φοβήθηκαν ότι η Ρωσία οδεύει προς τον στασιμοπληθωρισμό, δήλωσε πηγή με γνώση των συζητήσεων για την οικονομία.

Στα σχόλιά του στις 19 Δεκεμβρίου, ο Πούτιν ζήτησε μια «ισορροπημένη απόφαση για τα επιτόκια». Την επόμενη ημέρα, στην τελευταία συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του έτους, η κεντρική τράπεζα διατήρησε το επιτόκιο στο 21% παρά τις προσδοκίες της αγοράς ότι θα προχωρούσε σε αύξηση κατά 200 μονάδες βάσης.

Σε ομιλία της μετά την απόφαση, η Ναμπιούλινα αρνήθηκε ότι υπέκυψε στις πιέσεις. Είπε ότι η κριτική της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας αυξανόταν όταν τα επιτόκια ήταν υψηλά. Η Ναμπιούλινα, ο Γκρεφ και ο Κοστίν δεν απάντησαν αμέσως σε αιτήματα για σχόλια για το θέμα αυτό.

Ο ρόλος της Ναμπιούλινα

Η Ναμπιούλινα, πρώην οικονομική σύμβουλος του Πούτιν που διετέλεσε επίσης υπουργός Οικονομίας του, είναι μία από τις πιο ισχυρές γυναίκες της Ρωσίας: Είναι διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας από τον Ιούνιο του 2013 και τρεις από τις πηγές δήλωσαν ότι ο Πούτιν την εμπιστεύεται.

Λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία το 2022, ο Πούτιν πρότεινε στη Ναμπιούλινα να αναλάβει για τρίτη φορά επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας. Η θητεία της λήγει το 2027.

Οι υποστηρικτές της λένε ότι οι επικριτές της παραβλέπουν την υποκείμενη αιτία του πληθωρισμού -τις τεράστιες δαπάνες για τον πόλεμο- και λένε ότι χωρίς αυτήν, η οικονομική σταθερότητα θα είχε απειληθεί.

Ορισμένοι νομοθέτες έχουν ζητήσει την αντικατάστασή της, κάτι απίθανο, σύμφωνα με δύο από τις πηγές.

«Κανείς σε μια τέτοια κατάσταση δεν θα αλλάξει τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας», δήλωσε μία από τις πηγές, η οποία είναι εξοικειωμένη με τις συζητήσεις για την οικονομία. «Το κύρος της Ναμπιούλινα είναι αδιαμφισβήτητο, ο πρόεδρος την εμπιστεύεται».