icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Το 1993 η αστυνομία σκότωσε οκτώ νέους που κοιμόντουσαν έξω από μια εκκλησία σε αυτό που έγινε γνωστό ως η σφαγή της Candelária

Για ορισμένους κατοίκους του Ρίο ντε Τζανέιρο, ο πιο σημαντικός σταυρός της διασημότερης εκκλησίας της πόλης, της Nossa Senhora da Candelária, δεν βρίσκεται στην Αγία Τράπεζα ή στην κορυφή της μεγάλης μπαρόκ εκκλησίας που χτίστηκε το 1775, αλλά έξω από αυτήν.

Μπροστά από την εκκλησία Candelária, ένας ξύλινος σταυρός ύψους περίπου 2 μέτρων φέρει οκτώ πλάκες με ονόματα.

Είναι ο πέμπτος σταυρός που τοποθετείται στο ίδιο σημείο, καθώς οι προηγούμενοι τέσσερις καταστράφηκαν. «Τους έχουν βάλει φωτιά, τους έχουν καταστρέψει» δήλωσε η Patrícia de Oliveira, 50 ετών, μία από τους επικεφαλής της ομάδας Candelária Never Again, η οποία ξαναφτάχνει τους σταυρούς κάθε φορά μετά από βανδαλισμούς.

Παρά τις κάμερες παρακολούθησης στην περιοχή, κανείς δεν έχει λογοδοτήσει ποτέ για την καταστροφή του μνημείου για τα θύματα μιας από τις πιο φρικτές περιπτώσεις αστυνομικής βίας στη Βραζιλία. «Τους κατέστρεψαν επειδή οι αρχές και οι άνθρωποι στο Ρίο πιστεύουν ότι η σφαγή ήταν απαραίτητη για να ‘καθαρίσει’ η κοινωνία από τους ανεπιθύμητους», είπε.

Στις 23 Ιουλίου του 1993, γύρω στις 11 το βράδυ, οκτώ νέοι ηλικίας 11 έως 19 ετών που κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο έξω από την εκκλησία, σκοτώθηκαν από τρεις αστυνομικούς και έναν πρώην αστυνομικό, γεγονός που έγινε γνωστό στην ιστορία ως η σφαγή της Candelária.

Τώρα, 31 χρόνια μετά, η σφαγή έγινε το θέμα της νέας σειράς του Netflix, Children of the Church Steps. Η σειρά τεσσάρων επεισοδίων παρακολουθεί τέσσερα παιδιά και εφήβους τις 36 ώρες που προηγήθηκαν της σφαγής. Οι χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από μαρτυρίες των οικογενειών των θυμάτων και επιζώντων, όπως η Erica Nunes, 42 ετών, η οποία ήταν 10 ετών τότε.

«Την ημέρα που συνέβη, είχα πάει στον Μητροπολιτικό Καθεδρικό Ναό [μια άλλη εκκλησία στο κέντρο του Ρίο, 1,6 χιλιόμετρα μακριά] για να φάω, επειδή εκεί μοίραζαν φαγητό. Όταν επέστρεψα, όλοι ήταν νεκροί», δήλωσε η Nunes, η οποία ενέπνευσε τον χαρακτήρα Pipoca (Popcorn), τον οποίο υποδύεται η εννιάχρονη πρωτοεμφανιζόμενη Wendy Queiroz.

Πριν από τη σφαγή, η Nunes ζούσε στη φαβέλα Maré του Ρίο. «Η μητέρα μου έπρεπε να πάει στο Σάο Πάολο για να εργαστεί και με άφησε με τη γιαγιά μου και έναν θείο μου, που με χτυπούσαν πολύ», θυμάται. «Γι’ αυτό το έσκασα για να ζήσω στους δρόμους. Εκείνη την εποχή, τα περισσότερα παιδιά του δρόμου κατέληγαν στην Candelária», πρόσθεσε η Nunes, η οποία δημιούργησε πρόσφατα ένα κοινωνικό πρόγραμμα που εκπαιδεύει νέους ανθρώπους για να γίνουν κομμωτές.

Την ώρα της σφαγής, δεκάδες παιδιά – οι αναφορές κυμαίνονται από 40 έως 70 – κοιμόντουσαν έξω από την εκκλησία. Η ίδια η δολοφονία φέρεται να ήταν αντίποινα για μια πέτρα που πετάχτηκε σε ένα περιπολικό της αστυνομίας εκείνη την ημέρα, αν και ορισμένοι πιστεύουν ότι οι ντόπιοι καταστηματάρχες διέταξαν τις εκτελέσεις επειδή πίστευαν ότι τα παιδιά του δρόμου έκαναν κακό για τις επιχειρήσεις.

Τέσσερα άτομα συνελήφθησαν ως δράστες, αλλά καθώς επρόκειτο να δικαστούν το 1996, ένας αστυνομικός εμφανίστηκε για να ομολογήσει το έγκλημα και αναγνώρισε τους τρεις πραγματικούς συνεργούς του. Ο ένας πέθανε και οι τρεις καταδικάστηκαν, αλλά σήμερα είναι όλοι ελεύθεροι.

«Ήμουν έφηβος όταν συνέβη η σφαγή», δήλωσε ο δημιουργός της σειράς Luis Lomenha, ο οποίος τη σκηνοθέτησε μαζί με τη Márcia Faria. «Όταν είδα τις εικόνες αυτών των μαύρων σωμάτων που κείτονταν στο έδαφος, μου έκανε βαθιά εντύπωση. Ήταν παιδιά που έμοιαζαν με εμένα [όλοι τους ήταν μαύροι, όπως και ο Lomenha] σε κατάσταση πλήρους ευαλωτότητας», είπε.

Ο Lomenha αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία από την οπτική γωνία των θυμάτων για να «αποκαταστήσει σε αυτά τα παιδιά την παιδική ηλικία και την ανθρωπιά που τους αφαιρέθηκε». Στη σειρά, οι χαρακτήρες κοιμούνται -και ονειρεύονται- όταν φτάνει η αστυνομία και αρχίζει να πυροβολεί.

Αλλά ο σκηνοθέτης λέει ότι οι αστυνομικοί δεν είναι οι μόνοι ένοχοι. «Είναι πιο εύκολο να τους κατηγορήσουμε μόνο επειδή οι αστυνομικές δυνάμεις της Βραζιλίας αποτελούνται γενικά από φτωχούς μαύρους άνδρες, αλλά υπηρετούν μια καταπιεστική λευκή ατζέντα που τους κάνει να διαπράττουν αυτά τα εγκλήματα ως στρατηγική επιβίωσης», είπε.

Η αστυνομία του Ρίο έχει αποκτήσει φήμη ως μία από τις πιο βίαιες στον κόσμο, ενώ είναι υπεύθυνη για τη δολοφονία χιλιάδων νεαρών Βραζιλιάνων τα τελευταία χρόνια – εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ήταν μαύροι.

Ο ανθρωπολόγος και πρώην επικεφαλής της εθνικής ασφάλειας Luiz Eduardo Soares λέει ότι η σημερινή στρατιωτική αστυνομία του Ρίο έχει κληρονομήσει «μια παράδοση συμπεριφοράς και αξιών 200 ετών που πηγάζει από την προέλευσή της στο κυνήγι των σκλαβωμένων ανθρώπων και την προστασία των ελίτ».

Παρά την κατακραυγή που προκάλεσε η σφαγή της Candelária, ο Soares πιστεύει ότι δεν έχει υπάρξει καμία αλλαγή στη νοοτροπία, τη δομή ή την εκπαίδευση της αστυνομίας ώστε να αποτραπεί κάτι παρόμοιο από το να συμβεί ξανά.

Και οι σφαγές από όργανα επιβολής του νόμου δεν σταμάτησαν ποτέ να συμβαίνουν στο Ρίο. Μόλις ένα μήνα μετά την Candelária, η αστυνομία σκότωσε 21 άτομα στο Vigário Geral, στη Βόρεια Ζώνη του Ρίο. Το 2021, 28 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης στη φαβέλα Jacarezinho.

Ο αδελφός του Oliveira Wagner dos Santossos επέζησε από τη σφαγή της Candelária παρά το γεγονός ότι πυροβολήθηκε τέσσερις φορές, και αποτέλεσε κρίσιμο μάρτυρα για την καταδίκη των δολοφόνων. Έναν χρόνο μετά τους πυροβολισμούς, έγινε ξανά στόχος και έκτοτε ζει στο εξωτερικό.

Ο Oliveira, ο οποίος έγινε ακτιβιστής για τα θύματα της κρατικής βίας, δήλωσε ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές που επέτρεψαν τις δολοφονίες δεν έχουν αλλάξει: βλέπει συχνά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ανθρώπους που ζητούν μια «νέα σφαγή της Candelária».

«Κάθε μέρα ερχόμαστε πιο κοντά στο να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, επειδή η κοινωνία και οι αρχές πιστεύουν ότι όταν η αστυνομία μπαίνει σε μια φαβέλα και σκοτώνει, έχει δίκιο, καθώς ‘ο μόνος καλός εγκληματίας είναι ο νεκρός’» είπε.

Με πληροφορίες από Guardian