icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Γιατί είναι Ok να λαχταράς τα φαγητά της πατρίδας σου όταν ταξιδεύεις σε άλλες χώρες

Πριν από περίπου 50 χρόνια, ο Βρετανός θεατρικός ιμπρεσάριος Richard D’Oyly Carte εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τα νέα αμερικανικά ξενοδοχεία στα οποία έμεινε όταν ταξίδεψε στις ΗΠΑ που αποφάσισε επιστρέφοντας στην πατρίδα του να ανοίξει το πρώτο πολυτελές ξενοδοχείο της Βρετανίας που χτίστηκε για το σκοπό αυτό το 1889 – το Savoy.

Όπως κάθε ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών, έπρεπε να διαθέτει μια σταθερή προσφορά τροφίμων και ποτών. Έτσι, δημιουργήθηκε το γνωστό American Bar. Σκόπιμα σχεδιασμένο για Αμερικανούς επισκέπτες, με την πάροδο των δεκαετιών προσέλκυσε προσωπικότητες όπως ο Ernest Hemingway και η Marilyn Monroe.

Στις μέρες μας, χάρη στα βραβεία γαστρονομίας, τους οδηγούς και τις τηλεοπτικές εκπομπές, η απόλαυση της τοπικής κουζίνας αποτελεί βασικό συστατικό κάθε ταξιδιωτικής εμπειρίας. Αλλά, όπως και οι θαμώνες του American Bar πριν από εμάς, η αναζήτηση των ανέσεων του σπιτιού μας όταν βρισκόμαστε στο εξωτερικό εξακολουθεί να είναι κάτι που όλοι θέλουμε. Και υπάρχει ένας καλός λόγος.

«Το ίδιο το Savoy ήταν το πρώτο πολυτελές ξενοδοχείο που άνοιξε στο Λονδίνο, σχεδιασμένο για να απευθύνεται σε απαιτητικούς Αμερικανούς ταξιδιώτες», λέει ο Andrea Di Chiara, διευθυντής μπαρ του διάσημου πλέον χώρου, ο οποίος παραμένει το μακροβιότερο κοκτέιλ μπαρ του Λονδίνου και ανακηρύχθηκε το 2017 ως το καλύτερο μπαρ του κόσμου.

«Το American Bar άνοιξε ως προέκταση αυτής της φιλοσοφίας και συνεχίζει να προσελκύει κοινό από όλον τον κόσμο».

Η άνοδος των γαστρονομικών ταξιδιών

Σε μια αγορά γαστρονομικού τουρισμού που αξίζει πάνω από 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, πάνω από το 34% των τουριστών που ερωτήθηκαν το 2022 δήλωσαν ότι επιλέγουν προορισμούς εμπνευσμένους από την κουζίνα που τους αρέσει, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Future Market Insights.

Αυτοί οι αριθμοί αναμένεται να συνεχίσουν να ανεβαίνουν, προβλέποντας ότι θα φτάσουν τα 5,6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2034, ένας επιβλητικός ρυθμός σύνθετης ανάπτυξης 17,1% ετησίως.

Αυτή η πρωτοφανής ανάπτυξη μπορεί να είναι θετική είδηση για όσους δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εστίασης, αλλά είναι πολύ συνηθισμένο να μην θέλουν όλοι οι άνθρωποι να δοκιμάσουν νέα φαγητά και να θέλουν να φάνε ό,τι τρώνε στην πατρίδα τους.

Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι άνθρωποι που μπορεί να ταξιδέψουν από τις ΗΠΑ σε μία ευρωπαϊκή χώρα και να θέλουν να φάνε στα McDonald’s. Ιστορίες σαν κι αυτή δεν είναι καθόλου σπάνιες, αν και πολλοί από εμάς μισούν να το παραδεχτούν.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έναν φίλο που τον πειράζουν επειδή βάζει Diet Coke στη βαλίτσα του ή παραδέχεται ότι προτιμάει τα Starbucks από μια τοπική καφετέρια όταν ταξιδεύει.

Όλοι μας αναζητούμε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα -μια γεύση οικειότητας σε μια ξένη χώρα- και κανένας μας δεν πρέπει να παραγνωρίζει ότι, η απόφαση να δοκιμάσουμε ή να μην δοκιμάσουμε άγνωστα τοπικά πιάτα είναι εγγενώς προγραμματισμένη μέσα μας.

Γιατί είναι Ok να μην θες να δοκιμάσεις νέα φαγητά

Μια μελέτη του 2019 που διεξήχθη από καθηγητές στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι η πολιτισμική εξοικείωση, οι παράγοντες κινήτρων και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας επηρεάζουν τις αποφάσεις των τουριστών για το φαγητό περισσότερο από το κόστος και την ευκολία.

«Οι ταξιδιώτες φάνηκε να καθοδηγούνται περισσότερο από την άνεση και την ασφάλεια», λέει ο Angel Gonzalez, αναπληρωτής καθηγητής στο California State University, Monterey Bay, ο οποίος ήταν συν-συγγραφέας της μελέτης.

«Όσοι είναι πιο προσεκτικοί ή δεν είναι εξοικειωμένοι με την τοπική κουζίνα τείνουν να κλίνουν προς τα οικεία τρόφιμα». Είναι ενδιαφέρον ότι οι Αμερικανοί ισπανόφωνης εθνικότητας είναι πιο πρόθυμοι να δοκιμάσουν τοπικά τρόφιμα, λέει.

«Αυτό μπορεί να σχετίζεται με την ευρύτερη εξοικείωση με ποικίλες εμπειρίες τροφίμων», υποθέτει ο Gonzalez, υπενθυμίζοντάς μας παράλληλα ότι η έρευνα προσφέρει μόνο ένα περιορισμένο δείγμα της συμπεριφοράς στα τρόφιμα. Η μελέτη βασίστηκε σε συνεντεύξεις με 330 άτομα στις ΗΠΑ, τα οποία ερωτήθηκαν όλοι για το πόσο πιθανό θα ήταν να δοκιμάσουν τοπικά τρόφιμα όταν ταξιδεύουν.

«Αν και τα ευρήματα είναι ενδιαφέροντα, θα χρειαζόμασταν μια πιο εκτεταμένη μελέτη για να προσφέρουμε μια βαθύτερη και πιο διαφοροποιημένη κατανόηση των λόγων για τους οποίους οι ταξιδιώτες κάνουν συγκεκριμένες επιλογές τροφίμων στο εξωτερικό», σημειώνει.

Ελλείψει μιας πιο οριστικής εξήγησης, ο Judson Brewer, νευροεπιστήμονας και καθηγητής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Brown, μας καλεί να κοιτάξουμε μέσα μας. Όπως εξηγεί στο CNN, υπάρχουν δύο βασικές διεργασίες που περνάει ο εγκέφαλός μας όταν πρόκειται για επιλογές τροφίμων. «Τα ταξίδια μπορεί να αποτελούν έναν συμβιβασμό μεταξύ του ενθουσιασμού της ανακάλυψης και της μετάβασης σε αυτά που γνωρίζουμε», λέει ο Brewer, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για τις διατροφικές συμπεριφορές με τίτλο “Hunger Habit”.

«Δοκιμάζουμε ένα νέο φαγητό ή τρώμε στο γνωστό franchise fast food που τυχαίνει να βρίσκεται στη γωνία;» διερωτάται.

Το ένστικτο της επιβίωσης

Σε αυτές τις καταστάσεις, λέει ότι ο τροχιομετωπιαίος φλοιός μας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, προσπαθεί να εκτιμήσει ποια επιλογή είναι πιο αποδοτική για την επιβίωση.

Το ένστικτο αυτό έχει τις ρίζες του στην καταγωγή μας από το κυνήγι και τη συλλογή – όταν οι άνθρωποι έπρεπε να αποφασίσουν αν θα έπρεπε να βρουν μια νέα πηγή τροφής ή να συλλέξουν ό,τι είχαν μπροστά τους πριν εξαντληθούν οι πόροι.

Στην περίπτωση του ταξιδιού, λέει ότι ο σχεδιαστικός μας εγκέφαλος μπορεί να αποφασίσει ότι είναι ασφαλέστερο να παραμείνουμε σε τροφές που γνωρίζουμε για να αποφύγουμε πιθανή σωματική ταλαιπωρία. «Στον εγκέφαλό μας δεν αρέσει η αβεβαιότητα και τα ταξίδια (ειδικά σε νέα μέρη) μπορεί να είναι τρομακτικά», λέει ο Brewer.

Αυτές οι αβεβαιότητες μπορεί να προκαλέσουν άγχος, οδηγώντας σε μια άλλη διαδικασία στον εγκέφαλό μας. «Ως παιδιά, μαθαίνουμε να συνδέουμε το φαγητό με τη διάθεση και το συναίσθημα. Μαθαίνουμε να συνδέουμε το φαγητό με την άνεση – εξ ου και ο όρος ‘comfort food’», λέει.

«Η ψυχολογική άνεση που παρέχουν τα οικεία τρόφιμα μοιάζει με την αίσθηση του σπιτιού μας».

«Το φαγητό έχει γίνει όλο και περισσότερο ένας τρόπος να αντιμετωπίζουμε τα συναισθήματά μας, χάρη στις σύγχρονες εκστρατείες μάρκετινγκ και την ποπ κουλτούρα. Θυμάστε όταν η συντετριμμένη Μπρίτζετ Τζόουνς έσκαγε σε ένα σωρό παγωτά στην ταινία;». Όταν προκύπτουν συναισθήματα, το τμήμα σχεδιασμού του εγκεφάλου μας τίθεται εκτός λειτουργίας και το τμήμα επιβίωσης παίρνει το τιμόνι.

Για να μουδιάσει τον πόνο, μας ενθαρρύνει να βρούμε παρηγοριά στο φαγητό – ακόμα και όταν δεν πεινάμε – απελευθερώνοντας ντοπαμίνη (μια ορμόνη που προκαλεί ευεξία) ως ανταμοιβή και ενισχύοντας τη συνήθεια να επιλέγουμε την εξοικείωση.

«Οι οικείες γεύσεις μπορούν να χρησιμεύσουν ως άγκυρα που παρέχει ψυχολογική άνεση και ασφάλεια, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε λιγότερο παρασυρμένοι σε ένα νέο περιβάλλον», λέει ο Brewer.

«Η ζωή πάντα αλλάζει. Αν γινόμαστε υπερβολικά άκαμπτοι, δυσκολευόμαστε πολύ περισσότερο να αντιμετωπίσουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή μας», λέει. «Το να στηριζόμαστε στην περιέργεια και την εξερεύνηση μας βοηθάει να διατηρούμε το μυαλό μας ευέλικτο. Έτσι, όταν συμβαίνει η αλλαγή, είναι πιο πιθανό να είμαστε σε θέση να την αποδεχτούμε και να δουλέψουμε μαζί της».

Με πληροφορίες από CNN