icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Η εισαγωγή και ο εγκλιματισμός ενός από τα χειρότερα χωρακατακτητικά είδη του κόσμου στη χώρα δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στην πανίδα

Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο Ρώσος ζωολόγος Nikolai Vereshchagin ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο στο ορεινό τοπίο του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και στη γειτονική Αρμενία και Γεωργία: θέλησε να καταγράψει όλα τα ζώα που είχαν εξαφανιστεί από την περιοχή αυτή. Κατά μήκος της ακτής της Κασπίας Θάλασσας, διάφορες σπηλαιογραφίες καταγράφουν ένα τοπίο όπου άνθρωποι κυνηγούσαν ταύρους auroch, γαζέλες και άγριες κατσίκες bezoar.

Ο Vereshchagin διέσχισε τον Καύκασο στα ταξίδια του, βρίσκοντας ατελείωτα σημάδια εξαφανισμένων ζώων, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων απολιθωμάτων και θραυσμάτων οστών από μαμούθ της στέπας και turanian τίγρεις.

Το 1954, ο Vereshchagin χρησιμοποίησε τα ευρήματά του για να γράψει για τον σαρωτικό αφανισμό πολλών ειδών του Καυκάσου σε πάνω από 11.000 χρόνια – αρχικά λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας και αργότερα λόγω της «χαοτικής ανθρώπινης δραστηριότητας», όπως έγραψε.

Το βιβλίο του, «Τα θηλαστικά του Καυκάσου», χαιρετίστηκε από τους Σοβιετικούς ανωτέρους του ως ένα «λαμπρό» αλλά «κάπως ασυνήθιστο βιβλίο».

Κι ύστερα ήρθαν τα χωροκατακτητικά είδη

Ο συγγραφέας του βιβλίου, ωστόσο, δεν κατέγραφε απλώς την οικολογική ιστορία της περιοχής: ο Vereshchagin επεδίωξε να ξαναφτιάξει τα οικοσυστήματα που κατέγραψε, αντικαθιστώντας τα εξαφανισμένα πλάσματα του τοπίου με εισαγόμενα ζώα σε μαζική κλίμακα, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το κρέας και τη γούνα τους.

Οι προσπάθειές του άφησαν ένα σημάδι στην περιοχή που είναι αισθητό ακόμη και σήμερα, αφήνοντας το Αζερμπαϊτζάν και τους γείτονές του με ακμάζοντες, επίμονους πληθυσμούς χωροκατακτητικών ειδών. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν το 1930 ήταν μια εποχή τολμηρών πειραματισμών στο άγριο τοπίο της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Vereshchagin ήταν μέλος της ομάδας που πρωτοστάτησε στις προσπάθειες επανασχεδιασμού αυτών των τοπίων. Ο ίδιος ήταν ενθουσιώδης κυνηγός και κάποτε ξάφνιασε το ακροατήριο ενός συνεδρίου με το δικό του αυτοσχέδιο «παλαιολιθικό» δόρυ, που είχε αυθεντική αιχμή.

Πέρα από το κυνήγι, όμως, υπήρχε και ένας άλλος στόχος, ο «εμπλουτισμός» των τοπικών οικοσυστημάτων. Τα πειράματα για τον λεγόμενο «εγκλιματισμό» ζώων από τη μία χώρα στην άλλη ήταν πολυάριθμα.

Ο αρουραίος του βάλτου

Στο Αζερμπαϊτζάν εισήχθησαν εννέα είδη θηλαστικών, μεταξύ των οποίων τσιντσιλά με κοντές ουρές από τις Άνδεις, σκύλοι-ρακούν από την Κίνα και ελάφια από την Ιαπωνία, καθώς και ριγωτά κουνάβια από τη Βόρεια Αμερική.

Τα περισσότερα από αυτά τα είδη δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο τραχύ τοπίο του Αζερμπαϊτζάν – αλλά ένα είδος ευδοκίμησε. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, ο Vereshchagin είχε επιβλέψει προσωπικά την εισαγωγή μιας αρχικής κοινότητας 213 γιγάντιων τρωκτικών της Νότιας Αμερικής – γνωστών ως coypu, nutria, μυοκάστορες, αρουραίους του βάλτου ή ποταμοπόντικες – των οποίων τα ανθεκτικά δέρματα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή γούνινων καπέλων και παλτών.

Χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, ο Vereshchagin και η ομάδα του είχαν φέρει στον Καύκασο ένα ζώο που, τον 21ο αιώνα, θα αναγνωριζόταν ως ένα από τα 100 χειρότερα χωροκατακτητικά είδη στον κόσμο.

Σήμερα, 70 χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Vereshchagin, το coypu μπορεί να βρεθεί σχεδόν σε όλους τους υγροτόπους του Αζερμπαϊτζάν, λέει ο βιολόγος και ερευνητής Zulfu Farajli, ο οποίς έχει ξεκινήσει μία έρευνα σχετικά με τον αντίκτυπο του coypu, επιχειρώντας να απαντήσει σε ορισμένα βασικά ερωτήματα: πόσα coypu υπάρχουν στο Αζερμπαϊτζάν; Και πόση ζημιά – σε διάστημα 90 περίπου ετών – έχουν πραγματικά προκαλέσει;

Ένα παραγωγικό τρωκτικό

Τα ενήλικα coypu, όπως αναφέρει το BBC, έχουν συνήθως μήκος σώματος περίπου 60 εκατοστά και ουρά μήκους ενός μέτρου. Σε πλήρη ανάπτυξη, το καθένα ζυγίζει περίπου 7-9 κιλά. Αν και μοιάζουν στην εμφάνιση με το capybara – το μεγαλύτερο τρωκτικό του κόσμου – τα coypu τείνουν να έχουν λιγότερους θαυμαστές. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τους είναι τα δόντια τους: ένα ζευγάρι κοπτήρων που δεν σταματούν ποτέ να μεγαλώνουν.

Τα τρωκτικά αυτά, που βγαίνουν για να γευματίσουν το βράδυ, τρέφονται αχόρταγα με ρίζες και χόρτα των βάλτων, ενώ μελέτες δείχνουν ότι προτιμούν τα υδρόβια φυτά, καθώς είναι πιο ασφαλή από τα αρπακτικά κοντά στο νερό.

Τα coypu απαντώνται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική και την Ωκεανία. Οι πληθυσμοί μπορούν να πολλαπλασιαστούν γρήγορα. Τα θηλυκά γεννούν συνήθως τέσσερις έως πέντε απογόνους σε μια γέννα και μπορούν να μείνουν έγκυες μόλις λίγες ημέρες αργότερα, κάτι που τους επιτρέπει να γεννούν δύο ή τρεις φορές κάθε χρόνο.

Οι αριθμοί είναι τεράστιοι

Η έρευνα του Farajli διαπίστωσε ότι πολλά coypu εγκλιματίστηκαν στο νέο τους περιβάλλον σε κλειστούς χώρους, προτού απελευθερωθούν σε ανοιχτές ή «ημι-άγριες» περιοχές.

Από τα αρχικά 213 coypu που εισήγαγε στο Αζερμπαϊτζάν ο Vereshchagin, τώρα ενδεχομένως να υπάρχουν χιλιάδες, λέει ο βιολόγος: «Δεν θυμάμαι κανέναν υγροβιότοπο στον οποίο να έχω βρεθεί που να μην έχω δει ίχνη τους».

«Ο Vereshchagin αναφέρει ότι μέσα σε πέντε χρόνια ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 400-500 ζώα και απελευθέρωσαν μόνο λίγο πάνω από 200 ζώα. Άρα διπλασιάστηκαν μέσα σε πέντε χρόνια», λέει ο Farajli. «Είναι τρελό, για μένα, το πόσο ικανά είναι αυτά τα ζώα».

Στο Αζερμπαϊτζάν, οι επιπτώσεις του coypu γίνονται αισθητές σε ένα από τα παγκόσμια hotspots βιοποικιλότητας. Η περιοχή του Καυκάσου βρίσκεται σε ένα «βιογεωγραφικό σταυροδρόμι» όπου η χλωρίδα και η πανίδα της Ευρώπης συναντά την Κεντρική Ασία και τη χερσόνησο της Ανατολίας, κερδίζοντας την αναγνώριση από τη Διεθνή Οργάνωση Διατήρησης ως ένα από τα 25 πιο πλούσια σε βιολογικά στοιχεία και πιο απειλούμενα χερσαία οικοσυστήματα στον κόσμο.

Απειλή για τα πουλιά

Η Farajli αντιλήφθηκε τις επιπτώσεις τους στο καταφύγιο Gizilagaj στην ακτή της Κασπίας Θάλασσας. Ο παγκόσμιας σημασίας υγροβιότοπος Ramsar, που έχει οριστεί για την προστασία των πτηνών, είναι μια ιδιαίτερα σημαντική περιοχή για τη μετανάστευση και τη διαχείμαση, καθώς φιλοξενεί πολλά απειλούμενα είδη, όπως η λευκοκέφαλη πάπια και ο σιβηρικός γερανός.

Ένα πείραμα, ωστόσο, έδειξε ότι το coypu άπειλεί αυτά τα πουλιά, καθώς συνθλίβει τα αβγά τους όταν κάθεται αδέξια για να ξεκουραστεί στις φωλιές τους.

Λίγες χώρες έχουν καταφέρει να εξαλείψουν πλήρως το coypu, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Όταν εισήχθη το είδος στη χώρα τη δεκαετία του 1920, σύντομα έφτασε σε αριθμό τα 200.000 ζώα. Μετά από μια συντονισμένη προσπάθεια κυνηγιού και παγίδευσης, το ερευνητικό εργαστήριο Coypu του βρετανικού υπουργείου Γεωργίας παγίδεψε το τελευταίο άγριο ζώο το 1989.

Ωστόσο, μια τέτοια αποστολή είναι πολύ πιο δύσκολη σε χώρες όπου οι αριθμοί έχουν αυξηθεί αρκετά και οι πόροι είναι πιο περιορισμένοι.

Επικηρύσσοντας τα coypu

Στο Αζερμπαϊτζάν, επιχειρούν να επαναφέρουν κάποιες από τις επικηρύξεις της σοβιετικής εποχής, για τους εισβολείς-παράσιτα και όχι για ντόπιους θηρευτές.

Οι επικηρύξεις προσελκύουν κυνηγούς σε περιοχές όπου υπάρχουν πληθυσμοί υψηλής πυκνότητας των ειδών, κάτι που μπορεί να αραιώσει τους μεγάλους αριθμούς, αλλά σπάνια τους απομακρύνει.

Στο Αζερμπαϊτζάν, ο Farajli λέει ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι η ανατροπή των σημερινών συστημάτων τελών που θέλει τους κυνηγούς να πρέπει να πληρώσουν αν πυροβολήσουν ένα coypu.

Το πρώτο βήμα, ωστόσο, για τον Farajli, είναι οι ντόπιοι να μάθουν περισσότερα για την ιστορία του τρωκτικού. Εννέα δεκαετίες μετά τις πρώτες απελευθερώσεις, το coypu υπάρχει σήμερα σε υγροβιότοπους κοντά στο κρατικό καταφύγιο Gizilagaj. Οι ντόπιοι βοσκοί και ψαράδες βλέπουν τα ζώα κάθε μέρα και δίνουν ελάχιστη σημασία, αφού «δεν είναι επικίνδυνα, δεν επηρεάζουν τη ζωή τους, οπότε δεν τους ενδιαφέρει πραγματικά», όπως λέει ο βιολόγος.

Ο Farajli θέλει να δει αυτό να αλλάζει. Περίπου εννέα δεκαετίες αφότου ξεκίνησαν οι στρατηγικές εγκλιματισμού, τα ζώα που κινδυνεύουν περισσότερα είναι τα πουλιά, όπως ο σιβηρικός γερανός – ο τελευταίος, με το όνομα Omid («ελπίδα» στα περσικά), δεν εθεάθη το 2023 στο Αζερμπαϊτζάν.

Έτσι, παρά την πεποίθηση του Vereshchagin και των συναδέλφων του ότι αναπλήρωναν την πανίδα του Καυκάσου, φαίνεται πλέον προφανές ότι εισβολείς, όπως το coypu, μάλλον, την εξαντλούν.