Οι οικογενειακές σχέσεις είναι από τις πιο δύσκολες, αλλά και σημαντικές για τη ζωή ενός ανθρώπου – και παρόλο που όλοι,  λίγο-πολύ, προσπαθούμε να είμαστε κοντά με τη μαμά και τον μπαμπά, ορισμένες φορές, τα παράπονα είναι αναπόφευκτα, ακριβώς όπως οι «διακρίσεις» που συχνά κάνουν οι γονείς στα παιδιά τους. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;

Τι είναι η γονική ευνοιοκρατία και πώς μπορεί να επηρεάσει τον ψυχισμό ενός ανθρώπου – κυρίως στην ενήλικη ζωή του – και τη σχέση με τα αδέλφια του, το γεγονός ότι δεν ήταν το «χαϊδεμένο» παιδί της οικογένειας;

Και, το σημαντικότερο: υπάρχει τρόπος το τραύμα αυτό να αμβλυνθεί για να μπορέσει ένα άτομο να αφήσει πίσω ό,τι το πονά και να πάρει τη ζωή στα χέρια του;

Η Μαρία Σγούρου, αναπτυξιακή ψυχολόγος και ιδρύτρια Κέντρου Ψυχοθεραπείας στη Θεσσαλονίκη, μιλώντας στο pride.gr, εξηγεί πως οι γονείς δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα παιδιά τους αφού «κάθε σχέση είναι διαφορετική – γιατί οι ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις είναι διαφορετικές – ακριβώς επειδή συμμετέχουν σε αυτές διαφορετικοί άνθρωποι».

Η παροιμία «όποιο δάχτυλο και αν κόψεις θα πονέσει το ίδιο» ισχύει όσον αφορά στον ψυχικό πόνο, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι οι γονείς είναι ίδιοι με όλα τους τα παιδιά

Εάν ρωτήσεις έναν γονέα για το εάν έχει κάποιο παιδί που ξεχωρίζει, θα σου απαντήσει πως αγαπά όλα του τα παιδιά το ίδιο. Γιατί όμως ορισμένοι άνθρωποι νιώθουν πως οι γονείς τους έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν «διακρίσεις»;

Ο κάθε γονέας με το κάθε παιδί του είναι εντελώς διαφορετικός – και αυτό γιατί σε διαφορετική ηλικία το απέκτησε και με διαφορετική ωριμότητα και εμπειρία στέκεται απέναντί του. Επιπλέον, τα παιδιά έρχονται, συνήθως, σε διαφορετική κοινωνικο-οικονομική συνθήκη, σε διαφορετική φάση ανάπτυξης του ίδιου το γονέα, ενώ σε διαφορετική φάση ανάπτυξης βρίσκεται και η οικογένεια εν συνόλω.

Οπότε η παροιμία «όποιο δάχτυλο και αν κόψεις θα πονέσει το ίδιο» είναι αλήθεια όσον αφορά στο νοιάξιμο και τον ψυχικό πόνο αλλά δεν είναι αλήθεια ότι οι γονείς είναι με όλα τους τα παιδιά ίδιοι.

Υπάρχουν παιδιά που η ιδιοσυγκρασία τους δεν «τα πάει καλά» με εκείνη των γονιών τους. Είναι ευθύνη των τελευταίων να βρουν τρόπους να πλησιάσουν το παιδί

Πολύ απλά γιατί κανένα άτομο δεν μπορεί να είναι ίδιο στις σχέσεις του με κάποιον άλλον άνθρωπο: η κάθε σχέση είναι μοναδική. Συν τοις άλλοις, η κάθε ιδιοσυγκρασία με την οποία γεννιέται ένα παιδί είναι κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά δεν είναι κληρονομικά;

Παρόλο που τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά είναι – σε μεγάλο βαθμό – κληρονομικά, ένα σημαντικό ποσοστό ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο από μόνο του. Γεννιούνται παιδιά που τυχαίνει να μοιάζουν ιδιοσυγκρασιακά με τους γονείς τους και, συνήθως, αυτές οι σχέσεις πάνε καλύτερα.

Από την άλλη, μπορεί να γεννηθούν παιδιά που η ιδιοσυγκρασία τους δεν ταιριάζει με εκείνη των γονιών τους – αυτές οι σχέσεις είναι πιο δύσκολες ή «κενές». Πρόκειται για σχέσεις που ο γονέας δεν μπόρεσε να «πιάσει τον σφυγμό του παιδιού» και να το προσεγγίσει με έναν τρόπο που το παιδί το έχει ανάγκη.

Σε αυτή την περίπτωση, είναι πάντα ευθύνη του μεγαλύτερου να σπάσει τη δική του ιδιοσυγκρασία και να τη μεταβάλει με τρόπο τέτοιο ώστε να πλησιάσει την ιδιοσυγκρασία του παιδιού.

Δυστυχώς, υπάρχει ένας αριθμός γονέων που δεν έχουν ούτε τη γνώση, ούτε τη θέληση ή το κουράγιο να το κάνουν αυτό. Συνεπώς δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές οικογένειες, το ένα παιδί τα πηγαίνει καλά με τους γονείς, ενώ το άλλο όχι.

Πώς μπορεί να εξελιχθεί η συμπεριφορά ενός παιδιού που νιώθει ότι είναι το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας;

Πέρα από τα κληρονομικά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, η συμπεριφορά ενός παιδιού είναι πάντα αποτέλεσμα και της μίμησης και της μάθησης – υπάρχουν λοιπόν και τα χαρακτηριστικά που το παιδί μαθαίνει να τα μιμείται μέσα από την οικογένεια.

Επιπλέον, όλοι αναλαμβάνουν έναν ρόλο μέσα στο σπίτι: σε οικογένειες που είναι αρκετά δυσλειτουργικές, κάποιο παιδί θα αναλάβει τον ρόλο του «κώδωνα του κινδύνου» – θα γίνει δηλαδή το «μαύρο πρόβατο» που είναι, ουσιαστικά, το πιο υγιές κομμάτι, αυτό που συνταράσσει όλη την οικογένεια προσπαθώντας να τη μετακινήσει προς μία πιο υγιή κατάσταση.

Συνήθως αυτό γίνεται με το να είναι οι σχέσεις με την υπόλοιπη οικογένεια πιο συγκρουσιακές ή με το να έχει πιο «επαναστατικές» συμπεριφορές σε σχέση με το ό,τι έχουν συνηθίσει, μέχρι εκείνη την ώρα, οι γονείς.

Συχνά, το «μαύρο πρόβατο» συνταράσσει τη δυσλειτουργική οικογένεια, προσπαθώντας να τη μετακινήσει προς μία πιο υγιή κατάσταση

Επομένως, υπάρχουν περιπτώσεις που οι γονείς «ξεχωρίζουν», κατά κάποιο τρόπο, τα παιδιά τους ίσως όχι επειδή το θέλουν, αλλά επειδή έτσι είναι φτιαγμένες, από τη φύση τους, οι ανθρώπινες σχέσεις.

Είναι απολύτως φυσικό να δημιουργούνται συμπάθειες και ταιριάσματα και εξίσου φυσιολογικό να υπάρχουν γονείς που δεν ταιριάζουν με τα παιδιά τους. Και όσο και αν ακούγεται αυτό εξωπραγματικό ή σκληρό, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δεν έχει καθόλου να κάνει με την αγάπη, το νοιάξιμο, τη θυσία ή τη γονική προσοχή.

Ο γονέας μπορεί να υπεραγαπά το παιδί του και να είναι ένας πολύ καλός γονέας, αλλά να μην ταιριάζει με το συγκεκριμένο άτομο – γιατί παρόλο που η γονική είναι η πιο στενή σχέση του κόσμου, είναι κι αυτή μια σχέση.

Ακριβώς όπως δεν ταιριάζουμε με όλους, έτσι δεν ταιριάζουμε και με τα παιδιά μας, μερικές φορές, τα οποία – και αυτό πρέπει να σημειωθεί – δεν επιλέγουμε. Η γέννηση ενός παιδιού είναι ό,τι μας τύχει. Είναι λαχείο!

Δεν μπορούμε να επιλέξουμε τους συγγενείς – μπορούμε να επιλέξουμε φίλους ή συντρόφους, που είναι η σημαντικότερη επιλογή ζωής, και ενδεχομένως ένας προγνωστικός παράγοντας για το τι παιδιά θα γεννήσουμε, με ό,τι μπορεί να φέρει το ταίρι βιολογικά, συμπεριφορικά και ψυχικά σε μία οικογένεια.

Το παιδί μας, όμως, δεν το επιλέγουμε. «Αναγκαζόμαστε να υιοθετήσουμε» οτιδήποτε μας φέρει η ζωή. Μέσα, λοιπόν, σε όλες αυτές τις πολυδύναμες διαδικασίες, και πάντα σε συνάρτηση με τους λόγους που θέλει κάποιος ένα παιδί, ή ένα δεύτερο και ένα τρίτο παιδί – γιατί πολύ συχνά τα ζευγάρια προχωρούν στην απόκτηση ενός παιδιού για διάφορους λόγους, όπως οι κοινωνική πίεση, χωρίς όμως να είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο, να μην το επιθυμούν ή να υπερβαίνει τις δυνατότητές τους – δημιουργούνται αυτές οι διαφορετικές αλληλεπιδράσεις.

Όταν, όμως, γίνονται διακρίσεις δεν δημιουργείται ένα ανταγωνιστικό κλίμα ανάμεσα στα αδέλφια;

Δεν είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση να υπάρχει αδερφική σχέση χωρίς ανταγωνισμό. Μιας και η γονική αγάπη και προσοχή είναι σύμφυτες με την επιβίωση: ο άνθρωπος είναι ένα ον που δεν μπορεί να ζήσει μόνο του όταν είναι μωρό. Άρα το κατά πόσον το προσέχει το φροντιστικό του περιβάλλον έχει άμεση σχέση με το αν θα επιβιώσει ή όχι – είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Έτσι, όταν καλούμαι εγώ να μοιραστώ αυτή τη φροντίδα, την προσοχή και την αγάπη που είναι εγγεγραμμένη στο DNA μου ως κάτι επιβιωτικό, με άλλους ομοτίμους είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθεί ανταγωνισμός και να ζηλέψω.

Σε υγιή οικογενειακά περιβάλλοντα, τα αδέρφια βρίσκουν μεταξύ τους τις ισορροπίες διαμέσου της μετουσίωσης, ενώ στα μη υγιή επικρατούν η ζήλια και ο ανταγωνισμός

Ο ανθρώπινος ψυχισμός, από την άλλη, έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες δυνάμεις και άμυνες που άλλοτε τον καθιστούν περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικό και λειτουργικό.

Μία πολύ ενδιαφέρουσα άμυνα είναι η μετουσίωση. Μπορεί, δηλαδή, να μετουσιωθεί αυτός ο ανταγωνισμός, που υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, σε κάτι πολύ φροντιστικό, σε μία ευγενή άμιλλα μεταξύ των αδερφών.

Μπορεί να γίνω ο ηγέτης του αδερφού ή της αδερφής μου ή να επιτρέψω στο αδερφάκι μου να γίνει ο ηγέτης. Με λίγα λόγια, τα αδέρφια συχνά βρίσκουν μεταξύ τους τις ισορροπίες διαμέσου του μηχανισμού της μετουσίωσης.

Για να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, βέβαια, πρέπει και οι δύο πλευρές να είναι υγιείς ψυχικά και να προέρχονται από ένα υγιές περιβάλλον που έχει άφθονους πόρους – οπότε δεν νιώθουν την απειλή ή δεν πυροδοτείται η αίσθηση της απειλής.

Τι γίνεται όταν έχουμε να κάνουμε με δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα;

Στην περίπτωση που οι πόροι δεν είναι σε αφθονία, τότε δημιουργείται μία συναισθηματική «πείνα» και τα αδέρφια ξεκινούν να ανταγωνίζονται για το ποιο θα επιβιώσει. Τότε λοιπόν είναι δύσκολο να ενεργοποιηθεί η μετουσίωση και διεγείρονται άλλοι μηχανισμοί που είναι πολύ πιο «ανώριμοι» και πιο «ζωώδεις», όπως είναι η άρνηση, ο σχηματισμός της αντίθετης αντίδρασης, η προβλητική ταύτιση, η υπερβολή – δηλαδή «σκοτεινοί» μηχανισμοί που διογκώνουν τις συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των αδερφών.

Από την εφηβεία και έπειτα, η ευθύνη μετατοπίζεται σε εμάς για το πώς θα αποκαταστήσουμε τη σχέση με την οικογένειά μας εφόσον, φυσικά, το επιθυμούμε

Όλοι οι άνθρωποι έχουν έμφυτα τα ανταγωνιστικά ένστικτα – ειδικά για το άτομο που είναι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και διεκδικεί, και εκείνο, την απόλυτη αγάπη και προσοχή που έχουμε ανάγκη – αλλά αν βρεθούμε σε ένα υγιές, ώριμο και «θρεπτικό» περιβάλλον, αυτά τα ζωώδη ένστικτα μπορούν να αμβλυνθούν και να γίνουν εξαιρετικά λειτουργικά και κοινωνικά.

Αν όμως το περιβάλλον δεν είναι το σωστό, τα ζωώδη ένστικτα θα παραμείνουν ζωώδη και θα επικρατήσει ο ανταγωνισμός – είναι κάτι που έχει να κάνει με τη διαχείριση των γονέων προς τα αδέλφια.

Όταν πρόκειται για μικρές ηλικίες, την ευθύνη την έχουν οι γονείς – από την εφηβεία και έπειτα, ωστόσο, η ευθύνη μετατοπίζεται σε εμάς για το πώς θα αποκαταστήσουμε τη σχέση με τα αδέλφια μας εφόσον, φυσικά, το θέλουμε.

Εκτός από το παιδί που παραμελείται, κάνουν οι γονείς κακό και στο «χαϊδεμένο» παιδί που «υπερπροστατεύεται»;

Η υπερπροστασία είναι και αυτή μία παραμελητική συμπεριφορά – παραμελώ το καθήκον μου να βάλω όρια σε ένα παιδί και να το εκθέσω σε εκείνες τις εμπειρίες που θα το καταστήσουν ανθεκτικό, ακριβώς επειδή δεν αντέχω τα ρίσκα και τις ματαιώσεις που έχει αυτή η διαδικασία.

Καθήκον του γονέα – εφόσον είναι ικανός και πλήρης – είναι, ανάμεσα σε άλλα, και να σκληραγωγεί το παιδί του με έναν απόλυτα λογικό και αρμόζοντα τρόπο για την ηλικία του. Ωστόσο, πολλοί γονείς κάνουν σε κάποιο παιδί όλα τα χατίρια προκειμένου να αποφύγουν, για παράδειγμα, την γκρίνια και τον φόβο ή τον ενδεχόμενο κίνδυνο του παιδιού – άρα αποφεύγουν τη δική τους ευθύνη και την έξτρα δουλειά.

Το «χαϊδεμένο» παιδί, συχνά, νιώθει ενοχές απέναντι στα αδέλφια του που δεν λαμβάνουν την ίδια προσοχή – κάτι που οδηγεί σε αυτοτιμωρητικές ή επιθετικές συμπεριφορές

Η υπερπροστασία, λοιπόν, είναι και αυτή μία μορφή παραμέλησης και είναι ικανή να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη ενός ανθρώπου σε όλα του τα χρόνια.

Επιπλέον, όσον αφορά στις σχέσεις των παιδιών, ένα από τα κύρια ζητήματα που προκύπτουν με την υπερπροστασία ενός παιδιού είναι και η ενοχή: το «χαϊδεμένο» παιδί, πολύ συχνά, νιώθει ενοχές απέναντι στο άλλο αδελφάκι που δεν λαμβάνει την ίδια προσοχή. Και αυτές οι ενοχές στρέφονται προς τα μέσα, με έναν αυτοτιμωρητικό τρόπο και άλλες φορές προς τα έξω, με έναν επιθετικό τρόπο προς τον αδερφό, την αδερφή ή προς τους γονείς.

Αντιμετωπίζονται αυτή η «γκρίζα κηλίδα» και ο πόνος που νιώθει ένα ενήλικο, πλέον, άτομο – το οποίο αισθάνεται ότι δεν έλαβε την αγάπη ή τη στήριξη που χρειαζόταν από τους γονείς του ως παιδί;

Αντιμετωπίζονται με τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας και της αυτογνωσίας: χρειάζεται να ζητήσω βοήθεια γιατί αυτό που περιγράφουμε ως «γκρίζα κηλίδα» μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έλλειψη», ως «τραύμα» – ως ένα «ατάιστο σημείο» που παραμένει στο ίδιο μέγεθος και με πονάει, καθορίζοντας και τις επιλογές μου.

Όταν, όμως, επιλέγω να θεραπεύομαι και είμαι δεσμευμένος στη διαδικασία της θεραπείας, αναπόφευκτα διευρύνομαι και ωριμάζω και έτσι το τραύμα αναλογικά μικραίνει μέσα μου.

Δεν φεύγει, αλλά επειδή εγώ «μεγαλώνω» και αναπτύσσομαι, γίνεται μικρότερο. Άρα είμαι πλέον σε θέση να ορίζω τις επιλογές μου και το τραύμα να αποτελεί απλώς ένα κομμάτι του «μωσαϊκού» και όχι να είναι ο «καραγκιοζοπαίκτης» μου.

Πώς ακριβώς λειτουργεί η ψυχοθεραπεία στα προβλήματα των σχέσεων με την οικογένεια;

Η ψυχοθεραπεία έχει στάδια – ειδικά η ψυχοθεραπεία που αφορά στα οικογενειακά ζητήματα. Το πρώτο στάδιο είναι να περάσω ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε αυτό που ονομάζουμε “pampering”, δηλαδή να βρεθώ σε έναν χώρο εντελώς ασφαλή, όπου αοσθάνομαι πλήρη αποδοχή.

Εκεί θα νιώσω ότι υπάρχει επιτέλους ο χώρος, ο χρόνος και η αμέριστη προσοχή να καταθέσω όλα μου τα παράπονα, να κλάψω, να γκρινιάξω και να ακουστώ.

Τα οικογενειακά δράματα δεν λύνονται χωρίς «κατά μέτωπο αντιμετώπιση» – όμως αυτό δεν σημαίνει ακραία ξεσπάσματα

Αυτό το στάδιο μπορεί να πάρει αρκετό καιρό, αλλά είναι η απαραίτητη προεργασία ώστε να ξεκινήσει το άτομο να ενδυναμώνεται. Μόλις τελειώσει αυτό το στάδιο τότε ο θεραπευτής ή η θεραπεύτρια αρχίζει να «τραβά το χαλάκι κάτω από τα πόδια» του θεραπευόμενου.

Με τον τρόπο αυτό τον προσκαλεί να αρχίσει να κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις στη ζωή του, αφού βέβαια πρώτα έχει διδαχθεί διάφορους τρόπους – με διάφορα «εργαλεία που έχει αποκτήσει στην εργαλειοθήκη του» κατά τη διάρκεια του pampering – και έχει αποκτήσει τα ανάλογα ψυχικά αποθέματα.

Τότε λοιπόν, προχωράμε στο επόμενο βήμα, το λεγόμενο “confronting”. Τα οικογενειακά δράματα δεν λύνονται χωρίς να γίνει κάποιου είδους «κατά μέτωπο αντιμετώπιση». Αυτό μπορεί να είναι μία συζήτηση ή περισσότερες – δεν εννοούμε το confronting σαν έναν τεράστιο καβγά ή έναν τσακωμό ή να μην ξαναμιλήσω ποτέ με τους γονείς μου…

Το confronting μπορεί να γίνει μέσα από ένα βλέμμα ή ένα αστείο, μέσα από μία εκ βαθέων συζήτηση. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους δικαστήριο που καθόμαστε όλοι ή μέσα από έναν καβγά και μέσα στα κλάματα – που και αυτό μπορεί κάποια στιγμή να προκύψει – ωστόσο, συνήθως η επίλυση γίνεται με άκρως φροντιστικό τρόπο.

Δεν είναι αναγκαία σε αυτές τις περιπτώσεις τα «ξεσπάσματα»; Να θυμώσεις, να πεις την αλήθεια σου και να «αναγκάσεις» τον άλλον να ακούσει τι έχεις να πεις;

Κανένας ικανός και σωστά καταρτισμένος θεραπευτής δεν εξωθεί τον θεραπευόμενο στο να τσακώνεται ασύστολα με την οικογένειά του, στο να σπάσουν οι δεσμοί ή να λέγονται πράγματα που δεν παίρνονται πίσω.

Στη σωστή ψυχοθεραπεία, πριν αφαιρέσουμε το κάθε «δοκάρι», έχουμε ήδη φτιάξει ένα ισχυρότερο που θα το αντικαταστήσει

Ενδεχομένως χρειάζεται κάποια στιγμή και να εκφραστεί ο θυμός – και ο σωστός θεραπευτής μαθαίνει τον θεραπευόμενο πώς να εκφράζει σωστά τον θυμό του – αλλά πάντα έχοντας στον νου ότι οι οικογενειακές σχέσεις είναι ιδιαιτέρως σημαντικές για τον άνθρωπο.

Είναι «ρίζες» – φυσικά δεν εννοούμε – ντε και καλά – να έχουμε σχέσεις με την οικογένεια εάν αισθανόμαστε ότι δεν είναι καλό ή δημιουργικό για εμάς – μπορούμε και να μην έχουμε – όμως ο τρόπος πρέπει να είναι λελογισμένος.

Έτσι, οι θεραπευτές συνιστούμε να αποφεύγονται οι ακραίες, απότομες και γρήγορες παρεμβάσεις και, με πάρα πολύ σεβασμό σε αυτά τα ζητήματα, προχωράμε μαζί με τον θεραπευόμενο στο επόμενο βήμα.

Κάποια στιγμή, ενδεχομένως, να γίνει μία συζήτηση με την οικογένεια, με όποιον τρόπο το νιώθει ο καθένας εφικτό για τον ίδιο και το σύστημά του.

Από την άλλη, υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι έκαναν μέσα τους το κλείσιμο και δεν χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί ποτέ αυτή η συζήτηση.

Η συγχώρεση είναι εξαιρετικά σημαντική. Οι ρίζες μου είναι κομμάτι μου και με το να τις ακρωτηριάζω, στην ουσία, πληγώνω τον ίδιο μου τον εαυτό

Επικρατεί, μερικές φορές, η παρανόηση ότι όταν κάποιος κάνει ψυχοθεραπεία θα πάρει «τέτοια φόρα που ενδεχομένως, θα τα σπάσει όλα». Η σωστή ψυχοθεραπεία δεν θα σου το επιτρέψει αυτό, ακριβώς επειδή δεν γίνεται να σε αφήσει χωρίς κάποια υποστήριξη. Στη σωστή ψυχοθεραπεία, πριν αφαιρέσουμε το κάθε «δοκάρι», θα έχουμε ήδη φτιάξει ένα ισχυρότερο που θα το αντικαταστήσει.

Τι ρόλο παίζει η συγχώρεση στις οικογενειακές σχέσεις;

Το κομμάτι της συγχώρεσης είναι κεντρικό στη θεραπεία των οικογενειακών δραμάτων και συγκρούσεων – και φυσικά δεν εννοούμε τη συγχώρεση με την ηθικοπλαστική ή τη θρησκευτική έννοια αλλά την ετυμολογική : συν και χωρέω.

Γιατί οι ρίζες μου είναι κομμάτι μου και με το να τις ακρωτηριάζω, στην ουσία, πληγώνω τον ίδιο μου τον εαυτό:  δεν γίνεται να κυκλοφορώ ακρωτηριασμένος – δεν θα με πάει μακριά αυτό.

Πρέπει να δώσω χώρο, να συν-χωρέσω την οικογένειά μου και κάπως να βρω έναν τρόπο να την κουβαλάω μαζί στο μωσαϊκό μου, χωρίς να με καθορίζει στο έπακρο – να είναι απλώς ένα κομμάτι της ιστορίας μου.

Μόνο έτσι, ως ολόκληρο, χωρίς να έχω κομμάτια μου καταδικασμένα στη σκιά, μπορώ να καταφέρω να προχωρήσω ουσιαστικά προς τα εμπρός, να παίρνω υγιείς αποφάσεις και να κάνω σωστές επιλογές στις επόμενες σχέσεις μου.

Είναι απαραίτητο να κάνω ειρήνη μέσα μου, να συν-χωρέσω και να μην αφήνω «ανοιχτούς λογαριασμούς» με την οικογένεια.

Η Μαρία Σγούρου είναι Aναπτυξιακή Ψυχολόγος MSC Α.Π.Θ., Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt, υποψήφια διδακτόρισσα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), Ιδρύτρια Κέντρου Ψυχοθεραπείας στη Θεσσαλονίκη και ιδρύτρια του θεσμού εταιρικής κοινωνικής ευθύνης psyfest, που διοργανώνει δράσεις εντελώς δωρεάν για την προαγωγή της δημόσιας ψυχικής υγείας.

Είναι ιδιαιτέρως ενεργή στα social media, σε Facebook και Instagram, ενώ και στο YouTube, με τα βίντεό της, προσπαθεί να βοηθά τους ακολούθους της και να ενημερώνει για θέματα ψυχικής υγείας.