Ενήλικες με αγχωμένα παιδιά & ασθενείς γονείς: Η «γενιά σάντουιτς» έχει φτάσει στα όριά της
Μεγέθυνση κειμένου
Με τους ανθρώπους να ζουν πολύ περισσότερα χρόνια, αλλά με διάφορες ασθένειες στην πλάτη τους, οι πιέσεις που δέχονται οι ενήλικες που ζουν ανάμεσα σε τρεις άλλες γενιές ολοένα και αυξάνονται
Μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στις αρχές Οκτωβρίου από το Journals of Gerontology είχε καλά και κακά νέα. Τα καλά, όπως λένε οι ερευνητές από το University College του Λονδίνου (UCL) και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, είναι ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ζουν περισσότερο από τους γονείς τους.
Τα κακά νέα είναι ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να αρρωστήσουν: Η μελέτη που ανέλυσε στοιχεία από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι στη δεκαετία του 60 και του 70 έρχονται αντιμέτωποι με διάφορες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας και του διαβήτη, σε σχέση με τις προηγούμενες γιενιές.
«Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια παρέκκλιση της υγείας των γενεών, σύμφωνα με την οποία οι νεότερες γενιές τείνουν να έχουν χειρότερη υγεία από τις προηγούμενες [όταν ήταν] στην ίδια ηλικία», λέει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Laura Gimeno.
Δυσανάλογες οι υποχρεώσεις σε σχέση με τις απολαύσεις
Αυτή η εξελισσόμενη κρίση υγείας έχει σαφέστατα επιπτώσεις και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) κάθε χώρας αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Όμως, τα άτομα ίσως που επηρεάζονται περισσότερο, εκτός από τους ίδιους τους ασθενείς, είναι εκείνοι που έχουν την ευθύνη των ασθενών γονέων τους, ενώ είναι παράλληλα και γονείς με μικρά παιδιά ή εφήβους – η αποκαλούμενη και «γενιά σάντουιτς».
Ο όρος διαδόθηκε για πρώτη φορά από τις Αμερικανίδες κοινωνιολόγους Dorothy Miller και Elaine Brody το 1981. Η Miller έγραψε για τα «ενήλικα παιδιά» που εκτίθενται σε «ένα μοναδικό σύνολο μη κοινών πιέσεων», όπου οι υποχρεώσεις απαιτούν τεράστια προσφορά χρόνου, ενέργειας και πόρων από μέρους τους.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, αυτές οι μη κοινές πιέσεις έχουν αυξηθεί σταθερά σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, καθώς οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, «κουβαλώντας» στην πλάτη τους, όμως, πολλές ασθένειες.
Περισσότερες εργασιακές και γονικές απαιτήσεις
Η φθίνουσα υγεία των μεγαλύτερων γενεών συνέπεσε με περισσότερες γονικές και εργασιακές απαιτήσεις, αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης μεταξύ των εφήβων και, φυσικά, καθυστερημένη αποχώρηση των παιδιών από την οικογενειακή εστία στην ηλικία των 25 και 30 ετών – για να μη μιλήσουμε για τα διαζευγμένους ενήλικες που επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι μετά τα 40 και τα 50…
Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το «βάρος» επωμίζονται οι μητέρες και οι κόρες της οικογένειας, εκτός και αν δεν υπάρχουν όποτε συχνά η «ευθύνη» περνά στις συζύγους και τις συντρόφους των υιών, οι οποίοι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και σήμερα, πιο «αποστασιοποιημένοι».
Για τον συντηρητικό David Goodhart, επικεφαλής του τομέα δημογραφίας, μετανάστευσης και ένταξης στο think tank Policy Exchange, με έδρα το Λονδίνο «η απόλυτη ισότητα των φύλων δεν έχει ακόμη επιτευχθεί» – παρόλο που επισημαίνει ότι το μερίδιο της οικιακής εργασίας έχει μετατοπιστεί από 70:30 πριν από 25 χρόνια σε 60:40 σήμερα.
Ο Goodhart, βέβαια, παράλληλα υποστηρίζει πως θα πρέπει να γίνει αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της κοινωνίας ώστε να «απελευθερωθούν οι γυναίκες» και «οι άνδρες να διαδραματίσουν πιο ενεργό και ωφέλιμο ρόλο ως φροντιστές».
Μέσα σε όλα, έχουμε και τα στερεότυπα
Προσπερνώντας τις απόψεις του Goodhart για το ποιος θα πρέπει να αναλαμβάνει τη φροντίδα των εξαρτώμενων μελών και ποιος να εργάζεται για να «φέρνει τα χρήματα στην οικογένεια», η αλήθεια είναι πως η εργασία φροντίδας στο σπίτι δεν έχει ακόμα και σήμερα τη θέση που θα έπρεπε.
Μία γυναίκα που δεν εργάζεται είτε επειδή το επιθυμεί είτε γιατί οι συνθήκες το απαιτούν και ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών και την ευρύτερη φροντίδα του σπιτιού θεωρείται, από πολλούς, ότι «κάθεται» ή ότι δεν κουράζεται όπως κάποιο εργαζόμενο άτομο.
Ταυτόχρονα, σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες θεωρείται ακόμη ταμπού να παίρνει τη γονική άδεια για τη φροντίδα των τέκνων – στην Ελλάδα είναι τέσσερις μήνες ανά παιδί – ο πατέρας, ενώ η μητέρα να συνεχίσει να εργάζεται.
Η ζοφερή πραγματικότητα
Ωστόσο, για ακόμη μία φορά, το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί ένα αναπτυγμένο κράτος που έχει τόσες απαιτήσεις από τους πολίτες του, δεν είναι σε θέση να δώσει τις κατάλληλες παροχές και δωρεάν υπηρεσίες για να μπορεί και ο κάθε ενήλικας να ζει, να εργάζεται, να προσφέρει αλλά και να απολαμβάνει την καθημερινότητά του.
Την περασμένη εβδομάδα, η Μαντώ Δαφνή, αδερφή του 13χρονου Νικόλα που είναι στο φάσμα του αυτισμού, αναφέρθηκε στο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικογένειά της, με τη μητέρα της να κινδυνεύει να μείνει άνεργη γιατί δεν υπάρχει νοσοκομείο που να μπορεί να φιλοξενήσει με ασφάλεια τον αδελφό της, για όσο χρειάζεται, μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία του.
Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας έκανε λόγο την Κυριακή, σε συνέντευξή του στο MEGA, στην έξαρση της βίας ανάμεσα σε ανήλικους, και στη διαρκείς πιέσεις που δέχονται καθημερινά οι γονείς που πια «δεν έχουν χρόνο ούτε για τις σκέψεις τους».
Όπως είχε πει και ο Τολστόι, «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο», αλλά όσο το κράτος πρόνοιας είναι απόν, κανένας ενήλικας, όσο υπεύθυνος και να είναι δεν θα μπορεί να ανταπεξέλθει στις ολοένα πιο αυξημένες υποχρεώσεις χωρίς κόστος – όχι μόνο οικονομικό, αλλά – κυρίως – ψυχικό.
Με πληροφορίες από Guardian