
Πηγή: Freepik
Μεγέθυνση κειμένου
Μια τραυματική εμπειρία που αλλάζει τη ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι απαραίτητο ότι «θα πεθάνει» μετά τον θάνατό του
Η Επιγενετική είναι η επιστήμη που μελετά τον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια ενεργοποιούνται και απενεργοποιούνται. Η μοριακή διαδικασία, γνωστή και ως γονιδιακή έκφραση, ενισχύει τη δραστηριότητα ορισμένων γονιδίων και «ηρεμεί» άλλα, προσθέτοντας και αφαιρώντας «χημικές ετικέτες» στα γονίδια.
Διάφορες έρευνες έχουν υποδείξει ότι αυτός ενδεχομένως να είναι και ο μηχανισμός μέσω του οποίου το τραύμα ενός γονέα περνά στα γονίδια των απογόνων, και οι επιγενετικές επιδράσεις μπορεί, κάπως έτσι, να μεταφέρονται από γενιά σε γενιά για πολλά, πολλά χρόνια.
Είναι προκαθορισμένο το πεπρωμένο μας;
Υπάρχει λογική πίσω από όσους θεωρούν ότι η ζωή τους έχει επηρεαστεί σημαντικά από μια πολύ τραυματική εμπειρία που είχε η μητέρα ή ο πατέρας τους, λέει η Rachel Yehuda, καθηγήτρια ψυχιατρικής και νευροεπιστήμης του τραύματος στο Mount Sinai της Νέας Υόρκης.
Η έρευνά της, μάλιστα, υποδεικνύει ένα μικρό «επιγενετικό σήμα», δηλαδή μία εμπειρία που αλλάζει τη ζωή, «δεν πεθαίνει» απλώς με τον θάνατο κάποιου ανθρώπου, αλλά επιβιώνει «στη συνέχεια σε κάποια μορφή».
«Σε κάθε κύτταρο, συνεχώς, το επιγονιδίωμα αλλάζει», λέει η Isabelle Mansuy, καθηγήτρια νευροεπιγενετικής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Το επιγονιδίωμα καθορίζει ποια γονίδια θα ενεργοποιηθούν σε μια δεδομένη στιγμή και ποια θα παραμείνουν σιωπηλά και ανταποκρίνεται σε κάθε είδους περιβαλλοντικούς παράγοντες, από χημικές εκθέσεις έως διατροφικές ελλείψεις.
Η ψυχική υγεία των παιδιών μετά το τραύμα
Αξιολογώντας 32 επιζώντες του Ολοκαυτώματος και τα ενήλικα παιδιά τους το 2015, η Yehuda εντόπισε το γονίδιο FKBP5, το οποίο συνδέεται με το άγχος και άλλες διαταραχές που επηρεάζουν την ψυχική υγεία.
Εξάγοντας DNA από δείγματα αίματος, η ομάδα εντόπισε επιγενετικές αλλαγές στην ίδια περιοχή του γονιδίου στους επιζώντες και τα παιδιά τους, αλλά δεν συνάντησε παρόμοια κατάσταση σε έναν μικρό αριθμό Εβραίων γονέων και των απογόνων τους που ζούσαν εκτός Ευρώπης και δεν βίωσαν το Ολοκαύτωμα.
Άλλες μελέτες υπέδειξαν πως το τραύμα μιας μητέρας – ακόμη κι αν συνέβη κατά την παιδική της ηλικία – μπορεί να οδηγήσει σε επιγενετικές αλλαγές στο DNA των ωαρίων της και έτσι να επηρεάσει την ψυχική υγεία των παιδιών της.
Η μεθυλίωση
Μια μελέτη του 2019 με άνδρες βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ από την Αυστραλία παρέχει πρόσθετες πληροφορίες για το πώς το τραύμα περνά από γενιά σε γενιά. Οι ερευνητές αναζήτησαν «διαφορές μεθυλίωσης στο DNA» από το σπέρμα βετεράνων που έπασχαν από διαταραχή μετατραυματικού στρες PTSD, το οποίο συνέκριναν με το DNA εκείνων που δεν έπασχαν από την πάθηση.
Η μεθυλίωση είναι μια θεμελιώδης διαδικασία για τη διατήρηση της καλής υγείας και περιλαμβάνει την προσθήκη μιας ομάδας μεθυλίου στο DNA των κυττάρων που, αν και δεν αλλάζει τη δομή του DNA, επηρεάζει σημαντικά ποια γονίδια είναι ενεργά ή ανενεργά.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα μοτίβα μεθυλίωσης στους βετεράνους με PTSD συνδέθηκαν με καταστάσεις ψυχικής υγείας που διαγνώστηκαν αργότερα στα παιδιά των βετεράνων. Τα ευρήματα εντόπισαν ένα μοναδικό μοτίβο αλλαγών στο DNA, που θα μπορούσαν να περάσουν στις επόμενες γενιές και σχετίζονταν «με την αντίδραση στο στρες», λέει η Divya Mehta, ανώτερη ερευνήτρια στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Queensland στην Αυστραλία.
Μακριά από τα άνθη κερασιάς
Δεδομένης της μεγάλης διάρκειας ζωής των ανθρώπων και του μεγάλου χρονικού διαστήματος κύησης, είναι πολύ πιο εύκολο για τους ερευνητές να μελετούν το κληρονομικό τραύμα σε ποντίκια ή αρουραίους, τα οποία πραγματοποιούν πολλαπλές γέννες το χρόνο.
Σε μια σειρά πειραμάτων για να κατανοήσουν πώς τα ζώα θα μπορούσαν να μεταδώσουν πληροφορίες σχετικά με ένα προγονικό τραύμα στους απογόνους τους, ο Brian Dias, νευροεπιστήμονας στο Νοσοκομείο Παίδων του Λος Άντζελες, εξέθεσε ποντίκια σε μια χημική ουσία που μύριζε σαν άνθη κερασιάς και συνδύασε αυτή την έκθεση στο άρωμα με ένα ήπιο ηλεκτροσόκ.
Τα ποντίκια, όπως ήταν φυσικό, έμαθαν να φοβούνται την οσμή. Επιπλέον, οι επόμενες δύο γενιές ποντικιών τρόμαζαν κάθε φορά που μύριζαν τα άνθη κερασιάς, ακόμη και αν δεν είχαν εκτεθεί ποτέ πριν σε αυτή τη μυρωδιά.
Η «κληρονομικότητα», ωστόσο, δεν σημαίνει ότι τα παιδιά θα εμφανίζουν πάντα τα ίδια σημάδια τραύματος με τον γονέα. Σε διάφορες μελέτες, η Mansuy του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης διερεύνησε τις επιγενετικές επιδράσεις που προκαλούνται από τον αποχωρισμό των μαμάδων ποντικών από τα μικρά τους.
Οι μητέρες εκτέθηκαν σε στρεσογόνους παράγοντες κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού, ενώ τα μικρά τους παρουσίασαν αργότερα κατάθλιψη και ελλειμματική μνήμη, συμπτώματα που επεκτάθηκαν μέχρι και τρεις γενιές μετά.
Η πρώτη παρατήρηση μη γενετικής κληρονομικότητας
Το τραύμα εκτείνεται πέρα από καταστροφικά γεγονότα, όπως η παιδική κακοποίηση ή ο πόλεμος. Μια προσβολή στο DNA μπορεί επίσης να προκληθεί μέσω περιβαλλοντικών αιτιών. Μια πρώιμη μελέτη του 2005 διερεύνησε κατά πόσον η έκθεση στο γεωργικό μυκητοκτόνο βινκλοζολίνη θα μπορούσε να επηρεάσει το φύλο των απογόνων σε εγκύους αρουραίους, κάτι που τελικά δεν έγινε.
Ωστόσο, όταν οι αρσενικοί απόγονοι έγιναν περίπου ενός έτους, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ένα υψηλό ποσοστό των σπερματοζωαρίων αυτών των ζώων πέθαινε. Το ίδιο συνέβη και στις επόμενες τρεις γενιές, αν και μόνο οι έγκυες μητέρες είχαν εκτεθεί στη βινκλοζολίνη.
Ήταν η «πρώτη παρατήρηση μη γενετικής κληρονομικότητας», λέει ο Michael Skinner, ερευνητής της μελέτης και ιδρυτικός διευθυντής του Κέντρου Αναπαραγωγικής Βιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον.
Ο Skinner και οι συνεργάτες του παρατήρησαν τροποποιημένα πρότυπα μεθυλίωσης του DNA. «Το σπέρμα είχε μια επιγενετική μετατόπιση και τη μετέφερε στην επόμενη γενιά».
Ο Skinner εξέτασε αργότερα την έκθεση αρουραίων σε ένα ζιζανιοκτόνο που ονομάζεται γλυφοσάτη. Η χημική ουσία δεν έβλαψε τους απογόνους των αρουραίων, αλλά η τρίτη και η τέταρτη γενιά, δηλαδή τα εγγόνια και τα δισέγγονα, παρουσίασαν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών του προστάτη, των νεφρών και των ωοθηκών.
Αντιστροφή των επιγενετικών αλλαγών
Αν αυτές οι μελέτες ακούγονται ανησυχητικές, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να είναι δυνατή η αντιστροφή ορισμένων επιγενετικών αλλαγών. Η Mansuy και οι συνεργάτες της υπέθεσαν ότι ένα σωστό περιβάλλον θα μπορούσε να μειώσει τη συμπεριφορά που σχετίζεται με το τραύμα.
Σε διάφορα πειράματα, τοποθέτησε ενήλικα ποντίκια που είχαν τραυματιστεί νωρίς στη ζωή τους σε κλουβιά με πολλά άλλα ποντίκια, ρόδες τρεξίματος, παιχνίδια και έναν λαβύρινθο. Σε σύγκριση με τα τραυματισμένα ποντίκια σε ένα τυπικό κλουβί, τα ποντίκια που ζούσαν στο πιο «δραστήριο» περιβάλλον δεν εμφάνιζαν τα συμπτώματα της τραυματικής συμπεριφοράς. Ούτε οι απόγονοί τους.
Ο Moshe Szyf, καθηγητής φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο McGill, επίσης διαπίστωσε ότι ήταν δυνατό να αντιστραφούν οι επιπτώσεις της μεθυλίωσης του DNA σε αρουραίους που ήταν αγχωμένοι λόγω κακής μητρικής φροντίδας.
Μόλις ενηλικιώθηκαν, τους χορήγησε ένα φάρμακο (τριχοστατίνη Α) και παρατήρησε ότι τα ποντίκια έδειξαν λιγότερα σημάδια άγχους και «άρχισαν να συμπεριφέρονται όπως τα ζώα που δεν είχαν υποστεί τέτοιου είδους αντιξοότητες στην πρώιμη ζωή τους», λέει.
Σωτήρια η σωματική άσκηση
Ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και η σωματική άσκηση μπορεί να επηρεάσει το επιγονιδίωμα. Ο Skinner μελέτησε 70 ζευγάρια πανομοιότυπων διδύμων που συμφώνησαν να παρακολουθείται το επίπεδο άσκησής τους.
Οι πιο σωματικά δραστήριοι δίδυμοι παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και μεταβολικών ασθενειών, ενώ το επιγονιδίωμά τους άλλαξε. «Όλοι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, από τις τοξικές ουσίες μέχρι τη διατροφή, την άσκηση και την κλιματική αλλαγή» επηρεάζουν την υγεία μέσω της επιγενετικής, λέει ο Skinner.
Παρόλο που είναι εύκολο να εστιάσει κανείς στις αρνητικές πτυχές της πιθανής κληρονομικότητας των επιπτώσεων του τραύματος, οι επιγενετικές αλλαγές μπορούν επίσης να βοηθήσουν τις μελλοντικές γενιές, ενεργοποιώντας γονίδια που βοηθούν τους απογόνους να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες.
Είναι ακόμα αρχή για συμπεράσματα
Το πώς μπορεί να επηρεάσουν τη ζωή κάποιου τα τραύματα των γονέων ή των προγόνων του είναι μια ιστορία που μόλις τώρα αρχίζει να ελε΄γχεται. Ορισμένοι επιστήμονες, μάλιστα, δεν έχουν ακόμα πειστεί από τα μέχρι στιγμής δεδομένα.
«Δεν νομίζω ότι καμία μελέτη έχει ανταποκριθεί στο πρότυπο της απόδειξης για να πούμε ότι αυτό είναι εύλογο να συμβαίνει στα θηλαστικά», λέει ο John Greally, καθηγητής γενετικής στο Albert Einstein College of Medicine στη Νέα Υόρκη.
Πολλοί ανησυχούν πως τέτοιου είδους μελέτες, στην πραγματικότητα «επιδεινώνουν τη ζημιά», επειδή μπορούν να κάνουν ανθρώπους από κοινότητες με τραύματα πολλών γενεών, όπως οι ιθαγενείς της Αμερικής, «να αισθάνονται ότι είναι εγγενώς κατεστραμμένοι και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό», ενώ αποσπούν την προσοχή από τους τρόπους αντιμετώπισης των πραγματικών αιτιών των τραυμάτων.
Αυτό, ωστόσο, που γίνεται σαφές είναι ότι η ανθρωπότητα έχει μάθει να αντιμετωπίζει τις συνέπειες των τραυμάτων, κληρονομικών ή μη, αλλιώς δεν θα υπήρχαμε ακόμα. Η ανθεκτικότητα είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, λέει ο Szyf, «αλλιώς δεν θα επιβιώναμε ως φυλή».
Με πληροφορίες από National Geographic

Ακολουθήστε το pride.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι