icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Όλο και περισσότερα περιστατικά βίας μεταξύ εφήβων έρχονται στο φως, με τις εικόνες και τα βίντεο να προκαλούν αποτροπιασμό. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Γιατί κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν επεμβαίνει;

Δύο νέα σοκαριστικά βίντεο ήρθαν στο φως της δημοσιότητας την Τρίτη (24/09), ένα με τον ξυλοδαρμό μίας 14χρονης στη Γλυφάδα από τρεις συνομήλικές της – παρουσία 20 ατόμων – και άλλο ένα με δύο μαθήτριες που πιάστηκαν στα χέρια έξω από ένα Γυμνάσιο στην Κρήτη, με πολλούς μαθητές να τραβούν τον καβγά με τα κινητά τους και να γελούν.

Και ενώ φαίνεται να έχουμε αποδεχτεί το θλιβερό γεγονός ότι τέτοια περιστατικά πλέον συμβαίνουν και στη χώρα μας, δεν μπορεί παρά να μας αφήνει άναυδους η βιαιότητα των επιθέσεων και η νεαρή ηλικία των εμπλεκομένων.

Ωστόσο, το πιο σοκαριστικό ίσως είναι όλο αυτό το πλήθος που φαίνεται στα βίντεο να στέκεται αμέτοχο. Τι κάνουν, όμως, όλοι αυτοί εκεί; Και γιατί δεν βοηθούν το θύμα;

Η άμεση απάντηση θα ήταν ενδεχομένως ότι φοβούνται. Όμως, τις περισσότερες φορές, οι περαστικοί απλώς στέκονται και κοιτούν, χωρίς κάποιος να προσπαθεί να καλέσει βοήθεια. Άλλες φορές γελούν, ενώ πάντα θα υπάρχουν δυο-τρεις που βιντεοσκοπούν με τα κινητά, με σκοπό να αναρτήσουν αργότερα το βίντεο στα social media.

Ευρεία προσοχή

Το φαινόμενο είναι σχετικά νέο – όμως μπορεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, να έχει συνέπειες στην ψυχική υγεία των εφήβων για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Για τον Dr. Victor Fornari, καθηγητή παιδικής και εφηβικής ψυχολογίας η τάση συνδέεται άμεσα με την «εποχή των smartphones». Ο Fornari υποστηρίζει ότι ενδεχομένως υπάρχει σύνδεση μεταξύ των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και των εφήβων που αναζητούν «ευρεία προσοχή».

Εκείνη την ώρα, αυτό που έχει σημασία είναι πόσα views θα έχει η ανάρτησή τους και πόση δημοσιότητα, σχόλια και likes θα αποκομίσουν από το βίντεο. Εξάλλου, για την Dr. Linda Charmaraman, διευθύντρια του Youth, Media and Wellbeing Research Lab, οι έφηβοι βρίσκονται σε μία φάση της ζωής τους που δεν γνωρίζουν απαραίτητα ποιο είναι το σωστό.

«Οι εγκέφαλοι των εφήβων εξακολουθούν να αναπτύσσονται, όπως ο έλεγχος των παρορμήσεων και η ηθική ανάπτυξη, ενώ μερικές φορές, μπορεί να μην πιστεύουν καν ότι αυτό που συμβαίνει είναι πραγματικό», λέει η Charmaraman, η οποία έχει μελετήσει πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζουν τους εγκεφάλους των εφήβων.

Η «απευαισθητοποίηση»

Επιπλέον, μιλάμε για παιδιά που είναι όλο και πιο «απευαισθητοποιημένα», προσθέτει. «Ακούμε και βλέπουμε φρικτά πράγματα καθημερινά πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις ειδήσεις», με αποτέλεσμα βίαιες εικόνες να μην προκαλούν πια σε κανέναν εντύπωση.

Η Charmaraman προσθέτει ότι ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι – κυρίως οι νέοι -μπορεί ενστικτωδώς να αρπάζουν τα τηλέφωνά τους για να κινηματογραφήσουν – αντί να βοηθήσουν ή να καλέσουν τις Αρχές – είναι ο φόβος για τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς ενδεχομένως να υπάρξουν αντίποινα από άλλους μαθητές για όσους παρεμβαίνουν.

Ωστόσο, ο Fornari προειδοποιεί ότι αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να επηρεάσει τα παιδιά για τα επόμενα χρόνια, έχοντας ως αποτέλεσμα «διαταραχές στρες, PTSD και μελλοντική ανάπτυξη άγχους, κατάθλιψης και κατάχρησης ουσιών».

Η άνοδος των εφαρμογών

Δεδομένου ότι οι νέοι στην τρομερά ευαίσθητη εφηβική ηλικία είναι ευεπηρέαστοι, «το να γίνονται μάρτυρες και να παρακολουθούν αυτού του είδους τη βία στο διαδίκτυο μπορεί να αποτυπωθεί στις σκέψεις τους και να τους προκαλέσει σημαντικές διαταραχές» για πολλούς μήνες, μετά τα βίαια γεγονότα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, τους ακολουθούν για μία ζωή, αναφέρει ο Fornari.

Από την άλλη, ζούμε σε μία εποχή, όταν το smartphone έχει γίνει προέκταση του χεριού μας. Έτσι, η χρήση του, ακόμη και όταν κάποιος γίνεται μάρτυρας ενός εγκλήματος, όπως στην περίπτωση του Ζακ, ή κάποιας άλλης αξιόποινης πράξης είναι κάτι σαν «αντανακλαστικό».

Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα που ενθαρρύνουν τους παρευρισκόμενους να καταγγείλουν το έγκλημα σε διάφορες πλατφόρμες.

Στις ΗΠΑ, η “Citizen” είναι μία από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές «δημόσιας ασφάλειας», με πάνω από δέκα εκατομμύρια χρήστες. Ιδρύθηκε το 2016 και χρησιμοποιεί πληροφορίες από τους σαρωτές της αστυνομίας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ειδοποιεί τους χρήστες για κοντινά επείγοντα περιστατικά. Η βασική φιλοσοφία της εφαρμογής είναι ότι η πρόσβαση στις πληροφορίες μπορεί να προστατεύσει το κοινό από τον κίνδυνο.

Η απάθεια του παρευρισκόμενου

Η άνοδος τέτοιων εφαρμογών σε συνδυασμό με την πανταχού παρούσα χρήση των φωτογραφικών μηχανών κινητών τηλεφώνων έχουν δημιουργήσει το “bystander effect” (φαινόμενο του περαστικού ή του παρευρισκόμενου).

Όταν τα οφέλη από τη λήψη εικόνων ή βίντεο στο ψηφιακό περιβάλλον είναι τόσο μεγάλα, οι «μάρτυρες» θεωρούν προτιμότερο να καταγράφουν το περιστατικό από το να καλέσουν την αστυνομία για βοήθεια ή να επέμβουν.

Το “bystander effect”, γνωστό και ως «απάθεια του παρευρισκόμενου», είναι μια θεωρία ότι η παρουσία άλλων αποθαρρύνει τους θεατές από το να παρεμβαίνουν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Ο όρος χρονολογείται από τη δολοφονία της Kitty Genovese το 1964, μιας 28χρονης γυναίκας που μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου στη Νέα Υόρκη. Οι αρχικές αναφορές – οι οποίες αργότερα διαψεύστηκαν – έδειχναν ότι δεκάδες άνθρωποι ήταν μάρτυρες της δολοφονίας, αλλά δεν επενέβησαν ή δεν κάλεσαν την αστυνομία.

Καθήκον VS virality

Παρόλο που πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι παρευρισκόμενοι βοηθούν, η ανησυχία του κοινού παραμένει. Μάλιστα, το 2021 μία σοκαριστική είδηση ήρθε στο φως: Μία γυναίκα βιάστηκε μέσα σε τρένο στη Φιλαδέλφεια, με τους υπόλοιπους επιβάτες απλώς να καταγράφουν με το κινητό.

Στις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ, οι παρευρισκόμενοι δεν έχουν καμία νομική υποχρέωση να παρέμβουν ή να βοηθήσουν, εκτός εάν έχουν «ειδικό» καθήκον να το πράξουν, όπως αν είναι γονείς, δάσκαλοι, φροντιστές ή αστυνομικοί.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, ωστόσο, θέλουν πλέον να γίνουν «viral, και αυτό ανταγωνίζεται το καθήκον τους – είτε νομικό είτε ηθικό – απέναντι στους συμπολίτες τους», λέει η Tamara Rice Lave, καθηγήτρια νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι.

Οι έρευνες σχετικά με την ψυχολογία των ανθρώπων που κινηματογραφούν ένα έγκλημα παραμένουν ελάχιστες – αν και ορισμένοι ψυχολόγοι λένε ότι πιστεύουν πως μπορεί να υποκινούνται από την επιθυμία να βοηθήσουν, χωρίς να χρειάζεται να παρέμβουν ή να δράσουν φυσικά.

«Νομίζω ότι οι άνθρωποι αισθάνονται ότι με την κινηματογράφησή τους, καταγράφουν κατά κάποιο τρόπο [τα εγκλήματα] και κατά κάποιον τρόπο συμβάλλουν», λέει η Elizabeth Jellico, κλινική ψυχολόγος και ερευνήτρια για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας. «Βοηθάει, μερικές φορές, στη δίωξη των εγκλημάτων. Ωστόσο, δεν βοηθάει άμεσα το άτομο που δέχεται επίθεση».

Ενεργώντας ενστικτωδώς

Ο αριθμός των ατόμων που βιντεοσκοπούν και χρησιμοποιούν εφαρμογές αναφοράς εγκλημάτων θα αυξηθεί στο μέλλον, καθώς οι τεχνολογικά καταρτισμένοι και ενταγμένοι στον ψηφιακό κόσμο έφηβοι θα αρχίσουν να αποτελούν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.

Έτσι, είναι απαραίτητο να μάθουν οι παρευρισκόμενοι να κάνουν περισσότερα και να ενεργούν άμεσα, καλώντας την αστυνομία ή επιχειρώντας – πάντα με ασφάλεια – να παρέμβουν, και όχι απλώς να κινηματογραφούν.

Και τώρα το βάρος πέφτει – για άλλη μία φορά στους ενήλικες – καθώς, μόνο διδάσκοντας τα παιδιά από μικρή ηλικία πώς πρέπει να παρεμβαίνουν, υπάρχει ελπίδα να μάθουν πώς να κάνουν το σωστό.

Εξάλλου, σύμφωνα με τους ειδικούς, «όσο πιο άνετα νιώθει κάποιος με ένα σχέδιο επέμβασης, πριν έρθει αντιμέτωπος με μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τόσο πιο πιθανό είναι να ενεργήσει ενστικτωδώς».

Με πληροφορίες από BBC / New York Post