Η 42χρονη σήμερα Claire, θυμάται πάντα να της λένε: «Ακολούθησε τα όνειρά σου και τα χρήματα θα σε ακολουθήσουν». Κι αυτό έκανε. Στα 24 της, άνοιξε ένα κατάστημα λιανικής πώλησης μαζί με έναν φίλο της στο κέντρο της Οτάβα, στον Καναδά. Είχε καταφέρει να αποταμιεύσει αρκετά χρήματα από μια εργασία μερικής απασχόλησης στο δημόσιο όσο σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο, για να ξεκινήσει την επιχείρηση χωρίς να πάρει δάνειο.

Για πολλά χρόνια, το κατάστημα πήγαινε καλά – άνοιξαν μάλιστα και δεύτερο κατάστημα. Η Claire άρχισε να αισθάνεται οικονομικά ασφαλής. «Πριν από μερικά χρόνια σκέφτηκα, ουάου, μπορεί πραγματικά να είμαι σε θέση να το κάνω αυτό μέχρι να βγω στη σύνταξη», είπε. «Δεν θα γίνω ποτέ πλούσια, αλλά έχω μια πραγματικά υπέροχη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και αυτό μου φτάνει».

Αλλά στη μέση ηλικία, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να αγοράσει σπίτι και ανησυχεί όλο και περισσότερο για το πώς θα μοιάζει η συνταξιοδότηση, ή αν θα είναι καν εφικτή. «Ήμουν ανόητη που πίστευα ότι αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει;» αναρωτιέται τώρα.

Είναι μία από τους πολλούς millennials που, στα 40 τους, πανικοβάλλονται από την πραγματικότητα της μέσης ηλικίας: Οικονομική ανασφάλεια, στεγαστική ανασφάλεια, εργασιακή αστάθεια και δυσκολία στην αποταμίευση για το μέλλον. Πρόκειται για ένα διαφορετικό είδος κρίσης μέσης ηλικίας, από αυτή που βίωναν οι παλαιότερες γενιές, που συνήθως οδηγούσε σε μια παρορμητική αγορά σπορ αυτοκινήτου και αυτό που τούς απασχολεί περισσότερο είναι το ερώτημα: «Θα βγω ποτέ στη σύνταξη;».

Στην πραγματικότητα, μια νέα έρευνα σε 1.000 millennials έδειξε ότι το 81% αισθάνεται ότι δεν έχει την πολυτέλεια να περάσει κρίση μέσης ηλικίας. Η γενιά αυτή είναι η πρώτη που είναι πτωτικά κινούμενη, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, και τα πάει λιγότερο καλά οικονομικά από τους γονείς της.

Πώς θα είναι τα επόμενα 40 χρόνια;

Η Claire μεγάλωσε από μια ανύπαντρη μητέρα που εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος. Ακόμα και με έναν μόνο μισθό, η μητέρα της είχε καταφέρει να αγοράσει ένα σπίτι αξίας 178,000 δολαρίων Καναδά (130.000 δολάρια ΗΠΑ), όχι μακριά από το κέντρο της Οτάβα. Λίγο μετά την πανδημία, η Claire θέλησε να αγοράσει ένα σπίτι δίπλα στη μαμά της, ελπίζοντας να είναι πιο κοντά σε αυτήν και την επιχείρησή της, αλλά το σπίτι πωλούνταν για πάνω από 800.000 δολάρια Καναδά. Η Claire εξακολουθεί να νοικιάζει- έχει εξοικονομήσει περίπου 75.000 δολάρια για προκαταβολή, αν και φοβάται ότι αυτό είναι «συγκλονιστικά πολύ μακριά από το να είναι αρκετό».

Στον Καναδά, τα άτομα κάτω των 40 ετών έχουν το χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, που πλήττεται από την εκτίναξη των τιμών των κατοικιών και τις πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων. Η μέση τιμή κατοικίας στην Οτάβα είναι λίγο πάνω από 700.000 δολάρια Καναδά.

Έχει έναν εξάχρονο γιο και μερικές φορές αναρωτιέται αν θα έπρεπε να του χαρίσει ένα αδελφάκι. Αλλά ανησυχεί για το πώς αυτό θα επηρέαζε τον οικογενειακό προϋπολογισμό. «Δύο παιδιά θα το έκαναν αυτό 1.000 φορές πιο αγχωτικό», λέει. «Το να προσπαθείς να αποταμιεύσεις για τις σπουδές δύο παιδιών, τις καλοκαιρινές κατασκηνώσεις για δύο παιδιά; Αισθάνομαι ότι μόλις και μετά βίας τα βγάζω πέρα με το ένα».

Αυτές τις μέρες, δεν είναι σίγουρη αν η λειτουργία του καταστήματός της είναι βιώσιμη. «Υποτίθεται ότι είναι χόμπι για μένα να το κάνω αυτό;» αναρωτιέται. «Δεν θέλω να γίνω εκατομμυριούχος – θέλω απλώς να βγάζω περίπου 70.000 δολάρια το χρόνο. Είναι πολύ αυτό που ζητάω;»

Ενώ η Claire είναι το αφεντικό του εαυτού της, άλλοι είναι έρμαια των διαθέσεων ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου εργασιακού τοπίου, ζώντας τη μια απόλυση μετά την άλλη, βλέποντας κάποιους κλάδους να διαλύονται με τα χρόνια.

Η Katie, 43 ετών, είναι δημοσιογράφος που εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά πριν γίνει ελεύθερη επαγγελματίας πριν από 11 χρόνια. Έχει βιώσει την εργασιακή ανασφάλεια σε όλη της την καριέρα. Το πρώτο της άρθρο, έγινε πρωτοσέλιδο στα 21α γενέθλιά της: «Οι τελειόφοιτοι φοιτητές φοβούνται την αγορά εργασίας».

Πράγματι, μετακόμισε ξανά με τους γονείς της στο Σεντ Πολ της Μινεσότα μετά το κολέγιο – εκείνη την εποχή, η αγορά εργασίας στη δημοσιογραφία «ήταν θλιβερή», λέει. Όπως και σήμερα, ο κλάδος «ξεκληριζόταν με ανησυχητικό ρυθμό και τα μέσα δεν είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν».

Όταν τελικά βρήκε δουλειά, ως συντάκτρια μιας εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας στο Σεντ Πολ, θυμάται ότι υπολογίζοντας το ωρομίσθιό της συνειδητοποίησε ότι «οι άνθρωποι έβγαζαν περισσότερα χρήματα δουλεύοντας στα φαστ φουντ». Τα επόμενα χρόνια βρήκε πιο σταθερή δουλειά. Στη συνέχεια, στο οικονομικό κραχ του 2008, όπως πολλοί στη γενιά της, απολύθηκε, ακριβώς πριν από τον γάμο της. Μέχρι να γίνει 30 ετών, είχε ήδη αναγκαστεί να αλλάξει τρεις διαφορετικές δουλειές, λέει. «Τα πράγματα ήταν συχνά αρκετά ζοφερά».

Αν και τώρα αισθάνεται τελικά πιο ασφαλής στις εργασιακές της ευκαιρίες, ανησυχεί για το μέλλον- δεν αισθάνεται αισιόδοξη, ούτε για την ανάπτυξη πλούτου. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλοι της έλεγαν πάντα ότι τα πράγματα θα είναι ευκολότερα καθώς θα μεγαλώνει, όμως η δική της γενιά αισθάνεται λιγότερο αισιόδοξη. «Τρέχουμε ολοταχώς προς ένα μέλλον που δεν θα είναι προβλέψιμο όπως ήταν η ζωή τους», λέει.

Ξέρει ότι κάποιοι μπορεί να της πουν να αλλάξει καριέρα αν τα πράγματα είναι τόσο ζοφερά, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο. «Δεν υπήρξε ποτέ κάτι άλλο που ήθελα να κάνω ή για το οποίο ένιωθα κατάλληλη», λέει. Όσο για τα 20 χρόνια από τώρα, λοιπόν: «Η συνταξιοδότηση μοιάζει με αστείο», λέει.

Φυσικά, δεν αισθάνονται όλοι οι millennials το ίδιο άγχος. Σε μια μελέτη για τον πλούτο των millennials στις ΗΠΑ με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Cambridge, οι ερευνητές διαπίστωσαν ένα σημαντικό χάσμα πλούτου. «Οι πλουσιότεροι millennials έχουν περισσότερο πλούτο από ό,τι οι προηγούμενες γενιές στην ίδια ηλικία, αλλά οι φτωχότεροι millennials έχουν λιγότερο [από τις προηγούμενες γενιές]», λέει ο Rob Gruijters, ένας από τους ερευνητές που συμμετείχαν στη μελέτη.

Ενώ οι πλουσιότεροι millennials τα πάνε καλά, ο Gruijters επισημαίνει ότι «ένας σημαντικός αριθμός millennials παραμένει κολλημένος σε επισφαλείς καριέρες, με περιορισμένες οικονομικές προοπτικές». Όσον αφορά την οικογένεια, λέει ότι οι millennials είναι πιο πιθανό να μείνουν στο πατρικό σπίτι περισσότερο, να αποκτήσουν παιδιά αργότερα και να είναι ανύπαντροι στη μέση ηλικία συγκριτικά με προηγούμενες γενιές.

Όπως η Claire και η Katie, η Amil Niazi του Guardian μεγάλωσε με ταπεινά μέσα, αλλά κατάφερε να αποκτήσει εκπαίδευση και να εργαστεί στον τομέα που επέλεξε λίγο μετά την αποφοίτησή της. Αλλά πάντα ένιωθε ότι το χαλί θα τραβηχτεί κάτω από τα πόδια της, λεει. Μέσα στους πρώτους έξι μήνες στην πρώτη της δουλειά στην αίθουσα σύνταξης, ο εργοδότης της ανακοίνωσε μαζικές απολύσεις. «Ακόμα θυμάμαι τον κόμπο στο στομάχι μου ενώ περίμενα να μάθω αν θα με επηρέαζε, διερωτώμενη πώς θα πλήρωνα το ενοίκιο ή πώς θα είχα την οικονομική δυνατότητα να ζήσω στο Τορόντο, όπου μόλις είχα μετακομίσει. Ζούσα με το φόβο μέχρι να επιβεβαιώσω ότι η εργασία μου ήταν ασφαλής, τουλάχιστον για εκείνη την ώρα», λέει.

«Αισθάνομαι ακριβώς το ίδιο σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, βλέποντας θέσεις εργασίας υπαλλήλων και ολόκληρα καταστήματα να εξαφανίζονται. Πολλοί από τους φίλους μου στα μέσα των ’30 έως τις αρχές των ’40 τους που εργάζονται στην τεχνολογία, τα μέσα ενημέρωσης και τα οικονομικά έχουν επίσης απολυθεί πρόσφατα. Με την επισφαλή εργασία και την αποσπασματική, περιστασιακή απασχόληση να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στην αγορά εργασίας, ο αριθμός των ετών που μπορεί να περάσει κάποιος σε έναν ρόλο έχει μειωθεί», προσθέτει.

Έχουν υπάρξει κομμάτια τάσεων σχετικά με το πόσο πολύ οι millennials αγωνίζονται οικονομικά και επαγγελματικά για 10 ή 15 χρόνια. Φαίνεται ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει για αυτή τη γενιά. «Θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα της καριέρας μας και να απολαμβάνουμε κάποια ασφάλεια, αλλά πολλοί από εμάς εξακολουθούν να ζουν στο ενοίκιο: Οι millennials αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού που νοικιάζει, βρίσκονται στο έλεος των ιδιοκτητών και των δραστικά αυξανόμενων ενοικίων», σημειώνει.

«Είμαι 41 ετών. Έχω τρία μικρά παιδιά και όταν σκέφτομαι τις επόμενες δεκαετίες νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος μου. Για ποια δουλειά θα πρέπει να αγωνιστώ, όταν τόσες πολλές στον τομέα μου – τα μέσα ενημέρωσης – δεν υπάρχουν πια; Περνάω ένα μεγάλο μέρος των ημερών μου ερευνώντας άλλες καριέρες, αλλά το τοπίο μοιάζει παντού προκλητικό. Ονειρεύομαι να μετακομίσω σε μια μικρή πόλη, αλλά αυτό δεν θα έλυνε απαραίτητα κανένα από τα προβλήματά μου, δεδομένου ότι η στεγαστική κρίση δεν έχει λυπηθεί ούτε το πιο μακρινό σημείο», λέει.

Η Katie έχει τρία παιδιά σχολικής ηλικίας και ανησυχεί για το πώς μπορεί να είναι τα επόμενα 20 χρόνια και για αυτά. «Βλέποντας τι έχει συμβεί στη ζωή τους και τι μπορεί να έρθει για το μέλλον τους, ανησυχώ βαθιά», αναφέρει.

«Πάντα φανταζόμουν ότι η κρίση μέσης ηλικίας ήταν κάτι ευφάνταστο. Συνήθιζε να σημαίνει ότι εκμεταλλεύεσαι την ευκαιρία να ζήσεις ένα νεανικό σου όνειρο ή να αλλάξεις τη ζωή σου επειδή επιτέλους είχες τα μέσα να το κάνεις», λέει η Amil Niazi.

Αλλά η κρίση μέσης ηλικίας των millennials μοιάζει εντελώς διαφορετική. Για την Katie σημαίνει ότι αισθάνεται ότι έχει στερηθεί. «Νομίζω ότι πολλοί millennials αισθάνονται δικαίως ότι έχουν μείνει πίσω», λέει. «Έχουν επιλογές σε ό,τι αφορά αυτά που θέλουν να κάνουν, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούν».

Αισθάνομαι το ίδιο, λέει η Amil Niazi, σαν να υπάρχει ακόμα η υπόσχεση της οικονομικής ασφάλειας επειδή οι γενιές πριν από εμάς την είχαν. Στην πραγματικότητα, όμως, μπορεί να είναι εντελώς απρόσιτη.

Με πληροφορίες από Guardian