Έδωσε μια νέα πνοή στον ποίηση, εμπλουτίζοντάς την με τα βιώματά του, τα συναισθήματα, τους φόβους, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τα όνειρα. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1988, όμως είναι εσαεί παρών μέσα από το υπέροχο έργο του
Τάσος Λειβαδίτης, ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης
Έδωσε μια νέα πνοή στον ποίηση, εμπλουτίζοντάς την με τα βιώματά του, τα συναισθήματα, τους φόβους, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τα όνειρα. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1988, όμως είναι εσαεί παρών μέσα από το υπέροχο έργο του
Έδωσε μια νέα πνοή στον ποίηση, εμπλουτίζοντάς την με τα βιώματά του, τα συναισθήματα, τους φόβους, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τα όνειρα. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1988, όμως είναι εσαεί παρών μέσα από το υπέροχο έργο του
Έδωσε μια νέα πνοή στον ποίηση, εμπλουτίζοντάς την με τα βιώματά του, τα συναισθήματα, τους φόβους, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τα όνειρα. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1988, όμως είναι εσαεί παρών μέσα από το υπέροχο έργο του
Η ποίησή του ακτινοβολεί αλήθεια. Γι’ αυτό και μιλά ακόμα στις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων. Επαναστάτης, αγωνιστής ρομαντικός. Κατάφερε να διεισδύσει με ευαισθησία στην ψυχή των Ελλήνων. Το έργο του ταυτίστηκε με την ύπαρξή του. Μίλησε για τη φιλία, τον έρωτα, τις σχέσεις, τον αγώνα. Περιέγραψε με τον πιο πραγματικό τρόπο την αλληλεπίδραση του συναισθήματος και της αντίστασης. Όχι άδικα, χαρακτηρίστηκε ως ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Εξέφρασε το πνεύμα της εποχής του με τρόπο μοναδικό. Ύμνησε σε διθυραμβικούς τόνους τα πολιτικά και κοινωνικά ιδεώδη της Αριστεράς κι ύστερα πένθησε πικρά για την καταρράκωσή τους.
Μέσα από τους στίχους του οι έννοιες της ματαιότητας, της απώλειας, της επίγνωσης, της αισιοδοξίας, της κατανόησης, αλλά και της ενοχής, του πάθους και του έρωτα ή της Ιστορίας απέκτησαν άλλο βάρος.
Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Στέλιος Βαμβακάρης, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Τσαγκάρης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης και άλλοι Έλληνες συνθέτες μελοποίησαν τος στίχους τους και τους έκαναν τραγούδι που σίγουρα έχεις κι εσύ σιγοτραγουδήσει. «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Χριστέ και Παναγία μου», «Για να σε συναντήσω», είναι μερικά απ΄ αυτά.
Κύρια χαρακτηριστικά του, σύμφωνα με τον Γιώργο Δουατζή, ήταν η ηπιότητα, παρά την ταραχώδη ζωή του με φυλακίσεις και εξορίες, η επιλεγμένη μοναχικότητα, παρά τους δεκάδες φίλους που τον αγαπούσαν, η φιλαρέσκεια, παρά το ότι ήταν από τη φύση του όμορφος, η ευγένεια, η αριστοκρατική συμπεριφορά του, η απλοχεριά του, παρά το ότι έζησε στερημένα, η αδυναμία του στο ποτό και τις όμορφες γυναίκες.
Μα πάνω από όλα, συνεχίζει ο Δουατζής, ο Λειβαδίτης είχε κατακτήσει την ταπεινότητα, αυτή την μεγάλη αντίπαλο της ματαιοδοξίας, έχοντας απόλυτη επίγνωση της φθαρτότητας και της θνητότητας που σημαδεύει κάθε ανθρώπινο ον. Η άρνηση της επιβεβαίωσης της ύπαρξής του, αποτελεί την πιο βαθιά κατάφαση της ταπεινοσύνης του. Σπάνια θα άκουγες τον Λειβαδίτη να χρησιμοποιεί τη λέξη Εγώ… Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να γράψει:
«…γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή / υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ / απ’ τον εαυτό της / η ζωή των άλλων».
«Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά».
«Kι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας,
τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού».
Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής. Έζησε καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του. Αυτός, σύμφωνα με τον Γιώργο Δουατζή, προτίμησε να υψώσει το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου, του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, ο Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Καταγόταν από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας, από την πλευρά του πατέρα του. Είχε μια αδελφή και τρεις αδελφούς, ένας από τους οποίους ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης, σύμφωνα με τη wikipedia. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, με την οποία απέκτησε μία κόρη, για την οποία έγραψε το «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της Αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στη Μακρόνησο όπου ξεκίνησε τη συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».
Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απήλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάσθηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 ως το 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Συνοικία το όνειρο σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο Πολιτεία (1961), Της εξορίας (1976), Πολιτεία Γ’ – Οκτώβρης ’78 (1976), Τα Λυρικά (1977), Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο Για μια μέρα ζωής (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο Φυσάει (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη (1997), τον Μανώλη Λιδάκη στο δίσκο Υλικό ονείρων (2001), και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου (2003). Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι είχε προβλέψει στους στίχους του πως θα πεθάνει φθινόπωρο.
Όμως, εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω.
Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου
θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.
Γι’ αυτό σας λέω ας κοιτάξουμε τη ζωή μας
με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 2018, ο συνεργάτης και προσωπικός του φίλος Γιώργος Δουατζής, επιμελήθηκε το βιβλίο των εκδόσεων Στίξις «Τάσος Λειβαδίτης, ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», στο οποίο άνθρωποι των Γραμμάτων αναφέρονται στον μεγάλο ποιητή. Στη ζωή, στο έργο, στην προσωπικότητα, ακόμα και στον θάνατό του.
«…Αθήνα, 1960. Νέα Σμύρνη. Την ώρα από παίζω το Adagio από το Piano Concerto Ελικών, χτυπά η πόρτα. Ο Τάσος Λειβαδίτης. Με παρακαλεί να συνεχίσω. Όταν τελειώνω, σηκώνομαι, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε και ο Λειβαδίτης μου λέει: Όσο έπαιζες, έγραφα λόγια πάνω στη μουσική σου!. Είναι το τραγούδι Μάνα μου και Παναγιά, η μεγάλη επιτυχία του Μπιθικώτση το καλοκαίρι του 1961», έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης.
«…Για τον Τάσο Λειβαδίτη αξίζει να ειπωθούν πολλά πράγματα και ασφαλώς θα ειπωθούν περισσότερα, όταν η πνευματική σύγχυση που επικρατεί στον τόπο μας θα πάψει πια να υπάρχει. Είναι ένας ποιητής που διαρκώς θα αποκαλύπτεται» ανέφερε ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
«…Αυτή η ωριμότητα τον συμβίβασε με το τετελεσμένο γεγονός του μοιραίου τέλους και με τη βεβαιότητα πως μόνον η αναμονή στο Τρίστρατο, έρμαιο των ανέμων, είναι ο άνθρωπος και η μόνη επανάσταση που αξίζει τον κόπο να υπηρετήσεις είναι ο σεβασμός, η ανοχή, η συγχώρεση του αδελφού, του συντρόφου και του εχθρού και της ελπίδας, μήπως και καταδεχθεί να μιλήσει ο Θεός, έστω με τη σιωπή του…», σημείωνε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
«…μια μέρα ήρθε ένα χιλιοδιπλωμένο και βασανισμένο χαρτάκι να προστεθεί στις απανωτές μαρτυρίες που έφταναν ΑΠΟ ΚΕΙ. Ένα ποίημα. Υπογραφή: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. Τίτλος «Μη σημαδέψεις την καρδιά μου». Το διαβάσαμε άπληστα, περισσότερο για να γνωρίσουμε τις αντιδράσεις ενός ποιητή παρά από διάθεση της στιγμής για να επικοινωνήσουμε με την ποίηση. Και όταν σηκώσαμε τα κεφάλια μας οι λίγοι άνθρωποι που ήμαστε σκυμμένοι πάνω από τα χειρόγραφα ανακαλύψαμε στα μάτια μας τα ομηρικά νήπια δάκρυα», έγραφε ο Τάσος Βουρνάς.
Ο Μανόλης Πρατικάκης επέλεξε να αναφερθεί στις τελευταίες ώρες του μεγάλου ποιητή: «…Το χειρουργείο κράτησε περίπου επτά ώρες. …Τον πλησίασα. Του είπα χαμηλόφωνα πως όλα θα πάνε καλά. Με κοίταξε με εκείνο το αθώο υγρό ευγενές βλέμμα, γεμάτο πραότητα και εμπιστοσύνη. Μου ένευε πως ναι. Είμαι σίγουρος πως δεν το πίστευε… Άραγε ήξερε; Και σε ποιο βαθμό; Σιγά σιγά βυθίζονταν σε μια ήρεμη νάρκη. Ουρία και κρεατινίνη στα ύψη, λόγω πλήρους νεφρικής ανεπάρκειας. Οι γιατροί εξακολουθούσαν να κάνουν διάφορες απονενοημένες ενέργειες. Αλλά, όλοι ξέραμε ότι δεν υπήρχε πια γυρισμός».
Ο Γιάννης Ρίτσος επέλεξε να αναφερθεί στον αδελφό του, όπως τον αποκαλούσε, με ένα ποίημα.
Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
μες στο νυχτερινό ψιλόβροχο. Στάθηκες λίγο
με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
κάτω απ’ το φανοστάτη της πλατείας Μεταξουργείου,
ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που ’χες αγαπήσει,
και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των απεργών
οικοδόμων,
ήσυχος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος
στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
που ’χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δεν γερνούν πια, δεν διαψεύδονται κι ούτε
πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει
έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο κλεισμένη
πόρτα;