icon zoom-in

Μεγέθυνση κειμένου

Α Α Α

Το 1860, ο Edward Payson Weston έβαλε στοίχημα ότι αν ο Λίνκολν κέρδιζε τις εκλογές, θα διένυε 764 χλμ. με τα πόδια. Ο Λίνκολν κέρδισε και κάπως έτσι ξεκίνησε η τάση για περπάτημα που έγινε γρήγορα σπορ με θεατές και διαφημίσεις

Είτε είστε από αυτούς που το έχουν μέσα στην καθημερινότητά τους, είτε όχι, γνωρίζετε σίγουρα τα ευεργετικά οφέλη που έχει το περπάτημα, ως μια από τις πιο απλές μορφές άσκησης. Είναι κάτι που πολύς κόσμος το κάνει μόνος, βοηθώντας όχι μόνο τη σωματική αλλά και την πνευματική ή ψυχική του υγεία, αλλά αρκετοί το κάνουν και σε ομάδες, με κύριο στόχο την εκγύμναση και την απώλεια βάρους.

Υπήρξε, πάντως, μια εποχή, κάπου ανάμεσα στις δεκαετίες του 1870 και του 1880, που το περπάτημα έκανε ορισμένους ανθρώπους celebrities και το κίνημα της πεζοπορίας αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Και δεν μιλάμε για απλούς καθημερινούς περιπατητές, αλλά επαγγελματίες του είδους που διέσχιζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μπροστά σε θεατές, οι οποίοι συνέρρεαν μαζικά για να τους παρακολουθήσουν.

Αυτό το περίεργο σπορ ξεκίνησε από ένα απλό στοίχημα. Το 1860, ο βιβλιοπώλης Edward Payson Weston, που πήγαινε από πόρτα σε πόρτα για να πουλήσει, έβαλε στοίχημα με έναν φίλο του ότι ο Αβραάμ Λίνκολν θα έχανε τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Αν ο Λίνκολν κέρδιζε, ο Weaston θα περπατούσε τα 764 χλμ., από το σπίτι του στη Βοστώνη μέχρι την Ουάσινγκτον όπου θα γινόταν η ορκωμοσία. Και θα το έκανε σε λιγότερο από 10 ημέρες.

Ο Λίνκολν κέρδισε τις εκλογές, ο Weston έχασε το στοίχημα και όφειλε να τηρήσει τη δέσμευσή του. Τοπικές εφημερίδες στη Βοστώνη, αλλά και σε άλλες πόλεις, δημοσίευσαν την είδηση ότι ένας βιβλιοπώλης θα έκανε αυτή την τεράστια απόσταση με τα πόδια και από το πουθενά, πολλοί άνθρωποι μαζεύονταν σε διάφορα σημεία, μέσα στο κρύο, για να τον δουν να περνά από τις γειτονιές τους.

Μία διαμάχη στον δρόμο του, άφησε τον Weston αρκετά πίσω σε χρόνο και συγκεκριμένα 4 ώρες και 12 λεπτά μακριά από τον στόχο των 10 ημερών. Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολουθούσαν την προσπάθειά του ήταν και ο ίδιος ο Λίνκολν, ο οποίος εντυπωσιάστηκε με την πίστη και την αφοσίωση του Weston και αποφάσισε να του πληρώσει το εισιτήριο της επιστροφής του στη Βοστώνη. Ο Weston αρνήθηκε, πιστεύοντας – δικαίως – ότι αυτή του η άρνηση θα τον έκανε ακόμα πιο διάσημο.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ο βιβλιοπώλης έκανε το χόμπι του τρόπο για να ζει. Χιλιάδες θεατές έκαναν ουρές για να αγοράσουν εισιτήρια και να βάλουν στοιχήματα για το αν θα μπορούσε να νικήσει το ρολόι σε διάφορες διαδρομές και στόχους που ο ίδιος έθετε. Σε μια διαιρεμένη χώρα, οι περίπατοι του ήταν ένα ενωτικό γεγονός και γι αυτό ο Weston έγινε πολύ γρήγορα μια συμπαθητική προσωπικότητα. Άλλωστε, αυτό που προωθούσε ήταν μια δραστηριότητα που δεν ενοχλούσε κανέναν.

Το περπάτημα δεν ήταν δημοφιλής μορφή άσκησης στις ΗΠΑ όταν ο Weston άρχισε να διοργανώνει τις βόλτες του, αλλά ο ίδιος και οι ανταγωνιστές που τον προκάλεσαν διέδωσαν τον «πυρετό της πεζοπορίας» στο κοινό.

Το «A Plea for Pedestrianism», που δημοσιεύτηκε στους New York Times το 1878, ήταν μια τυπική λογοτεχνική υποστήριξη του περπατήματος αναψυχής. Το δημοσίευμα παρείχε στους αναγνώστες ένα δείγμα περιπάτου που θα μπορούσαν να κάνουν γύρω από το Staten Island, πρότεινε την ενδυμασία («εύκολες, αλλά γερά δεμένες μπότες με κορδόνια, με φαρδιά σόλα και χαμηλό τακούνι»), τι να φάνε («ένα σάντουιτς και μερικά βραστά αυγά στις τσέπες σας») και πώς να προετοιμαστούν («Όσοι δεν έχουν συνηθίσει να περπατούν πολύ, θα έπρεπε να το εξασκούν με μέτρο κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας προτού βαδίσουν μια ολόκληρη μέρα στην εξοχή»).

Οπως γράφει στην πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή του το smithsonianmag.com, οι πρώτοι «επαγγελματίες» περιπατητές έφτιαξαν μια πλατφόρμα και σιγά σιγά ανέβασαν πολύ τη δημοφιλία του συγκεκριμένου τρόπου άσκησης. Άρχισαν, δε, να προωθούν οτιδήποτε αφορούσε σε αυτή τη δραστηριότητα, από παπούτσια μέχρι ρουχισμό και εμπορικές κάρτες και έγιναν οι πρώτοι που πούλησαν διαφημιστικό χώρο στις αγωνιστικές τους στολές.

Οι επαγγελματίες περιπατητές αντανακλούσαν επίσης μια σειρά από Αμερικανούς. Επειδή αυτοί οι αγώνες περπατήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτοι, δεν υπήρχαν σαφείς κανόνες που να αποκλείουν ορισμένες ομάδες από τον ανταγωνισμό. Ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του Weston ήταν ο Daniel O’Leary, ένας Ιρλανδός μετανάστης που έγινε «Πρωταθλητής Πεζός του Κόσμου» το 1875, αφού νίκησε τον Weston σε έναν αγώνα έξι ημερών.

Ο O’Leary πήρε υπό την προστασία του πολλούς αθλητές, μεταξύ των οποίων και τον Frank Hart (κατά κόσμον Fred Hichborn), έναν Αϊτινό μετανάστη. Ο Hart έγινε ένα από τα μεγάλα αστέρια του αθλήματος και νικητής της δεύτερης ζώνης O’Leary Belt το 1880, όπου κέρδισε συνολικά περισσότερα από 21.000 δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί με τα δύο τρίτα του εκατομμυρίου σε σημερινά δολάρια.

Οι γυναίκες «pedestriennes» είχαν επίσης σημαντικό αντίκτυπο στο άθλημα. Σε μια εποχή που η συμβατική επιστήμη υποστήριζε ότι η έντονη αθλητική δραστηριότητα έκανε μόνιμη ζημιά στο γυναικείο σώμα, σβήνοντας του τις «ζωτικές ενέργειες» και την ικανότητά του να αναπαράγεται, αθλήτριες όπως η Αγγλίδα Ada Anderson αναδείχθηκαν ως ισχυρά αντιπαραδείγματα, δείχνοντας τι ήταν ικανές να κάνουν οι αθλούμενες.

«Είναι καλό για τις γυναίκες να βλέπουν πόσα μπορούν να αντέξουν», δήλωσε η Anderson στη New York Sun το 1878.

Υπήρχε όμως και μια σκοτεινή πλευρά του γυναικείου πεζοπορισμού. Το άθλημα προωθήθηκε και οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό από άνδρες. Η πλειονότητα των γυναικών έφτασε στο επαγγελματικό περπάτημα από απόγνωση, για να ξεφύγει από τη φτώχεια ή τις κακοποιητικές σχέσεις. Στη συνέχεια πίεζαν το σώμα τους στα όρια. Έκαναν 24ωρο περπάτημα, εξαήμερο περπάτημα αλλά και ακόμα πιο ακραίες μορφές με αποτέλεσμα να καταπονούν τα σώματά τους σε αχρείαστο βαθμό.

Η μόδα των επαγγελματιών περιπατητών μπορεί να μην κράτησε πολλά χρόνια. Το ίδιο το περπάτημα, ωστόσο, συνέχισε να κερδίζει με τα χρόνια φανατικούς υποστηρικτές γιατί ήταν κάτι που μπορούσαν να κάνουν σχεδόν όλοι και δεν απέκλεισε κανέναν. Μέχρι τις μέρες μας, που πλέον είναι απαραίτητο στις κοινωνίες όπου κυριαρχούν η καθιστική εργασία, ο καθιστικός τρόπος ζωής και η διατροφή που επιβαρύνει τον ανθρώπινο οργανισμό.